Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου «e-μερολογιο ΙΙ» , ποὺ κυκλοφορεί προσεχῶς μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκθεσής του «1821, ἡ γιορτή» στὸ Μουσεῖο Μπενάκη (19 Μαΐου – 10 Ὀκτωβρίου 2021).
- Ὁ ἀδερφὸς τοῦ πατέρα μου ἦταν δάσκαλος. Ἄκληρος, μὲ εἶχε σὰν παιδί του. Κανόνισε νὰ ἀναλάβει τὴν πρώτη τάξη μὲ τὸ ποὺ θὰ πήγαινα σχολεῖο. Τὶς πρῶτες κιόλας μέρες, ἀρχὲς τοῦ ’60, πρωτοβρόχια, πλημμύρισε τὸ πρανὲς τῆς μεγάλης μπροστινῆς αὐλῆς καὶ τρέξαμε στὸ διάλειμμα νὰ παίξουμε στὴ λίμνη τῶν νερῶν πού, στὰ βαθιά τους, μᾶς φτάνανε ὣς τὴ μέση τῆς κνήμης. Μᾶς εἶδαν οἱ δάσκαλοι κι ἦρθαν φωνάζοντας αὐστηροὶ νὰ βγοῦμε ἀμέσως στὰ στεγνά. Βγήκανε ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ’μένα. Ἦταν γλυκύτατος ὁ θειός μου κι ἤμουνα σίγουρος, ὁ ἀναιδής, ὅτι δὲν θὰ μὲ μάλωνε. Τοὺς ἔβλεπα ὅλους, δάσκαλους καὶ μαθητές, νὰ μὲ κοιτοῦν, ἕνα μισοφέγγαρο γύρω ἀπ’ τὴ λίμνη, ἔνοιωθα τὴ λάσπη στὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν μου ἀλλὰ δὲν κουνήθηκα. Καὶ ἐκεῖ στὴν ἀμηχανία, ὁ θεῖος δάσκαλος προχώρησε μὲς στὰ νερά. Ἔβλεπα τὰ γυαλισμένα του παπούτσια νὰ βουλιάζουν, νὰ μουσκεύει τὸ ρεβὲρ ἀπ’ τὸ παντελόνι τοῦ κουστουμιοῦ ποὺ φοροῦσε, πάντα καλοντυμένος, καὶ τά ’χασα. Μ’ ἔπιασε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ μοῦ ’πε χαμογελώντας: Ἔλα Χρηστάκη, πᾶμε. Τὸν ἀκολούθησα. Τὴν ἄλλη μέρα μᾶς ἀνέλαβε ἡ γυναίκα του, ἡ θεία ἡ Γεωργία, δασκάλα κι ἐκείνη, ἡ πιὸ αὐστηρὴ στὸ σχολεῖο. Αὐτὴ μᾶς ἔμαθε γράμματα μέχρι τὸ τέλος τοῦ Δημοτικοῦ.
Θά ’μασταν στὴν Τρίτη ἢ τὴν Τετάρτη τάξη, στὴν πάνω ἀριστερὴ αἴθουσα τοῦ κτιρίου, ὅταν μιὰ μέρα ἡ θεία ἔλειψε γιὰ κάποιες ὧρες καὶ μπῆκε νὰ τὴν ἀντικαταστήσει ὁ θειός μου. Ἔσκυψε καὶ πῆρε ἕνα καμμένο σπίρτο ἀπ’ τὸ μωσαϊκὸ καὶ κρατώντας το στὰ δάχτυλά μας εἶπε ὅτι θὰ κάμουμε ἔκθεση ἰδεῶν. Θέμα: τὸ καμμένο σπίρτο. Γελάσαμε. Μᾶς φάνηκε ἀνάξιο λόγου. Ἦταν ἄνοιξη. Ἔξω ἀπ’ τὰ μεγάλα παράθυρα στὸ περβάζι κοντοστέκονταν κάποια περιστέρια τσιμπολογώντας ψίχουλα πρὶν πετάξουνε στὸν καθαρὸ οὐρανό.
«Τί τρῶνε τὰ πουλιά;» ρώτησε ρητορικὰ κι ἄρχισε νὰ μᾶς διηγεῖται μιὰ μακρυὰ ἱστορία ποὺ δὲν θέλαμε νὰ τελειώσει. «Ἔντομα, σκουληκάκια, τρίμματα, σπόρους, καρπούς. Κάποια κουκούτσια ἀπ’ ὅσα καταπίνουν ἀμάσητα εἶναι σκληρὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ χωνέψουνε. Τὰ ἐπεξεργάζονται ὡστόσο στὸν πεπτικὸ σφιγκτήρα τους κι ἂν δὲν τὰ καταφέρουνε νὰ τὰ ἀφομοιώσουν, τὰ ἀποβάλουν ἐντέλει κουτσουλώντας, προετοιμασμένα ὅμως πιὰ γιὰ νὰ φυτρώσουνε. Κι ὅπως πετᾶνε μακρυὰ τὰ διασπέρνουν ποικιλόμορφα παντοῦ, σὲ κάμπους, σὲ ψηλὰ βουνά. Πολλὰ ἀτυχοῦν σὲ μέρη ἄνυδρα, ξερά, βραχώδη. Ἀλλὰ ἂν τύχει νὰ πέσουν τὴ σωστὴ ἐποχὴ σὲ καλὴ μεριὰ μὲ λίγο χῶμα, βοηθάει κι ἡ κουτσουλιά τους, λίπασμα φυσικό, γίνονται δέντρα καὶ φυτά. Τὰ ἐτήσια, τὰ πολυετῆ, τὰ φυλλοβόλα, τὰ ἀειθαλῆ. Ἀνοίγει μὲ τὴν ὑγρασία καὶ τὶς βροχὲς τὸ κέλυφος καὶ βγαίνουν ἀπ’ τὴ μέσα δύναμη δυὸ ἀκροῦλες τρυφερὲς λευκούτσικες. Ἡ μία πάει κάτω βρίσκοντας πέρασμα στὴ γῆ καὶ διακλαδώνεται νὰ βρεῖ νερὸ καὶ νὰ στεριώσει στὸ σκοτάδι. Ἡ ἄλλη πάει τοῦ ὕψους, κατὰ τὸν ἥλιο, ψάχνοντας φῶς νὰ τὸ μεταβολίσει, νὰ πρασινίσει ἡ χλωροφύλη, νὰ δυναμώσει ὁ βλαστός, ν’ ἀντέξει τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς ἀνέμους. Κάθε χρόνο μὲ τὸν κύκλο τῶν ἐποχῶν ἀνανεώνεται. Μαζεύει τοὺς χυμούς του τὸ χειμώνα μέσα στὴ γῆ ποὺ εἶναι πιὸ ζεστά, νὰ μὴν παγώνουνε. Ἀλλὰ καὶ κεῖ δὲν σταματάει ἡ ζωή, ἁπλώνουν ρίζες. Τὴν ἄνοιξη ξεθαρρεύουν πάλι, ἀνεβαίνουνε ψηλὰ οἱ χυμοὶ νὰ κάνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ καινούρια. Κάθε χρόνο φρέσκος φλοιὸς καλύπτει τὸν κορμὸ καὶ τὰ κλαδιά τους. Σὰν δαχτυλίδι νιὸ ποὺ στεφανώνει τὸ παλιό. Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια μεγαλώνουνε, πληθαίνουν, κάνουν δάση καὶ πυκνώνουνε. Πνεύμονες ὀξυγόνου ὅλη μέρα. Ἀνοίγουν τὰ κλαδιά τους, πλαταίνει ὁ ἴσκιος τους, φωλιάζουν μέσα τους πουλιὰ καὶ κεῖ στὴ δροσερὴ σκιά τους ἔρχονται καὶ σταλίζουνε τὰ ζωντανά τους οἱ βοσκοὶ τὰ καλοκαίρια, γλυκολαλοῦν φλογέρες τὰ βοσκόπουλα κι οἱ βοσκοποῦλες τ’ ἀγροικοῦνε καὶ γλυκαίνονται. Ἔρχονται ὕστερα ὑλοτόμοι ν’ ἀραιώσουνε τὰ δάση, διαλέγουν κάποια δέντρα καὶ τὰ κόβουνε. Μποροῦν νὰ λογαριάσουνε τὰ χρόνια τους στὰ ἐπάλληλα δαχτυλίδια τῶν κορμῶν. Νὰ μάθουν ἀπ’ τὸ πλάτος τοῦ δαχτυλιδιοῦ ἂν ἦταν εὔφορη ἢ δύσκολη χρονιά. Ἄλλα τὰ κάνουν κούτσουρα νὰ ζεσταθοῦν στὰ κρύα, ν’ ἀνάψουνε φωτιὰ νὰ μαγειρέψουνε, ἄλλα τὰ καθαρίζουνε ἀπ’ τὰ κλαδιά τους, βγάζουν παλούκια γιὰ τοὺς φράχτες τους, ταΐζουν μὲ τὰ φύλλα τους τὰ ζῶα, κρατᾶνε προσανάμματα, ἄλλα τὰ ποστιάζουνε σὰν θημωνιές, τὰ παραχώνουν καὶ τὰ καῖνε σκεπασμένα νὰ γίνουν κάρβουνα, τὰ μεγαλύτερα, κάποιους κορμοὺς εὐθυτενεῖς καὶ δυνατούς, τὰ ξεφλουδίζουν καὶ τὰ ρίχνουν στὰ ποτάμια, στοὺς δρόμους τοῦ νεροῦ, καὶ τὰ ὁδηγοῦν μὲ μακριὰ κοντάρια ἀπὸ τὶς ὄχθες νὰ κατεβοῦνε ἐπιπλέοντας τὸ ρεῦμα, νὰ φτάσουνε στὸν κάμπο, στὰ σχιστήρια, στὰ ξυλουργεῖα, στὰ μαραγκούδικα, νὰ γίνουνε ξυλεία οἰκοδομική, νὰ φτιάξουνε σκεπές, πατώματα, πόρτες καὶ παραθύρια, νὰ φτιάξουν ἔπιπλα, τραπέζια καὶ καρέκλες καὶ σεντούκια, καράβια καὶ βαρκοῦλες ν’ ἀρμενίζουνε, τὴν ἕδρα ἐδῶ ποὺ σᾶς μιλῶ καὶ τὰ θρανία ποὺ κάθεστε κι ἀκοῦτε. Καὶ ἄλλα μικροπράγματα, ἕνα σωρό, ὅπως τὰ μικρά, τὰ τοσοδούλικα τὰ σπίρτα. Βουτᾶν τὴ μιά τους ἄκρη σὲ πυρίτιδα, ποὺ εἶναι εὔφλεκτη κι ἀνάβει στὴν τριβή. Τὴν πρωτοβρήκανε οἱ Κινέζοι καὶ τὴ ζηλέψανε οἱ ταξιδευτές, τὴ μεταφέρανε παντοῦ κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Προμηθέα ποὺ ἔκλεψε τὴ φωτιὰ ἀπ’ τοὺς θεοὺς γιὰ νὰ εὐκολύνει τοὺς ἀνθρώπους στὴ ζωή τους. Κι ἂν δὲν τὴ χρησιμοποιοῦνε πάντα γιὰ καλὸ σκοπό, πάλι πολύτιμη εἶναι.»
Μιλοῦσε δυὸ-τρεῖς ὧρες, εἶπε κι ἄλλα πολλά. Δὲν θέλαμε νὰ βγοῦμε ἔξω στὰ διαλείμματα. Κι ὁ πίνακας γεμάτος σχέδια μὲ κιμωλία, βλαστούς, φύλλα καὶ ρίζες, δαχτυλιδάκια τῶν κορμῶν, ἄγνωστες λέξεις καλλιγραφημένες. Τελειώνοντας πῆρε ξανὰ στὰ δάχτυλά του τρυφερά το πεταμένο σπίρτο.
«Αὐτὸ τὸ καμμένο σπίρτο τὸ εἴδατε πεσμένο καταγῆς. Κάτι θ’ ἄναψε πρίν, ἔκανε τὴ δουλειά του κι ἀπόμεινε ἄχρηστο σκουπίδι νὰ τὸ σκουπίσει ὅταν τελειώσουμε ἡ καθαρίστρια, ἡ κυρὰ Λαμπρινή, νὰ τὸ πετάξει σὰν νὰ ’ταν ἕνα τίποτε. Εἶναι ὅμως ἕνα τίποτε στ’ ἀλήθεια; Μπορεῖ νὰ εἶν’ ἀσήμαντο κάτι ποὺ ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ τόσο μακριὰ καὶ πλούσια ἱστορία;»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ
neoplanodion.gr
Σχετικά Άρθρα
Ανοιχτό Θέατρο Αγρινίου: Δίνει την ευκαιρία σε άνδρες και γυναίκες να ασχοληθούν με τον χώρο
Αγρίνιο – «Photopolis»: Προβολή μαθητικών ταινιών μικρού μήκους
Σπεράντζα Βρανά: Άγνωστες πτυχές από τη ζωή της Μεσολογγίτισσας ηθοποιού