Ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος μιλάει στην «Κ» με την ευκαιρία της έκθεσής του στο Μουσείο «Μπενάκη» Ελληνικού Πολιτισμού
- Αυτή η γιορτή ξεκινάει από το σκοτάδι. Ξάφνιασμα κι ένας μικρός φόβος ότι μπήκα σε λάθος μέρος, αυτά αισθάνθηκα περνώντας την είσοδο. Αλλά έξω από την αίθουσα, στον δεύτερο όροφο του Μουσείου «Μπενάκη» Ελληνικού Πολιτισμού, γράφει: «Χρήστος Μποκόρος. 1821, η γιορτή». Εδώ λοιπόν είναι η «Γιορτή» και αφιερώνεται σε ζώντες και τεθνεώτες πλέκοντας αριστοτεχνικά το φως με τη σκιά, το μαύρο με το χρυσό και το κόκκινο. «Εαρ συντριμμένο μοσχοβολά σε λείψανα χρυσοκέντητα μεταξωτά», σημείωνε στο ημερολόγιό του ο ζωγράφος στις 17 του φετινού Μαρτίου.
«Ακαταμάχητο άρωμα και τώρα και τότε, δυο αιώνες πριν, που τέτοιες μέρες ξεσηκώνονταν οπλαρχηγοί, πρόκριτοι και λαϊκοί».
«Ο τίτλος της έκθεσης είναι η «Γιορτή». Αλλά για να φτάσεις μέχρι εκεί, έχει κόπο, αίμα, θυσίες. Για να γιορτάσεις τον ήλιο, πρέπει να περάσεις μέσα από τη νύχτα. Κανένα φως δεν υπάρχει χωρίς σκοτάδι, ούτε καν στις προσωπικές μας ιστορίες. Πόσες σκιές προσπαθούμε να καλύψουμε καθώς προχωράμε στη ζωή; Ακόμα περισσότερες διαθέτει η Ιστορία».
Ο λόγος είναι για το παρελθόν, την Ελληνική Επανάσταση, τη μνήμη, αλλά επίσης το παρόν και τη ζωγραφική, που είναι και αυτή «σκιά και φως μπλεγμένα μαζί». Και βεβαίως ο λόγος είναι γι’ αυτήν την έκθεση που ο Χρήστος Μποκόρος επιθυμούσε να την πραγματοποιήσει εδώ και τέσσερα χρόνια. Η ευκαιρία του δόθηκε χάρη στην επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη και της Πρωτοβουλίας ’21.
Μία ακόμη ματιά στην Ιστορία;» τον ρωτάω, έχοντας στον νου μου την έκθεσή του
«Αδιάβαστο δάσος» (2004), που άγγιζε το τραύμα της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. «Δεν ασχολούμαι με την Ιστορία», απαντά. «Το αίτημα για μένα είναι η αυτογνωσία. Μια ταυτότητα ζητάω, αυτά που ορίζουν τη ζωή και την ψυχή. Αλλά κανείς μας δεν είναι μόνος σε αυτή την πορεία, και ας είμαστε όλοι περαστικοί από εδώ».
«Από το σκοτάδι ώς το φως, ένα βλέμμα» γράφει στο ίδιο ημερολόγιο, και έτσι ακριβώς προχωράει η περιήγηση: ήσυχα και κατανυκτικά, ο επισκέπτης διασχίζει μια αόρατη σύναξη ηρώων και αφανών. Τα πρόσωπά τους αναδύονται μέσα από τις σκιές και μετά πάλι επιστρέφουν στη φθορά, εκεί όπου ο ζωγράφος ήθελε να τα τοποθετήσει.
Ο,τι βρίσκεται μέσα σε αυτή την αίθουσα έχει τη δική του ύπαρξη –παλιά ξύλα, χρησιμοποιημένα ρούχα, υφάσματα, φύλλα δάφνης, χτένια από αργαλειούς, ο μπρούντζος από τα κάγκελα ενός χαλασμένου κρεβατιού– εμψυχώνοντας την εικαστική αφήγηση. Άλλοστε, ο Χρήστος Μποκόρος δεν ζωγραφίζει ποτέ σε τελάρο.
«Τα αντικείμενα έχουν όλα καταγωγή, χαρακιές, σημάδια του καιρού», λέει. Ξέρει όλα τα κομμάτια που φέρουν οι πίνακες, και τα ονομάζει ένα ένα: Οι δάφνες είναι από τη Βύνιανη, το λουλουδιασμένο φόντο στο πορτρέτο του Διονυσίου Σολωμού από μια παλιά κουρτίνα, οι γραμμές της σημαίας από το πάτωμα ορεινών γεφυριών στα Αγραφα, τα παλιά καπνόπανα από το Αγρίνιο.
Η μορφή του Καραϊσκάκη έχει αφεθεί στη φθορά του πιο σαρακοφαγωμένου ξύλου που βρέθηκε στο βουνό –κοντά στο αρματολίκι του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού– και τελικά μοιάζει να τον κατατρώει σαν τα δύσκολα χρόνια που του έμελλε να ζήσει. «Έχουμε συνηθίσει πλέον να θεωρούμε τα πάντα εφήμερα. Πόσο είναι λάθος!» υπογραμμίζει ο ζωγράφος.
«Στον κόσμο που ζούμε τα πάντα είναι αιώνια. Περισσότερο συνομιλούμε με πεθαμένους και αγέννητους, παρά με ζωντανούς. Από παιδιά κουβεντιάζουμε με φοβερά φαντάσματα και τρομερούς ήρωες. Μέσα από τα παραμύθια ζούμε, έτσι συνέβαινε όταν ήμουν μικρός, έτσι έκαναν και τα παιδιά μου. Και οι ήρωες ζουν μέσα από εμάς. Υπάρχουν όσο τους μνημονεύουμε και τους τιμούμε. Ο Σολωμός και ο Καραϊσκάκης σημαίνουν για μένα ό,τι ο Αχιλλέας και ο Ομηρος: είναι ο ήρωας και ο ποιητής. Ο ένας δεν υπάρχει χωρίς τον άλλο. Ούτε το παρόν χωρίς τη μνήμη. Για να συνεχίσει η φωτιά, πρέπει να φυσήξεις το κάρβουνο και θα πυρώσει πάλι».
Το «γλέντι»
Στο τέλος της διαδρομής βγαίνουμε επιτέλους στο φως: ολόλαμπρο, λούζει μια τεράστια σύνθεση που περιζώνει τον χώρο. Μια ζωφόρος διηγείται με τον τρόπο της ζωγραφικής την ιστορία της κοινότητας, εξιστορεί τη διαδρομή που μας έφερε ώς εδώ. «Είναι ένας δρόμος για να βαδίζει κανείς από το παρελθόν προς το μέλλον», εξηγεί ο ίδιος, και μου δείχνει με χαμόγελο τα επιμέρους κομμάτια της τεράστιας σύνθεσης: κανένα δεν έχει ίδιο μέγεθος με το άλλο, «σαν τα τραπέζια που μαζεύεις ξαφνικά από τα γύρω σπίτια για να στήσεις την τελευταία στιγμή ένα τρικούβερτο γλέντι».
Από την κεφαλή του τραπεζιού, ψηλά, φέγγει μια θλιμμένη «δόξα»: το πορτρέτο της γιαγιάς του ζωγράφου, που κρατάει στην ποδιά της φύλλα δάφνης.
Όπως σκύβει για να μας κοιτάξει, τα δαφνόφυλλα κυλούν από την αγκαλιά της και σκορπίζονται στην αίθουσα. «Μέσα από αυτό που ονομάζουμε Ιστορία, οδεύουμε. Από εκεί ποτίζουμε τις ρίζες μας, για να δούμε τι κλαδιά, τι φύλλα, τι λουλούδια, τι καρπούς θα κάνουμε. Προχωράω μπροστά αντλώντας από το παρελθόν και η ζωγραφική μου και αυτή αρδεύεται συνεχώς από τις ρίζες της».
Η έκθεση διοργανώνεται από το ΕΚΕΠ και το Μουσείο «Μπενάκη», σε επιμέλεια του Μάνου Δημητρακόπουλου και του Κωνσταντίνου Παπαχρίστου.
Τον φωτισμό φρόντισε ο Φίλιππος Κουτσαφτής. Διάρκεια έκθεσης: Έως τις 10 Οκτωβρίου.
Μάρω Βασιλειάδου – kathimerini.gr
Σχετικά Άρθρα
Ανοιχτό Θέατρο Αγρινίου: Δίνει την ευκαιρία σε άνδρες και γυναίκες να ασχοληθούν με τον χώρο
Αγρίνιο – «Photopolis»: Προβολή μαθητικών ταινιών μικρού μήκους
Σπεράντζα Βρανά: Άγνωστες πτυχές από τη ζωή της Μεσολογγίτισσας ηθοποιού