Η Κάτια Γέρου στο Antenna-Star.gr: «Ζούμε όλοι κλεισμένοι στους εαυτούς μας»

Είναι από το Αγρίνιο. Είναι μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του Ελληνικού θεάτρου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Υπήρξε η αγαπημένη ηθοποιός και πρωταγωνίστρια του Κάρολου Κουν, καθώς και του συνεχιστή του, Γιώργου Λαζάνη. Υπηρέτησε την τέχνη του θεάτρου με συνέπεια, αφοσίωση, έρωτα, πάθος και «μανία», όπως αναφέρει η ίδια, στη σημερινή της συνέντευξη στα μέσα ενημέρωσης του «Αγρίνιο 365» (AgrinioTimes.gr και AntennaStar.gr), μια τέχνη που έχει υπογραμμίσει με ανεξίτηλο μελάνι το όνομά της στο κέντρο της σκηνής. Μαζί μας σήμερα η κ. Κάτια Γέρου.

Λευτέρης Τηλιγάδας


Η Κάτια Γέρου γεννήθηκε στο Αγρίνιο και η πρώτη επαφή με το θέατρο ήταν η παράσταση του «Κύκλου με την Κιμωλία» του Μπρεχτ με το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η παράσταση ανέβηκε και στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, Ιθάκη 1975, στο οποίο η Κάτια Γέρου τιμήθηκε με βραβείο ερμηνείας Α’ γυναικείου ρόλου. Από το 1976 έως το 1979 σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και το μεγαλύτερο μεγαλύτερο διάστημα εργάστηκε στο Θέατρο Τέχνης (Αρχαίο Δράμα, κλασσικό και σύγχρονο ρεπερτόριο) σε σκηνοθεσίες Κ. Κουν και Γ. Λαζάνη και διδάσκει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τους σκηνοθέτες Μ. Λυμπεροπούλου, Μ. Κουγιουμτζή, Κ. Καπελώνη, Θ. Γράμψα, Α.Τομπούλη, Ν. Κοντούρη, Ν. Μαστοράκη, Β. Νικολαΐδη   Σ. Στρούμπο, Μ. Κάλμπαρη, Π. Δεντάκη, Β. Μαυρογεωργίου. Και με τον Κ. Κατζουράκη (4 Εικαστικά δρώμενα και 4 ταινίες μεγάλου μήκους).

Για την ταινία «Μικρές Εξεγέρσεις» πήρε το βραβείο ερμηνείας πρώτου γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου, του Μαρόκο το 2007. Για την ταινία USSAK της απονεμήθηκε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο London Greek Film Festival 2019. Το 2011 κυκλοφορεί το βιβλίο της πάνω στην τέχνη του ηθοποιού με τίτλο «Αλλάζοντας τους παλμούς της καρδιάς», από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.

Κυριότεροι ρόλοι

ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ: Τρωαδίτισσες – Ευριπίδη, Κασσάνδρα, Σκηνοθεσία Κ. Κουν | Ορέστεια – Αισχύλου Κασσάνδρα – Αθηνά – Κορυφαία Σκηνοθεσία Κ. Κουν | Ηλέκτρα – Σοφοκλή Χρυσόθεμις Σκηνοθεσία Κ. Κουν | Ιφιγένεια εν Αυλίδι – Ευριπίδη Ιφιγένεια Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Τρωαδίτισσες – Ευριπίδη Κασσάνδρα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Αλκηστις – Ευριπίδη Αλκηστις Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Οιδίπους επί Κολωνώ – Σοφοκλή Ισμήνη Σκηνοθεσία Μ. Κουγιουμτζής

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ: Δεσποινίς Τζούλια-Σουάνεβιτ – Αυγ. Στρίντμπεργ Τζούλια – Σουάνεβιτ Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Το Πάρκο – Μπότο Στράους Τιτάνια Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Παραθεριστές – Μάξιμ Γκόρκι Βαρβάρα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Ριχάρδος Γ’ Σαίξπηρ Λαίδη Άννα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Όπως σας αρέσει – Σαίξπηρ Ροζαλίντα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Μίννη η Αθώα – Μάσιμο Μποντεμπέλλι Μίννη Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Κάθε Γύμνια θα τιμωρείται – Νέλσον Ροντρίγκες Ζενή | Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Γκλορίνια – Νέλσον Ροντρίγκες Ζουλμίρα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Καταιγίδα – Αυγ. Στρίντμπεργκ Γκέρντα Σκηνοθεσία Μ. Λυμπεροπούλου | Εξέγερση – Βιλιέ ντε Λ’ιλ Αντάμ Ελισσάβετ Σκηνοθεσία Μ. Λυμπεροπούλου | Λευκός γάμος – Τ. Ρούζεβιτς Μπιάνκα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Θεϊκά λόγια – Βάλλιε Ινγλάν Σιμωνίνα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Δίχως να ξέρεις πώς – Λ. Πιραντέλλο Βεατρίκη Ντάντι | Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Happy End – Μπρεχτ-Βάιλ Λίλιαν Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Τρεις Αδελφές – Αντόν Τσέχωφ Μάσα Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Βασιλιάς Λήρ – Σαίξπηρ Κορντέλια Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Βοϊτσεκ – Γκέοργκ Μπύχνερ Μαρία Σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης | Μεγάλο και μικρό – Μπότο Στραόυς Λόττε Σκηνοθεσία Θ. Γράμψας | Τransit (καμπαρέ) Σκηνοθεσία Θ. Γράμψας | Η Πολωνέζα του Ογκίνσκυ – Ν. Κολιάντα Τάνια Σκηνοθεσία Ν. Κοντούρη | Όνειρο Καλοκαιρινής νύχτας – Σαίξπηρ Τιτάνια Σκηνοθεσία Ν. Μαστοράκης | Πέντε σιωπές – Σ. Στήβενσον Μαίρη Σκηνοθεσία Α. Τομπούλη | Από της ζωής τα μέρη χάθηκαν οι ποιητές – Αποσπάσματα από έργα των Τ. Ουίλιαμς, Ζ. Ανούιγ, Μπ. Μπρεχτ, Φ. Λόρκα Σκηνοθεσία Β. Νικολαΐδης | Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα – Ράσσελ Ρίτα Σκηνοθεσία Β. Νικολαίδης | Περιμένοντας το Γκοντό – Σ. Μπέκετ Εστραγκόν Σκηνοθεσία Κ. Καπελώνης | Λεωφορείο ο Πόθος – Τ. Ουίλιαμς Μπλάνς Σκηνοθεσία Β. Νικολαΐδης | Ισμήνη – Γ. Ρίτσος Σκηνοθεσία Α. Τομπούλη | Ντοκουμέντο (Καμπαρέ) Σκηνοθεσία Σ. Στρούμπος | La Strada – Τζελσομίνα Σκηνοθεσία Β.Νικολαΐδης | Δεν πληρώνω – Δεν πληρώνομαι Ντάριο Φο Σκηνοθεσία Παντελής Δεντάκης | Οι Δούλες Ζαν Ζενέ Σκηνοθεσία Μ. Κάλμπαρη | Κόντρα στη ελευθερία  Ε. Σολέρ Σκηνοθεσία Β. Μαυρογεωργίου

Πήρε μέρος σε τέσσερα εικαστικά θεατρικά δρώμενα του Κυριάκου Κατζουράκη: 1. Τέμπλο – κείμενο Κυριάκου Κατζουράκη, 2. Προσωπογραφία – κείμενο Διονύση Καψάλη, 3. Ο δρόμος προς την δύση – κείμενο Μάρως Δούκα «Σας αρέσει ο Μπράμς;», 4. Καμπαρέ «Του δρόμου»

ΤΑΙΝΙΕΣ: Οι Ώρες της Αντουανέτας Αγγελίδη, Όνειρο σε άσπρο φόντο του Δημήτρη Σπύρου, Η σκόνη που πέφτει του Τάσου Ψαρρά, Ο Δρόμος προς την Δύση του Κυριάκου Κατζουράκη, Γλυκιά μνήμη του Κυριάκου Κατζουράκη, USSAK του Κυριάκου Κατζουράκη

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: «Ο Θησαυρός της Αγγελίνας» Τηλεοπτική παραγωγή της ΝΕΤ σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά

 

Κάτια Γέρου:
Φοβάμαι την απόσταση που βαθαίνει
όταν βγαίνουν οι μάσκες

 

 

 

Λ.Τ.: κ. Γέρου, να ξεκινήσουμε από την ιδιαίτερη πατρίδα: το Αγρίνιο. Μέχρι ποια ηλικία ζήσατε στη γενέθλια πόλη;

Κ.Γ.: Στο Αγρίνιο έζησα μέχρι τα δεκάξι μου χρόνια και πήγα έως και την τέταρτη τάξη του μοναδικού εκείνη την εποχή Γυμνασίου Θηλέων. Τις δύο τελευταίες τάξεις τις τελείωσα στην Αθήνα, όπου μετακόμισα με την οικογένειά μου.

Λ.Τ.: Ποια ήταν η πρώτη σας γνωριμία με το θέατρο; «Πότε άναψε η σπίθα του θεάτρου», που λέει και το στερεότυπο;

Κ.Γ.: «Σπίθα» για το θέατρο δεν υπήρξε καμία. Έτσι κι αλλιώς μέχρι τα δεκάξι μου χρόνια δεν είχα δει ούτε μία θεατρική παράσταση. Κι όταν έρχονταν κάποιος θίασος στο Αγρίνιο, «αραιά και που», που λένε, τα οικονομικά ήταν τέτοια, που δεν μας επέτρεπαν να πάμε στην παράσταση. Η μόνη μου επαφή με το θέατρο ήταν το θέατρο στο ραδιόφωνο, το περίφημο εκείνο «Θέατρο της Δευτέρας», το οποίο ήταν τόσο σημαντικό ως άκουσμα στην εφηβεία μου. Ούτε που μου είχε περάσει όμως από το μυαλό να γίνω ηθοποιός…

Με το θέατρο ασχολήθηκα μετά την εισαγωγή μου στη Νομική των Αθηνών. Εκεί υπήρχε μια αξιόλογη ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, της οποίας έγινα μέλος, όχι για να γίνω ηθοποιός, αλλά για να μορφωθώ… Να μάθω «από μέσα», δηλαδή, τι είναι αυτό, που λέγεται θέατρο.

Η επιλογή αυτή ήταν απόρροια μιας έφεσής μου, μια διαρκούς αναζήτησης θα έλεγα, για όλο και περισσότερο μάθηση. Είχα μια μανία με το διάβασμα, ξέρετε. Κάπως έτσι βρέθηκα στο θεατρικό τμήμα της σχολής, λοιπόν και πήρα μέρος στην πρώτη μου παράσταση. Αυτή ήταν ο «Κύκλος με την κιμωλία» του Μπρέχτ, η οποία συμμετείχε εκείνο το καλοκαίρι στο φεστιβάλ του ερασιτεχνικού θεάτρου της Ιθάκης. Εκεί πήρα και το πρώτο μου βραβείο για την ερμηνεία μου στο ρόλο της Γρούσας σε ηλικία μόλις δεκαεννέα ετών και μάλιστα χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία.

Η παράσταση αυτή, καθώς και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μεταπολίτευσης, της έντονης πολιτικοποίησης, δηλαδή, της ενεργής κοινωνικοποίησης της νεολαίας και των κινημάτων εκείνης της εποχής με οδήγησε σε πρωτόγνωρους δρόμους έκφρασης και συμμετοχής στο πολιτικό και κοινωνικό «γίγνεσθαι» και σε συναντήσεις ιδέες και παρέες εξαιρετικά ελκυστικές για μένα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξουν οι προτεραιότητές μου.

Παρά το γεγονός ότι είχα μπει ως αριστούχος με υποτροφία στη Νομική, το ενδιαφέρον μου άρχισε σιγά – σιγά να μετατοπίζεται από τη νομική επιστήμη. Παρόλα αυτά «την πήγα» τη Νομική μέχρι το πτυχίο και εκεί… την άφησα να με αφήσει. Ήταν βλέπεις και η προτροπή των ανθρώπων γύρω μου: «Αφού έτσι κι αλλιώς τα καταφέρνεις στο θέατρο, γιατί δεν πας και να το σπουδάσεις»;

Κάπως έτσι πήρα την απόφαση και πήγα στο «Θέατρο Τέχνης». Μην φανταστείς όμως… Τα πρώτα χρόνια το έκανα από ενδιαφέρον και περιέργεια…

Σιγά – σιγά οικοδομήθηκε η αγάπη μου γι’ αυτή τη μορφή της έκφρασης, που αργότερα έγινε λατρεία και μετέπειτα μανία για την όλο και μεγαλύτερη αναζήτηση και οικειοποίηση των εργαλείων εκείνων που συνθέτουν τις δυνατότητες της θεατρικής έκφρασης.

 

 

Λ.Τ.: Εκτός από το «Θέατρο Τέχνης» είχατε δώσει εξετάσεις και στο «Εθνικό», κ. Γέρου;

Κ.Γ.: Όχι, ποτέ. Αυτό ήταν κάτι που γράφτηκε κάπου, αλλά δεν είναι αλήθεια. Το έχω ακούσει κι εγώ, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Λ.Τ. Η συμμετοχή σας όλα αυτά τα χρόνια στο «Θέατρο Τέχνης» σας έφερε πολύ κοντά με μια σημαντική προσωπικότητα του θεάτρου της χώρας μας, την πιο σημαντική της σύγχρονης Ελλάδας, κατά την εκτίμηση πολλών, αλλά και το εξωτερικό: τον Κάρολο Κουν. Η εμπειρία σας από αυτή τη συνάντηση πόσο σημαντική ήταν για σας;

Κ.Γ. Ένα πολιτιστικό σοκ ήταν για μένα αυτή η συνάντηση. Δεν χόρταινα να ζω και αφομοιώνω καθημερινά μικρά θαύματα. Είχα την τύχη να βρίσκομαι στη θεατρική αγκαλιά ενός δασκάλου και καθοδηγητή, ενός εμπνευσμένου και παθιασμένου ανθρώπου, ο οποίος κατάφερνε να ισορροπεί ανάμεσα σε μια απίστευτη τρυφερότητα υψηλής ποιότητας και μια καταλυτική αυστηρότητα εξαιρετικής φροντίδας στη σχέση του με τους μαθητές του. Είναι ένας συνδυασμός, που για μένα πρέπει να έχει κάθε παιδαγωγός, κάθε σκηνοθέτης, κάθε άνθρωπος που συναντιέται με την αλήθεια του με τους άλλους ανθρώπους.

Η συνύπαρξη και των δύο αυτών καταστάσεων ήταν εκείνη, που με οδηγούσε, σε κάθε ζεστό «μπράβο» του, να ανοίγω τα φτερά μου και να γίνομαι ακόμα πιο σίγουρη για την παραπέρα άγνωστη διαδρομή. Μόνο έτσι ανοίγουν οι ορίζοντες και πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες.

Κάθε παράσταση για τον Κουν ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη διδαχή αυτού του δασκάλου κι αυτό εισπράξαμε όλοι όσοι είχαμε την ευτυχία να είμαστε μαθητές του. Το ίδιο συνέχισε να συμβαίνει και με το Λαζάνη… Γιατί κάποια πράγματα δεν είναι καθόλου τυχαία στη ζωή. Και ο Δάσκαλος και ο μαθητής του και μετέπειτα δάσκαλος Γιώργος Λαζάνης ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι σε αυτό που έκαναν… Δεν ήταν της άποψης πως, ό,τι κάνουμε το κάνουμε γιατί αυτό είναι το επάγγελμά μας, επειδή με αυτό βιοποριζόμαστε και δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία, αν καμιά φορά διεκπεραιωθεί κιόλας. Στο «Θέατρο Τέχνης» και εγώ και όλοι όσοι το υπηρετήσαμε δεν υπήρξαμε μάρτυρες καμίας διεκπεραίωσης.

Λ.Τ.: Αν σας ρωτούσα να διαλέξετε δυο τρεις σημαντικές δημιουργικές στιγμές σ’ αυτή τη ουσιαστική διαδρομή σας στο «Θέατρο Τέχνης», ποιες θα ήταν αυτές;

Κ.Γ. Προτιμώ να διαλέξω μία. Και αυτή ήταν η πρώτη μου φορά. Θα σας πω γιατί…

Ήταν μόλις είχα τελειώσει το τρίτο έτος της σχολής και το ίδιο καλοκαίρι κλήθηκα να συμμετάσχω στις «Τρωάδες», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν στην Επίδαυρο, για να υποδυθώ το ρόλο της Κασσάνδρας.

Όπως καταλαβαίνετε ήταν πέρα από κάθε φαντασία για μένα. Να φανταστείτε ότι στην Επίδαυρο είχα πάει μισή φορά μέχρι τότε. Τα ερωτήματα μέσα μου πολλά και η αγωνία ακόμα μεγαλύτερη. Πώς θα στεκόμουν όρθια και συνεπής απέναντι σε αυτή την πολύ μεγάλη πρόκληση; Με την καθοδήγηση όμως του Κουν και με τη δική μου εργατικότητα έκανα το καλύτερο δυνατόν χωρίς ταυτόχρονα να μπορώ να ξεχάσω και ποτέ, την οδυνηρή διαδικασία να «σταθώ στα πόδια μου», παίζοντας για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, πρώτη φορά τραγωδία, σε ένα τόσο δύσκολο ρόλο, κάτω από την μπαγκέτα ενός τέτοιου θεατρανθρώπου… Αυτό ήταν για μένα μια πολλή μεγάλη υπέρβαση την οποία όφειλα να τολμήσω.

Αυτή την παράσταση και αυτή τη διαδικασία από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωσή της δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ούτε τον κόπο της πρόβας θα ξεχάσω ποτέ, ούτε την αγωνία των παραστάσεων. Ήταν ένας άλλος κόσμος, ένα άλλο σύμπαν. Εκεί κατάλαβα πόσο σπουδαία δουλειά μπορεί να γίνει, πόσο σπουδαία δουλειά είναι η τέχνη του θεάτρου, αν κανείς την υπηρετεί με φιλότιμο και με αγάπη.

Από κει και μετά, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ρόλους. Ίσως, γιατί αγαπώ όλους τους ρόλους μου. Και τους καλούς και τους μέτριους.

Το «να σπας τα μούτρα σου» σε ένα υλικό που είναι τόσο αέρινο και δύσκολο στη διαχείρισή του, την ώρα μάλιστα που έχεις προσπαθήσει τόσο πολύ για να το κατακτήσεις δεν είναι δυνατόν να το αρνηθείς, επειδή το αποτέλεσμά του δεν είναι τόσο ικανοποιητικό, όσο οι προσδοκίες σου γι’ αυτό. Ούτε τον κόπο του μπορείς να αρνηθείς, ούτε την διαδρομή μέχρι την τελική κατασκευή του.

Όπως οι αθλητές, έτσι και οι ηθοποιοί, σιγά – σιγά δυναμώνουν τους μυς της ψυχής και των αισθήσεων, έως ότου καταφέρουμε να φτάσουμε αν όχι σε ένα επιθυμητό, τουλάχιστον σε ένα αποδεκτό αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όσα χρόνια και να περάσουν, όση εμπειρία και να έχει μαζευτεί πάντα υπάρχει η πιθανότητα, η τελική μεταμόρφωση του ηθοποιού στο πρόσωπό που υποδύεται να είναι χαμηλότερη της προσδοκίας. Το θέατρο, ξέρετε, είναι μια δύσκολη τέχνη. Αυτό με κάνει να λέω, ότι όλοι οι ρόλοι που έχω «φορέσει»  πάνω στο θεατρικό σανίδι, είναι όλοι τους παιδιά μου, είτε είναι πολύ καλοί είτε καλοί είτε μέτριοι. Τους αγκαλιάζω όλους και νοιώθω ευγνώμων που έζησα μαζί τους.

Λ.Τ.: Σήμερα, κ. Γέρου, τι είναι εκείνο που αγγίζει και ξεσηκώνει τη θεατρική σας συνείδηση και σας οδηγεί στο να κάνετε πράγματα; Αναφέρομαι στην εποχή πριν τον αναγκαστικό εγκλεισμό όλων μας.

K.T.: Θα σας πω. Πριν την πανδημία είχα στήσει μια παράσταση με ένα κείμενο που έσβησα και έγραψα ξανά και ξανά αρκετές φορές πάνω στη φόρμα του καμπαρέ. Το καμπαρέ είναι μια φόρμα της θεατρικής πράξης που αγαπάω πολύ, γιατί συνδυάζει το χιούμορ με την τραγικότητα, το καραγκιοζιλίκι με τη σοβαρότητα, τις συνεχείς μεταμορφώσεις του ψέματος με τη συγκλονιστικά ρεαλιστική απεικόνιση της αλήθειας. Ο τίτλος και του έργου και της παράστασης ήταν «Stand up tragedy». Βρήκα ένα χώρο που δεν ήταν θέατρο, αλλά φιλοξενούσε διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, φτιάξαμε με τρεις – τέσσερις φίλους κάποια πράγματα που χρειαζόμασταν, ψάξαμε μόνοι μας και βρήκαμε κουστούμια, «εκ των ενόντων», που λένε, παίξαμε τρεις φορές και μετά ξεκίνησε… το πρώτο lockdown.

 

 

Σήμερα θυμάμαι συχνά εκείνη τη μεγάλη χαρά που είχα εκείνο το τριήμερο, γιατί παρόλο που δεν είχα τίποτα στα χέρια μου σαν υποδομή και σαν υποστήριξη, μαζευτήκαμε πεντέξι φιλαράκια και φτιάξαμε μια παράσταση με το μόνο προικιό που είχαμε, το μόνο πλούτο που διαθέταμε.

Και ποιος ήταν αυτός ο πλούτος; Η δεξιότητά  μας.

Βάλαμε λοιπόν στο κοινό ταμείο το «κεφάλαιό» μας, τις δεξιότητές μας, δηλαδή: ο Λεωνίδας (Μαριδάκης)​ τη μουσική του, η Κατερίνα (Σωτηρίου) τα κουστούμια, ο Κυριάκος (Κατζουράκης) τη σκηνοθεσία, ο Νίκος (Πολίτης) τη διαμόρφωση του χώρου και η Μυρτώ (Γράψα) την κίνηση και δημιουργήσαμε μια παράσταση δικιά μας… με τον κόπο και την ευαισθησία όλων μας. Αυτό με ξεσηκώνει σήμερα θεατρικά.

Λ.Τ.: Αυτά τα «κεφάλαια», κ. Γέρου, αυτά τα «ζωντανά κεφάλαια, που κουβαλούν μέσα στις θυρίδες της ψυχής τους όλοι άνθρωποι της καλλιτεχνικής σας αξίας, αυτά τα μαζεμένα σταγόνα – σταγόνα «κεφάλαια» από το περίσσευμα του κόπου της ψυχής στην προσπάθειά της να αρθρώσει το δικό της λόγο ύπαρξης, μέσα και γύρω από ανθρώπους ανοιχτούς στις ταλαντώσεις της επικοινωνίας και της έκφρασης, αυτά τα «κεφάλαια» που παραμένουν ανεκτίμητα από τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, που δεν πιστώνονται, αλλά καταβάλλουν το τίμημα στους «εργάτες των καιρών», αυτά τα «κεφάλαια» που κουβαλούν το βάρος και την αλαφράδα των ημερών στους ώμους χωρίς βαρυγκόμια, είναι σίγουρα τα πιο γερά θεμέλια, για να στηρίξουν τα όνειρα και τις αναζητήσεις των δημιουργών τους πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα από τα κεφάλαια «των τοκογλύφων του πολιτισμού» και των αγορών τους.

Κ.Γ.: Είναι πολύ γλυκό αυτό που λέτε, αλλά και ένα μικρό κεφάλαιο από αυτά τα τελευταία, δεν θα έβλαπτε…  

Λίγο, ρε παιδί μου… Δεν ζητάει κανείς, ούτε περιστρεφόμενες σκηνές, ούτε τεράστιους  χώρους.

Αλλά να… Να γίνονται τα πράγματα με μια στοιχειώδη άνεση. Να μην απαιτείται πάντα τόσο πολύ «σάρκα» για να γίνουν οι δουλειές.

Πάντα γύρω μου βλέπω να γίνονται οι δουλειές με «σάρκα» από τη σάρκα μας και «αίμα» από το αίμα μας. Να, την τελευταία ταινία του Κατζουράκη, το «Ussak», το κάναμε ματώνοντας, μέσα σε αντίξοες συνθήκες… Αλλά παρόλα αυτά άξιζε τον κόπο.

 

Λ.Τ.: Η αναδουλειά, κ. Γέρου, «βγάζει πολύ λάσπη στο δρόμο» και αυτή την περίοδο το θέατρο «αργεί». Βρήκε λοιπόν ευκαιρία το κακό πρόσωπο του θεάτρου να κάνει πρεμιέρα, ανεβάζοντας μια φρικώδη παράσταση. Ποιες οι σκέψεις σας για όλη αυτή την όζουσα ατμόσφαιρα του θεάτρου;

Κ.Γ.: Σε καμιά περίπτωση αυτή η ατμόσφαιρα δεν αφορά μόνο το θέατρο. Είναι κοινωνικό στίγμα των ημερών και διατρέχει, δυστυχώς, όλη την κοινωνία μας.

Όταν κακοποιείται ή βιάζεται ή σκοτώνεται μια γυναίκα και βλέπεις παντού στο διαδίκτυο κακεντρεχή σχόλια, είναι ένα γεγονός που τα λέει όλα.

Ο κοινωνικός ιστός σήμερα έχει διαρραγεί. Η πνευματικότητα έχει διαρραγεί. Και έτσι ανεβαίνουν στην επιφάνεια τα πιο σκοτεινά κομμάτια των ανθρώπων, τα οποία τις πιο πολλές φορές δρουν ανεξέλεγκτα.

Όλο αυτό, μόνο πολύ μεγάλη θλίψη μπορεί να προκαλέσει. Και για τον πόνο των ανθρώπων και γι’ αυτή τη διαρκή ενασχόληση με το σκοτάδι. Μόνο η ελπίδα διασώζεται κι αυτή με πολλά ερωτηματικά. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι η κοινωνία να βρει κάτι το υγιές και αυθεντικό, να βρει μια λαχτάρα για τη χαρά της ζωής, μια ζωή αρμονική, που να αντλεί την πραγματικότητά της από την ομορφιά και το φως κι όχι από το σκοτάδι των ημερών, για να ζήσουν οι άνθρωποι φωτεινές ζωές, για να μπορούν να στέρξουν και να βοηθήσουν  τον διπλανό τους…

Τόσο δύσκολο είναι να το ξαναβρούμε αυτό;

Αυτή τη στιγμή φαίνεται αρκετά δύσκολο. Ζούμε όλοι κλεισμένοι στους εαυτούς μας με τα αισθήματα της αντιπαλότητας να γεννούν «τζάμπα νεύρα»… Λείπει ένα όραμα, ένα όραμα που να κάνει τον κόσμο μας κατοικήσιμο πάλι, για να μην είναι η ζωή μεροδούλι  μεροφάι, να μην εξαντλείται στο πώς θα βρει χρήματα για να πληρώσει τους λογαριασμούς. Αν η ζωή μείνει εκεί, καήκαμε.

Πόσο λαχταράμε αλήθεια έναν άλλο κόσμο. Έχει κολλήσει χρόνια τώρα η βελόνα στη φράση «η γενιά του ’30… και η γενιά του ‘30». Στο κάτω – κάτω της γραφής θαρρώ πως δεν έχει και τόση σημασία αν είναι κανείς αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Εγώ θα μπορούσα να αυτοπροσδιοριστώ ως απαισιόδοξη, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με τραβάει προς τα πίσω, ούτε διαθέτω μία κρυστάλλινη σφαίρα για να προβλέψω πώς θα πάνε τα πράγματα.

Θαρρώ πως εκείνο που μας μένει είναι να ξαναβρούμε τη διάθεσή μας για βελτίωση, για εργασία, για χαμόγελο.

Ξέρετε πόσες φορές νοιώθω μια φοβερή θλίψη και μελαγχολία όταν βλέπω καμιά φορά κάποιο ντοκιμαντέρ του ‘50 του ‘60, που οι αγρότες αγαπούν τα προϊόντα τους λέω μέσα μου: Κοίτα να δεις, υπάρχει η άλλη Ελλάδα της ελπίδας και της δημιουργίας. Δυστυχώς, λόγω γενιάς είμαι καταδικασμένη να σέρνομαι  πίσω από το άρμα της νοσταλγίας για μια άλλη Ελλάδα, μια άλλη ζωή.

Λ.Τ.: Πόσο πρόσφυγες νοιώθουμε σήμερα μέσα στους εαυτούς μας κ. Γέρου;

Κ.Γ.: Σίγουρα νοιώθουμε πρόσφυγες. Πολλές φορές… όσα καλά συναπαντήματα και να έχουμε στη ζωή μας, όσο και αν κύκλος γύρω μας είναι μικρός.

Θεωρώ ότι έχουμε στερηθεί την ευρύτερη πόλη μας. Πάει να πει τις συλλογικότητες, τη γειτονιά, τη συναδελφικότητα μέσα στη δουλειά.

Υπήρχαν μεγάλες οάσεις οξυγόνου κάποτε. Σήμερα είναι πολύ κατακερματισμένες οι δυνάμεις όλων μας. Μου τυχαίνει πολλές φορές να διαβάσω ένα μικρό κείμενο ή ένα άρθρο ή να ακούσω μία μουσική ή να δω ένα βιντεάκι και να πω: «Βρε παιδί μου, τι ωραίο είναι αυτό». Μακάρι να τον ήξερα αυτόν τον άνθρωπο να του πω, ένα «μπράβο φίλε». Σήμερα ο καθένας μας είναι μόνος του.

Ναι, νοιώθουμε πρόσφυγες, γιατί όσα smartfones και να αποκτήσουμε, καθώς και ένα σωρό άλλα γκατζετάκια δεν θα μπορέσουμε να παρηγορηθούμε και να γεμίσουμε αυτό το κενό, που διψάει για επικοινωνία και ανταλλαγή, που διψάει για συντροφικότητα και όχι για αλληλοεκτοξευόμενες ύβρεις. Δεν γίνεται να είναι πατρίδα μας, μιας και μιλήσαμε για προσφυγιά, αυτή πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα έπρεπε να ήταν κάπως αλλιώς. Πότε ήταν αλλιώς, δεν ξέρω. Εδώ θα βάλω ένα τεράστιο ερωτηματικό. Απλά… Επιστρέφοντας χρόνια πριν, αν και έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε το παρελθόν μας, νοιώθω ότι τότε υπήρχαν πράγματα που μας κρατούσαν πιο υγιείς… Σήμερα δεν υπάρχουν.

Έτσι νομίζω…

Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη.

 

 

Λ.Τ.: κ. Γέρου, πριν από λίγα χρόνια συνεργαστήκατε με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Θέλετε να μου πείτε το αποτύπωμα που έχει αφήσει μέσα σας αυτή η συνεργασία; Πόσο σημαντική είναι η λειτουργία των ΔΗΠΕΘΕ, όχι μόνο για την περιφέρεια;

Κ.Γ.: Θυμάμαι πάντα τον πολυαγαπημένο μου φίλο, τον αείμνηστο Βασίλη Νικολαΐδη, γιατί αυτός με ξανάφερε σε επαφή με την πόλη μου, με εκείνη την πρόταση συνεργασίας που μου έκανε.  Μια συνεργασία που κράτησε δύο χειμώνες και κάτι. Ένοιωθα τόσο ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, που πάντα του το έλεγα. Είχαμε κάνει και όμορφες δουλειές

Η επιστροφή μου αυτή στο Αγρίνιο με έκανε και χάρηκα πάρα πολύ. Είδα παλιούς συμμαθητές, είδα συγγενείς, πήγα έξω από το πατρικό μου σπίτι και το κοίταζα με τις ώρες. Πήγα στο Δημοτικό μου Σχολείο, στο Δεύτερο… και καθόμουν κάνοντας ένα  τσιγαράκι.

Λ.Τ.: Πού ήταν κ. Γέρου το πατρικό σας;

Κ.Γ.: Δέσπως Μπότση, απέναντι από τον Άγιο Χριστόφορο.

Λ.Τ.: Να πούμε δυο πράγματα και για το θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ;

Κ.Γ.: Ο θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να συνεχιστεί. Γιατί, αν αυτός εκλείψει, τότε οι ευκατάστατοι άνθρωποι της επαρχίας θα ανεβαίνουν στην Αθήνα, για να δουν μια παράσταση και όλοι οι άλλοι δεν θα βλέπουν τίποτα.

Λ.Τ.: Ή θα κατεβαίνουν στην επαρχία μόνο «ευκατάστατα θεάματα».

Κ.Γ.: Σωστό κι αυτό.

Όσο πιο ισχυρός είναι ο θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ και όσες πιο καλές παραστάσεις ανεβάζουν, τόσο πιο πολύ θα τροφοδοτείται το άνοιγμα της αντίληψης και της αίσθησης του κόσμου. Μια καλή παράσταση ξαναβάζει μέσα μας τα πράγματα σε τάξη, έτσι ώστε αυτά να ξαναγίνουν ικανά να αγκαλιάσουν και να αναδείξουν τα πιο ανθρώπινα και αληθινά χαρακτηριστικά μας. Αυτό κάνει το καλό θέατρο.

Επομένως τα ΔΗΠΕΘΕ πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν θεωρώ ότι μπορεί κάποιος να ισχυριστεί το αντίθετο.

Λ.Τ.: Επιχειρώντας μια συμπερίληψη των καιρών που ζούμε, ποιες είναι οι σκέψεις σας για όλα όσα ζούμε σήμερα; Αντιλαμβάνομαι ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί ένα δοκίμιο και μάλιστα εκτενές. Θα ήθελα όμως να απαντήσετε κάπως περιεκτικά και να σκιαγραφήσετε αυτό, που εσείς έχετε «εισπράξει» από τη μέχρι τώρα διαδρομή σας.

Κ.Γ.: Φοβάμαι την απόσταση που βαθαίνει, όταν βγαίνουν οι μάσκες. Την φοβάμαι αυτή την απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους. Και φοβάμαι πάρα πολύ να μην χειροτερέψουν τα οικονομικά. Και τα δύο αυτά τα τρέμει η ψυχή μου.

Αν από τώρα, που είμαστε έγκλειστοι, δεν αρχίσουμε να δυναμώνουμε λίγο είτε με το φιλότιμό μας είτε με την κουβέντα που θα κάνουμε με κάποιον δικό μας άνθρωπο και αφεθούμε να πλαδαρέψουμε και γεμίσουμε με τρόμο για το μέλλον, καήκαμε. Το θέμα είναι να ανησυχείς για τα «στραβά», που μπορούν να έρθουν, αλλά να μην κωλώνεις μπροστά τους.

Ναι, μπορεί να στραβώσουν ακόμα πιο πολύ τα πράγματα… Μπορεί να υπάρχουν στερήσεις δικαιωμάτων, μπορεί να αφαιρεθούν εργασιακά δικαιώματα, όλα αυτά μπορεί να γίνουν…

Αυτός όμως θα είναι ο δικός μας αγώνας για να μην το επιτρέψουμε, ο δικός μας «πόλεμος».


Λευτέρης Τηλιγάδας
«Agrinio365» Media Group | Antenna-Star.gr – AgrinioTimes.gr

Υστερόγραφο: Η Κάτια Γέρου μαζί με τον σύντροφο της ζωής της Κυριάκο Κατζουράκη διατηρούν έναν ιστότοπο έκφρασης και πολιτισμού στον οποίο κοινοποιούν τις σκέψεις και το ψηφιακό αποτύπωμα της δουλειάς τους. όσοι επιθυμούν να τον επισκεφτούν μπορούν να τον δουν στο παρακάτω link: simatakapnou.art