Χρήστος Γαρουφαλής: «Σιγά-σιγά έπαψε να με ξεγελά η επιφάνεια της ζωγραφικής, διαισθανόμουν ότι η ουσία κρύβεται αλλού… Έτσι άρχισα να αναζητώ μια ζωγραφική λιτότητα η οποία θα με οδηγήσει στη πνευματική διάσταση του έργου έστω κι αν αυτό απεικονίζει μια νεκρή φύση. Να εστιάζω σ’ αυτά που μέχρι τώρα κοίταζα χωρίς να βλέπω, σε αντικείμενα φορτωμένα μνήμες. Μήπως και η πρωταρχική μου ανάγκη επικοινωνίας μετουσιωθεί σε «αντίσταση βλέμματος» για τη σύγχρονη όρασή μας κι «αφύπνιση μνήμης» για το αύριο…»
Έχει χαρακτηριστεί ως «ο ζωγράφος της καρδιάς μας». Ίσως γιατί καταφέρνει να φέρει στη ζωγραφική του την ποίηση και το όνειρο. Ίσως γιατί πετυχαίνει να διεγείρει το συναίσθημα, είτε εστιάζοντας σε μικρά, ταπεινά αντικείμενα της καθημερινότητας, φορτισμένα με μνήμες της ελληνικής ζωής και παράδοσης, είτε αποκαλύπτοντας την εσωτερική αλήθεια μέσω του βλέμματος, το οποίο γίνεται παράθυρο και καθρέφτισμα ψυχής. Ίσως γιατί τα έργα του αποπνέουν αρμονία, θαλπωρή, απτότητα και αμεσότητα, αναδεικνύοντας παράλληλα ταλέντο, δεξιοτεχνία και ευαισθησία.
Ο λόγος για τον ζωγράφο και Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εικαστικού Εργαστηρίου και της Δημοτικής Πινακοθήκης Αγρινίου κ. Χρήστο Γαρουφαλή, ο οποίος στο πλαίσιο της «Συνέντευξης της Δευτέρας» για τις ιστοσελίδες του Agrinio365 Media Group (Antenna-Star.gr και AgrinioTimes.gr) μας μιλά «από καρδιάς»..!!
Ο Χρήστος Γαρουφαλής γεννήθηκε το 1959 στο Αγρίνιο. Καλλιτέχνης της γενιάς του ’90 με σπουδές σχεδίου και ζωγραφικής στην Αθήνα, ανήκει στην ομάδα των νεο-παραστατικών ζωγράφων.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε 10 ατομικές εκθέσεις («άμπελος», «μήνες-μνήμες», «ανθρώπων βλέμματα», «καφές ελληνικός»), ενώ συμμετείχε σε περισσότερες από 75 ομαδικές σε Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αγγλία, Γιουγκοσλαβία, Γερμανία, Ιαπωνία κ.α.
Είναι μέλος του Ε.Ε.Τ.Ε.
Το 2005 κυκλοφόρησε από τα ΕΛ.ΤΑ. η αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων «Άμπελος – Οίνος» με αποκλειστική επιλογή έργων του.
Είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Εικαστικό Εργαστήρι του Δήμου Αγρινίου και από το 2013 στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου.
Έργα του κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Συνέντευξη στη Νάντια Μπούτα
- Θα ήταν σίγουρα άστοχο να ρωτήσεις έναν καταξιωμένο ζωγράφο για το αν ζωγραφίζει από παιδί, θα ήθελα όμως να ξέρω πραγματικά τι είναι αυτό που κάνει ένα μικρό παιδί να πιάσει στο χέρι για πρώτη φορά, το μολύβι, το πινέλο, την ξυλομπογιά και να κάνει το πρώτο του έργο. Και να αποτυπώσει κάτι που βλέπει, με τον τρόπο που το βλέπει. Ποιο είναι το συναίσθημα, ποια η τάση, ποια η ανάγκη που του καθοδηγεί το χέρι;
Δεν θεωρώ άστοχη την ερώτησή σας κα Μπούτα, όμως φοβάμαι ότι όσο κι αν ανατρέχω στο παρελθόν δεν θα βρίσκω σαφείς εξηγήσεις. Ενδείξεις κι αφορμές ενδεχομένως ναι, όπως για παράδειγμα τη συσσώρευση εικόνων και παραστάσεων. Ό,τι έβλεπα και μου άρεσε σε βιβλία το αντέγραφα, κάποια δυο και τρεις φορές…
Θυμάμαι έντονα τις πρώτες ζωγραφικές προσπάθειες να αντιγράψω «τα κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα, να τρέχω μετά να δείχνω τα κατορθώματα στον πατέρα μου, που από τότε η επιδοκιμασία του ήταν για μένα ανώτερη κι από το 10 με τόνο του σχολείου!
Στο Δημοτικό σχεδίαζα πρόσωπα φίλων, γνωστών, συμμαθητριών μου, ακόμη και δασκάλων στις τελευταίες σελίδες των τετραδίων μου… με μολυβάκι στην αρχή κι αργότερα με στυλό…
Αυτά ήταν η δική μου «γλώσσα», το πρόσχημα της δικής μου επικοινωνίας τα μαθητικά χρόνια με τους γύρω μου, άλλοτε γράφοντας άλλοτε ζωγραφίζοντας. Ίσως να έφταιγε το ότι ήμουν μάλλον συνεσταλμένος τύπος παιδιού κι εσωστρεφής θα ‘λεγα, δεν ξέρω…
- Πώς θυμάστε τον εαυτό σας ως παιδί; Ποιες οι μνήμες σας από τα παιδικά σας χρόνια;
Δεν θα τα έλεγα δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, ούτε όμως τα θυμάμαι και «φανταχτερά». Σίγουρα δυσκολίες υπήρχαν, αλλά οι γονείς μας φρόντιζαν αυτές να μη σκιάζουν τη παιδική μας ανεμελιά. Μάλλον ήρεμα, χωρίς άσχημες εντυπώσεις, παρ’ όλα τα «πρέπει» και τα «μη» της εποχής. Ακόμη και αυτές οι μέρες των Χριστουγέννων που λόγω εορτής μου φάνταζαν υπέρλαμπρες, κυλούσαν οικογενειακές, μάλλον ήρεμες, ημέρες προσδοκίας, με τη προετοιμασία για τα κάλαντα, τους μποναμάδες, τα δώρα μας κι ας ήταν απλά… Κι όλο και κάτι μουτζούρωνα.
Κάποια καλοκαίρια οι γονείς μου ζήτησαν στον κυρ- Θύμιο τον Καμποσιώρα να πηγαίνω τα πρωινά στο εργαστήρι του. θυμάμαι μ’ έβαζε να κάθομαι σ’ ένα σκαμνάκι, σε μια γωνιά μέσα σε μπογιές και μυρωδιές, κι εγώ έβλεπα… δεν μιλούσα ούτε ρωτούσα, μόνο έβλεπα… Έχω ακόμη στο εργαστήριό μου μια καρτ-ποστάλ του Παπαδιαμάντη και πίσω της τα γράμματα της θείας μου της Ντίνας: «Ευλογημένα τα παραμύθια που ζεσταίνουν τη ζωή μας με το ψέμα τους… ευλογημένα τα όνειρα που απαλύνουν τις οδύνες μας… ευλογημένη η φαντασία που ανοίγει ένα ξάγναντο στον ουρανό…»!
Εκείνα τα χρόνια υπήρξαν το θερμοκήπιο κι αργότερα τα σωσίβια κι οι χειρολαβές μου. Εικόνες και μνήμες ντυμένες με συναισθήματα, ως σήμερα ανεξίτηλες…
Αργότερα στην Αθήνα, παράλληλα με τις σπουδές, είχα την τύχη να αποθησαυρίσω πολύτιμα μυστικά από ζωγράφους, ποιητές και προσωπικότητες του πνεύματος.
Έκτοτε παραμένω μαθητής του έργου αλλά και της διαδρομής πολλών που με επηρέασαν αλλά κι άλλων που ακόμη με διδάσκουν ερήμην τους. Απουσίες ή παρουσίες που σήμερα, στην καθημερινή κατιούσα, είναι τα δικά μου «δάνεια», τα εσωτερικά μου καταφύγια. Αυτοί λειτούργησαν σαν οδοδείκτες, ανάσες κι οξυγόνο για το δικό μου ταξίδι…
- Μήπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι σήμερα έχετε επηρεάσει έμμεσα ή άμεσα πολλά νέα παιδιά, τα οποία με τη δική σας ενθάρρυνση, υποστήριξη και γενναιοδωρία διαγράφουν σήμερα τη δική τους πορεία στα μονοπάτια της τέχνης ως αρχιτέκτονες, ζωγράφοι ακόμη και μουσικοί;
Πεποίθησή μου είναι πως δεν μπορείς να διδάσκεις τη τέχνη πιάνοντας το χέρι κάποιου και καθοδηγώντας τον. Μπορεί όμως να γίνεις η αφορμή για να ελευθερωθεί αυτό το «κάτι» που έχει μέσα του και που ίσως να αγνοεί. Αυτό προσπάθησα, να ενθαρρύνω δηλαδή κάποια άτομα να ανακαλύψουν, να πιστέψουν και στη συνέχεια να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους το οποίο πολλές φορές είναι διαμάντι κρυμμένο. Από πλευράς μου απαιτείται η διαίσθηση για την ανακάλυψή του κι από τη πλευρά τους ο μόχθος κι η επιμονή για να το αναπτύξουν.
Ομολογώ ότι νιώθω συγκίνηση σαν μαθαίνω ότι αυτά τα παιδιά βρίσκουν τον δρόμο τους, ότι «τα τιτιβίσματά τους γίνονται φωνές έναρθρες» και κυρίως βλέποντας στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη την ευτυχία γιατί ασχολούνται με ό,τι αγαπούν…
Ας πούμε πως έτσι ξεπληρώνω λίγο απ’ το χρέος μου προς δασκάλους, καθηγητές και όσους πότιζαν το σπόρο του όποιου δικού μου ταλέντου, αφού –αν καρποφόρησε κάτι σε μένα ως τώρα– εν πολλοίς οφείλεται στη δική τους σπορά εκείνα τα πρώτα μαθητικά χρόνια. Πέραν φυσικά από τη ζεστασιά της δικής μου οικογένειας.
- Τα ίδια συναισθήματα νιώθετε και σήμερα κάθε φορά που ξεκινάτε κάποιο σας έργο;
Μικρός συχνά αφαιρούμουνα, κοίταζα τους παλιούς τοίχους και τα μωσαϊκά διακρίνοντας σχήματα, πουλιά και μορφές που τα πλούτιζα με τη φαντασία μου δίνοντάς τους μυθικές διαστάσεις… ζωγραφιές ονειρικές χωρίς μολύβια και μπογιές! Η μουσική κι η ποίηση μου δίνουν το ερέθισμα κι αρχίζει να σχηματίζεται η εικόνα μέσα μου.
Στη διαδρομή των τριάντα πέντε χρόνων συνεχίζω και σήμερα να βρίσκομαι αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις και ζωγραφικά στοιχήματα που με τη σειρά τους μου προκαλούν συναισθήματα και νέες συγκινήσεις.
Στο κάθε ξεκίνημα το άγχος είναι εκεί, έστω κι αν έχουν προηγηθεί σειρά σχεδίων για το κάθε έργο. Στη πορεία του ηρεμώ, ώσπου αργότερα έρχεται η ξεχωριστή, η ευλογημένη στιγμή που η δημιουργική αγωνία γίνεται ποίημα κι αποκάλυψη!
- Ο Νομπελίστας Γάλλος συγγραφέας François Mauriac είπε ότι «Ο άνθρωπος που δουλεύει με τα χέρια είναι εργάτης, με τα χέρια και το μυαλό, τεχνίτης, με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά, καλλιτέχνης». Πόση «καρδιά» βάζετε στα έργα σας;
Αυτό που με γοητεύει σε ένα έργο τέχνης είναι ότι «μελετώντας» το μπορεί να με καθοδηγεί κι έτσι ασυναίσθητα να «διαβάζω» τη προσπάθεια, να γίνω κοινωνός του πάθους και του αγώνα που κατέβαλε ο καλλιτέχνης. Εκεί κρύβεται η δύναμη ακόμη και των πιο ταπεινών έργων.
Απεναντίας, πολλά «εντυπωσιακά» έργα, παρά την τελειότητα τους, μας τρομάζουν ή μας αφήνουν αδιάφορους. Βλέπετε, άλλο πράγμα είναι η δεξιοτεχνία κι άλλο η τέχνη. Το πρώτο είναι ζήτημα σπουδών και μπορεί ν’ αποκτηθεί, το άλλο είναι χάρισμα!
Προσωπικά ζωγραφίζω με αφορμή τη συγκίνηση που μου προκαλεί ένα θέμα, πρόσωπο ή αντικείμενο. Ψυχογράφημα είναι τα έργα μου. Μια διαρκής εξομολόγηση, με μυστικό λεξιλόγιο την υφή της πινελιάς, τις τονικές αποχρώσεις, το φως, τις σκιές και τη μελωδία της σιωπής τους.
- Ξεκινήσατε ως προσωπογράφος, πολύ σύντομα όμως στραφήκατε στην απεικόνιση αντικειμένων του καθημερινού λαϊκού βίου και της ελληνικής παράδοσης, ενώ αργότερα επανήλθατε στην προσωπογραφία, όχι όμως στο σύνολο της μορφής αλλά σε μέρος αυτής, με έμφαση στων «ανθρώπων βλέμματα». Μπορείτε να μου περιγράψετε αυτή τη διαδρομή και να ξεχωρίσετε κάποιους από τους κορυφαίους σταθμούς της;
Η έκφραση στο ανθρώπινο πρόσωπο πάντα ήταν πρόκληση για μένα. Και δεν εννοώ την εξωτερική του ομοιότητα, εννοώ την αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας του, όπου το βλέμμα γίνεται παράθυρο και καθρέφτισμα ψυχής. Μόνον ως τέτοιο με ενδιαφέρει.
Έτσι προέκυψε η ενότητα «βλέμματα» στην οποία με κάθε αφορμή επανέρχομαι. Βλέμματα γνωστά κι άγνωστα, σαν ζωγραφικά ενθύμια… Κάποια στέκουν ακόμη εκεί στην άκρη στο εργαστήρι μου μισοτελειωμένα να με κοιτάζουν, πρόκληση για να τα ξαναπούμε… Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται να «γυρίσεις σελίδα» σε βλέμματα από πρόσωπα που αγαπάς!
- Πόσος χρόνος χρειάζεται για να ολοκληρωθεί ένα έργο και ποιο είναι το πιο απαιτητικό πράγμα στη δημιουργία του;
Το έργο «δημιουργείται» πριν την υλοποίησή του. Η διαδικασία της δημιουργίας αρχίζει από την όραση, αφού ο καλλιτέχνης κωδικοποιεί το μήνυμα που παίρνει από τον ορατό κόσμο. Το έργο τέχνης είναι επομένως απόληξη, πρώτα μιας εσωτερικής διαδικασίας και στη συνέχεια μιας επεξεργασίας. Για την ολοκλήρωσή του δεν αρκούν μόνον οι ώρες που δουλεύεις στον μουσαμά ή το ξύλο… Έστω κι αν για κάποια έργα απαιτούνται μήνες ολόκληροι…
- Στην -μέχρι σήμερα- δημιουργική σας πορεία κινείστε άψογα μεταξύ ρεαλιστικού και πνευματικού. Στα έργα σας καταφέρνετε να ανάγετε τα αντικείμενα σε σύμβολα. Μετά την πρώτη εντύπωση, αυτήν του πραγματικού, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι η μορφή υπερβαίνει το περίγραμμα και τον χρόνο και παρασύρεται στην παραμυθία μιας αλλοτινής ηθικής και των συναφών αξιών της. Είναι αυτό κάτι που επιδιώκετε στη δουλειά σας;
Ένα καλοκαίρι του 1986, με τον Γεράσιμο Πρεβεζάνο, φίλο καρδιακό, πήγαμε και γνώρισα μια χαμηλόφωνη και διακριτική παρουσία, τον αείμνηστο συμπατριώτη μας λογοτέχνη Κώστα Τριανταφυλλίδη. Αυτόν που πρώτος, μετέφρασε την εικόνα μου σε λόγο ξάστερο και ποιητικό συνάμα. Αυτόν ο οποίος διέκρινε «πνευματικό ρεαλισμό» σε αυτά που του έδειχνα –περίπου 12 χρόνια πριν το διατυπώσει η Ελένη Βακαλό!
Τα πρώτα χρόνια ήταν εμφανής η επιρροή από δασκάλους της τέχνης. Γοητεύτηκα από τη μαγική ατμόσφαιρα εργαστηρίων όπου φεύγοντας –εκτός απ’ τους τρόπους και τις τεχνικές τους– έπαιρνα λίγο κι απ’ την ιερότητά τους.
Σιγά-σιγά έπαψε να με ξεγελά η επιφάνεια της ζωγραφικής, διαισθανόμουν ότι η ουσία κρύβεται αλλού… Έτσι άρχισα να αναζητώ μια ζωγραφική λιτότητα η οποία θα με οδηγήσει στη πνευματική διάσταση του έργου έστω κι αν αυτό απεικονίζει μια νεκρή φύση. Να εστιάζω σ’ αυτά που μέχρι τώρα κοίταζα χωρίς να βλέπω, σε αντικείμενα φορτωμένα μνήμες. Μήπως και η πρωταρχική μου ανάγκη επικοινωνίας μετουσιωθεί σε «αντίσταση βλέμματος» για τη σύγχρονη όρασή μας κι «αφύπνιση μνήμης» για το αύριο…
Εξ άλλου, αυτό δεν λένε πως είναι το ξεχωριστό προνόμιο ενός καλλιτέχνη, να καθιστά δηλαδή πολύτιμο -εξαγνίζοντάς το- και το πιο ταπεινό αντικείμενο;
- Κατά πόσο, πιστεύετε, η Ελληνική παράδοση, το ήθος και οι αξίες της παλιάς εποχής διατηρούνται στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία;
Πιστεύω ότι η επανασύνδεσή μας με την ελληνική παράδοση θα μπορούσε να αποτελέσει και μια οδό «διαφυγής» από την γενικευμένη «πολιτισμική ρύπανση». Η πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου, μοναδική σε βάθος και έκταση σημασιών, είναι ανεπανάληπτη, παρότι κατά καιρούς ναρκοθετείται από επιφανειακές προσεγγίσεις.
Λέγοντας «παράδοση» φυσικά δεν εννοώ τις γραφικότητες, αλλά τη συσσωρευμένη πολιτισμική εμπειρία η οποία διατηρεί ακέραια τη δύναμη να νοηματοδοτεί τον σύγχρονο βίο μας. Που σημαίνει ότι νοσταλγώντας το χθες, παίρνω δύναμη και ατενίζω με αισιοδοξία το αύριο. Οφείλουμε να θυμόμαστε, η μνήμη δεν είναι ελάττωμα. Αυτή την παράδοση έχω χρέος να τη σέβομαι και να την φέρω μέσα μου έστω κι αν στοχοποιείται.
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση ζωγράφου – κοινού;
Είναι μια σχέση αμφίσημη. Ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη να επι-κοινωνεί με το κοινό, αντλεί δύναμη από την αποδοχή του έργου του. Το ζήτημα είναι στη πορεία να μην αλλοιωθεί από αυτή τη σχέση. Το άγχος να «αρέσουμε» στο κοινό οδηγεί μαθηματικά σε πελατειακή σχέση, σχέση νοσηρή που γίνεται εξάρτηση και δουλεία για τον καλλιτέχνη.
Ο ζωγράφος δεν είναι έμπορος, ούτε διασκεδαστής. Ζωγραφίζει από εσωτερική ανάγκη ακόμη και όταν δεν πουλά. Αλλοίμονο αν, δημιουργώντας ένα έργο τέχνης επιδιώκουμε αποτέλεσμα. Στη συνέχεια η επιθυμία όλο και περισσότερων ανθρώπων να αποκτήσουν το έργο του, διαμορφώνουν την τιμή του, συνήθως ερήμην του δημιουργού του και συχνά ανεξάρτητα της ποιότητας του ίδιου του έργου.
Προσωπικά, με αφήνουν αδιάφορο «ευκολίες» και εντυπωσιασμοί. Χρόνια τώρα νιώθω απαλλαγμένος από το άγχος να είμαι «σύγχρονος» ή να φτιάχνω έργα που να έχουν «απήχηση». Παρά ταύτα, αν και όταν αυτή προκύπτει είναι καλοδεχούμενη…
- Ποια είναι η γνώμη σας για τις σύγχρονες τάσεις στην Ζωγραφική και στην Τέχνη γενικότερα;
Είναι πολύπλοκο θέμα ατέρμονης συζήτησης το οποίο δεν γνωρίζω εις βάθος και ως εκ τούτου είναι άστοχο να εκφέρω γνώμη. Δεν είμαι αντίθετος με τον όρο «σύγχρονη τέχνη», αρκεί να είναι τέχνη, γιατί ο όρος αυτός εμπεριέχει πολλές τάσεις της που δεν συνιστούν καν τέχνη.
Συχνά βλέπουμε να υπερ-προβάλλονται καλλιτέχνες, να πριμοδοτείται όχι τόσο η ποιότητα των έργων τους αλλά η πρωτοτυπία τους, κάτι που βέβαια δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Φοβάμαι όμως πως το άγχος να την επιδιώξουμε γίνεται στο τέλος η δουλεία του σύγχρονου καλλιτέχνη.
Ενημερώνομαι όσο είναι δυνατόν για τους ταλαντούχους νέους δημιουργούς παρακολουθώντας τη πορεία τους. Με θλίβει το γεγονός ότι σ’ αυτές τις σύγχρονες τάσεις περιλαμβάνονται τα πάντα πλην της «παραδοσιακής» ζωγραφικής. Εννοώ τις επικρατούσες τάσεις και έργα «θορυβώδη» τα οποία έχουν πρωταρχικό τους στόχο πώς θα σοκάρουν τον θεατή και όχι πώς θα ελευθερώσουν τη ψυχή και τη ματιά του.
Είναι βέβαιο πως όσο το marketing θα επιβάλλει κανόνες αγοράς κι εμπορευματοποίησης τόσο το έργο του σύγχρονου καλλιτέχνη θα γίνεται πολύπλοκο και δυσχερές. Αισιοδοξώ όμως γιατί πάντοτε θα υπάρχουν οι λαμπρές εξαιρέσεις από όσους επιμένουν να «αντιστέκονται’ σε ρεύματα, ύποπτες κριτικές ή έρευνες αγοράς.
- Ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Εικαστικό Εργαστήρι και στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου έχετε συμβάλλει επί σειρά ετών στην Πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης μας. Κατά πόσο πιστεύετε ότι η ανάπτυξη της περιφερειακής πολιτιστικής ζωής είναι σημαντική για τις τοπικές κοινωνίες και ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προοπτικές εξέλιξης στην πόλη μας;
Η αισθητική παιδεία κυρία Μπούτα, δηλαδή η παιδεία της αίσθησης προς το ωραίο, παραμένει διαρκές ζητούμενο. Αυτό στοχεύουν και οι δύο αυτοί πυλώνες πολιτισμού που αναφέρατε. Το δένδρο χωρίς ρίζες δεν ζει.
Το Εικαστικό Εργαστήρι από τη μια -χρόνια τώρα- λειτουργεί σαν εκπαιδευτική κυψέλη τέχνης για όλες τις ηλικίες. Μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών μου για τους οποίους είμαι υπερήφανος, υπερβάλλοντας εαυτούς, διδάσκουν πρώτα την αγάπη για τη τέχνη κι ύστερα τις τεχνικές της ζωγραφικής, αγιογραφίας, κεραμικής, κόμικς, φωτογραφίας.
Από την άλλη, η Δημοτική Πινακοθήκη μας, η νεώτερη χρονικά στην Ελλάδα, είναι μια ζωντανή κιβωτός τέχνης, χώρος που εξοικειώνει το μάτι μας σε σπουδαία έργα που ζηλεύουν πολλοί συλλέκτες ανά την Ελλάδα. Μην παραβλέπουμε τις δωρεές από ευαισθητοποιημένους καλλιτέχνες που ενθαρρύνουν τις προθέσεις και μελλοντικών δωρητών. Και δεν είναι μόνο το σημαντικότατο οικονομικό άθροισμα από τη συγκέντρωση τόσων έργων σε αριθμό που έχει τη δική της σημασία, αλλά το πνευματικό κεφάλαιο που είναι πολλαπλάσιας βαρύτητας.
Το Εικαστικό Εργαστήρι και η ΔΠΑ είναι χώροι πνευματικής όασης και αναβάπτισης που απευθύνονται στον ίδιο τον άνθρωπο. Σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, η επένδυση στον άνθρωπο είναι αντίδοτο. Κι όσο η αισθητική παιδεία υποβαθμίζεται και τα εικαστικά μαθήματα εξοστρακίζονται από την εκπαίδευση, τόσο οι εικαστικές αυτές προσπάθειες αποκτούν μεγαλύτερη αξία. Θυμίζω τον Αντρέ Μπρετόν: “Παιδεία δεν είναι τα πτυχία μας, αλλά η αισθητική μας. Ο τρόπος με τον οποίο συνομιλούμε, φλερτάρουμε, περπατάμε στο δρόμο… Παιδεία είναι το να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας, της μοναξιάς και συνάμα να καίγεται το μέσα σου για το κοινό καλό. Για το ωραίο και τη σωτηρία του.”
Παραμένω πεισματικά αισιόδοξος ότι, σαν πόλη, μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά. Μόνον έτσι θα αντιμετωπίσουμε το σκουπιδαριό της «ευκολίας» και του lifestyle. Γι’ αυτό, παρά τις αντιξοότητες, θα αγωνίζομαι – όσο περνάει απ’ το χέρι μου και για όσο ακόμη μπορώ.
- Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το μέλλον;
Σήμερα οι προτεραιότητες άλλαξαν κι ως κοινωνία βιώνουμε μεγάλες ανατροπές γύρω μας κι εντός μας. Θα είναι όμως κρίμα σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία να διαγράψουμε όσα γαλήνευαν τη ψυχή μας. Για να θυμηθώ τον Καζαντζάκη: «Ο καλλιτέχνης δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει την πραγματικότητα, μπορεί όμως να αλλάξει το μάτι που βλέπουμε την πραγματικότητα». Κι αν δεν μπορούμε να είμαστε το μολύβι που ζωγραφίζει το χαμόγελο στο πρόσωπο όσων αγαπάμε, ας γίνουμε η γόμα που σβήνει τη θλίψη τους…
Η ζωγραφική αποτελεί τη δημιουργική μου διέξοδο, εσωτερική ανάγκη και πνευματική ισορροπία μου. Υπάρχουν διαστήματα που δεν έχω τι να πω και δεν μπορώ να ζωγραφίσω. Και άλλα πάλι που κλείνομαι στο εργαστήριο για μεγάλο διάστημα δουλεύοντας…
Έχοντας επίγνωση της κατάστασης που όλοι βιώνουμε, φοβάμαι πως είναι επιπόλαιο να μιλήσω για τα μελλοντικά μου σχέδια. Να είστε όμως βέβαιη κυρία Μπούτα, ότι αυτά υπάρχουν στο συρτάρι μου περιμένοντας τη δική τους ώρα… Γιατί η μπόρα θα περάσει κι ο ουρανός θα ξαστερώσει πάλι…
Συνέντευξη: Νάντια Μπούτα
Agrinio365 Media Group (Antenna-Star.gr και AgrinioTimes.gr)
Σχετικά Άρθρα
Ο Πανσερραϊκός ανακοίνωσε Γκάμπριελ Πιρές!
Χ. Μπονάνος: «Υγεία, Αγάπη και Ειρήνη»
Ν. Φαρμάκης: «Ειρήνη και προκοπή»