Από τα μέσα Απριλίου του 1901, ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου, Κωνσταντίνος ο Α΄ (πρωτότοκος γιός του Γεωργίου Γλύξμπουρκ και της Μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας Όλγας Κωνσταντίνοβνας, την οποία, ο Γεώργιος, νυμφεύθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1867 του Γρηγοριανού ημερολογίου), είχε ξεκινήσει μια μεγάλη περιοδεία σε όλα τα στρατόπεδα της χώρας, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης της στρατιωτικής δομής του ελληνικού στρατού, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και την οικτρή κατάληξή του, για την οποία είχε κατηγορηθεί από μεγάλο μέρος των αξιωματικών, αφού ως αρχιστράτηγος είχε την τελική ευθύνη των επιχειρήσεων.
- Την περιοδεία του αυτή ο Κωνσταντίνος την είχε ξεκινήσει από τη Λάρισα στις αρχές του Απρίλη μαζί με την σύζυγό του, Σοφία της Πρωσίας, με την οποία είχε ήδη τρία παιδιά: τον Γεώργιο Β΄, τον Αλέξανδρο Α΄ και την Ελένη[1]. Αφού επιθεώρησε τα μεγάλα στρατόπεδα της Θεσσαλίας και της Μαγνησίας πέρασε στην Πελοπόννησο για να φτάσει τέλος Απριλίου στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας που εκείνη την εποχή ήταν λίγο έξω από την Άρτα. Από κει κατέβηκε στο Αγρίνιο.
«Πυρετώδης εργασία καταβάλλεται προς όσον οίον τε τελειότερον ευπρεπισμόν της πόλεως επί τη υποδοχή της Α.Μ. του Διαδόχου, ο οποίος ως γνωστόν εν τω δρομολογίω Του περιέλαβε και την πόλιν του Αγρινίου», αναφέρει η εφημερίδα «Σκριπ»[2].
Οι κεντρικότεροι δρόμοι της πόλης είχαν στολιστεί με σημαίες, μυρτιές και ανθοσυνθέσεις («Πέντε χιλιάδες μυρτοστόλιστοι στύλοι, ανά 20 βήματα έκαστος»). Κατασκευάστηκαν επίσης συνολικά τέσσερεις (4) μεγάλες αψίδες με έξοδα του Δήμου, από τις οποίες αυτή που βρισκόταν στην είσοδο της πόλης έφερε την παρακάτω επιγραφή: «Τον προαιώνιον πόθον του Έθνους εγκαρδίως υποδέχεται το Αγρίνιον». Στολίστηκαν ιδιαίτερα τα καταστήματα και κατασκευάστηκαν πολλοί τεχνητοί κήποι «αντίκρυ του Μεγάρου χήρας Παπαφώτη», στο οποίο θα έμενε ο διάδοχος και το οποίο είχε επίσης χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του Βασιλιά Γεωργίου και της Βασίλισσας Όλγας κατά την επίσκεψη τους παλιότερα στην πόλη.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της επίσκεψης, ο διάδοχος θα έφτανε στην πόλη στις 4:00 το απόγευμα και ο Γιώργος Μπαϊμπάς, Δήμαρχος Αγρινίου εκείνη την εποχή, θα τον υποδεχόταν στην είσοδο της πόλης με σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο και όλες τις αρχές του τόπου. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο το πρόγευμα που θα δινόταν στη θέση Γιαννιού, πέρα από τα όρια του Δήμου, θα περιελάμβανε μπακλαβά και «εξαισία γαλακτόπητα (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του πολυτονικού) διά την οποία φημίζεται το Αγρίνιον», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά το ρεπορτάζ[3].
Στο ξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο απείχε δύο χιλιόμετρα περίπου από το κέντρο της πόλης και σε χρόνο 20 λεπτά της ώρας, ο διάδοχος έφτασε στις 4:00΄το απόγευμα της 3ης Μαΐου του 1901, «περιστοιχούμενος από υπρετετρακοσίους ευσταλείς εφίππους άνδρας εκδραμόντας επίτηδες εις προϋπάντησιν της Α. Υ. (Αυτού Υψηλότητος), μέχρι του Αχελώου». Εκεί τον υποδέχθηκε ο Δήμαρχος του Αγρινίου, Γιώργος Μπαϊμπάς, με ολόκληρο το Δημοτικό Συμβούλιο και τις υπόλοιπες αρχές του τόπου. «Πίλοι και χείρες υψούνται απειράριθμοι εις τον αέρα και ζητωκραυγαί ουρανομήκεις ηκούοντο διαρκώς καθ’ όλην την ατελειώτον γραμμήν του πλήθους». Στο σημείο αυτό ο Γεώργιος Μπαϊμπάς χαιρέτισε τον διάδοχο με τα παρακάτω λόγια:
«Υψηλότατε, ο λαός του Αγρινίου ευγνωμονών, διότι ευηρεστήθητε να αποδεχθήτε ευμενώς την παράκλησιν ημών και μας ηξιώσατε της Υψηλής Τιμής να επισκεφθήτε την πόλης μας γηθοσύνως[4] υποδέχεται Υμάς και υποβάλη δι’ εμού βαθυσεβάστως το καλώς ήλθατε. Ζήτω ο διάδοχος. Ζήτω ο Βασιλεύς».
Ακολούθησε η παρουσίαση στον διάδοχο των επισήμων: Πρώτοι χαιρέτησαν οι βουλευτές Σκαλτσοδήμος και Αναγνωστόπουλος, ακολούθησε ο Ειρηνοδίκης, Λαγκαδάς, ο Ταμίας της Επαρχίας, Αντόρος, ο Έφορος, Πέτσας, ο διευθυντής του τηλεγραφείου, Ψιλόπουλος, ο διεθυντής του Καπνοκοπτηρίου, Χριστοδουλιάς και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου. Στη συνέχεια ο διάδοχος κατευθύνθηκε προς την Μητρόπολη.
«Η άμαξα του Διαδόχου μόλις ηδύνατο να προχωρήση εκ του συνωστισμού. Εχρειάσθη ολόκληρος ώρα διά να φθάση μέχρις της Ζωοδόχου Πηγής ένθα εψάλη δοξολογία. Η Α.Υ. ερραίνετο καθ’ όλην την οδόν. Από της αψίδος δε της μεγάλης πλατείας δέκα ωραία κοράσια, λευκά ενδεδυμένα, επλημμύρισαν την άμαξαν του Υψηλοτάτου διά ροδοπετάλων. Το θέμα αληθώς ήτο γραφικώτατον και συγκινητικώτατον, Πλειστάκις ο διάδοχος εξεδήλωσεν τον ενθουσιασμόν του. Ως ανάκτορον εχρησίμευσεν η οικία της χήρας κ. Παπαφώτη[5] βασιλικώτατα ευπρεπισθείσα».
Από το μπαλκόνι αυτού του σπιτιού ο Κωνσταντίνος χαιρέτισε το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο με τα παρακάτω λόγια:
«Σας ευχαριστώ εξ όλης καρδίας δια την λαμπράν και πρωτοφανή υποδοχήν, την οποίαν μου εκάματε. Αισθάνομαι ότι αυτή η υποδοχή δεν αφορά τόσον το άτομόν μου, όσον το έργον το οποίον ανέλαβον, ο δε ενθουσιασμός σας αυτός δεν δύναται ή να μ’ ενθαρρύνη σπουδαίως δια να εργασθώ μετά μεγαλυτέρας έτι επιμέλειας και αφοσιώσεως εις την κατάρτησιν του στρατού, του εργαλείου τούτου, δι’ ου μόνου το Έθνος θα δυνηθή να πραγματοποιήση το ιδανικόν του. Ζήτω ο στρατός».
Ο χαιρετισμός αυτός προκάλεσε αρκετά ζωηρή εντύπωση και προκάλεσε ατελείωτες ζητωκραυγές υπέρ του στρατού και της βασιλικής Οικογένειας. Λίγο μετά τις 7:00΄ ο διάδοχος έκανε βόλτα με την άμαξα μέσα στην πόλη και ακολούθησε λαμπαδηφορία στους κεντρικούς δρόμους με ενετικούς φανούς, στην οποία πάνω από χίλιοι αγρινιώτες ζητωκραύγαζαν υπέρ του διαδόχου και της Βασιλικής οικογένειας.
Την άλλη μέρα το πρωί, 3 Μαΐου 1901, ο Κωνσταντίνος με την συνοδεία του Επιτελάρχη και του Δημάρχου επισκέφθηκε πάλι τον Άγιο Κωνσταντίνο και εξέτασε πεζός και με μεγάλη προσοχή για μισή ώρα περίπου το παλιό στρατόπεδο, ζητώντας πληροφορίες για το κλίμα και τη υγιεινή της περιοχής, καθώς και για την κατασκευή των πηγών. Κατόπιν επέστρεψε στο Αγρίνιο περνώντας μέσα από την αγορά «με την φιλαρμονική να ανακρούει διαρκώς ωραιότατα τεμάχια» και κατευθύνθηκε στην Ερμίτσα, όπου εξέτασε αρκετά σημεία γύρω από τη σημερινή γέφυρα στην Αβόρανημ για ενδεχόμενη εγκατάσταση στρατιωτικών σωμάτων και πήρε πολλές πληροφορίες για την τοποθεσία[6].
Στη 1:00΄το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο διάδοχος επέστρεψε στο Αγρίνιο, από το οποίο αναχώρησε μαζί με το επιτελείο του για το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι.
Κλείνοντας, να πούμε ότι το Αγρίνιο από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του μέχρι και την δημιουργία των πρώτων καπνεργοστασίων και την εκμετάλλευση ή αξιοποίηση κατ’ άλλους του εργατικού δυναμικού των προσφύγων, τελούσε κάτω από το οικονομικό καθεστώς μιας μεταφεδουαρχικής χωροδεσποτικής αριστοκρατίας γαιοκτημόνων, οι οποίοι διοικούσαν την περιοχή με βάση τα οικονομικά και κοινωνικά πρότυπα που κληρονόμησαν από τους προκατόχους τους Οθωμανούς φεουδάρχες, οικοδομώντας και υπηρετώντας παράλληλα έναν ιδιότυπο αλυτρωτικό πατριωτισμό (εθνικισμό), που από τη μια οραματιζόταν τη «Μεγάλη Ελλάδα» και από την άλλη εναντιωνόταν στην απόδοση των «εθνικών γαιών» στους Σουλιώτες. Είναι φυσικό επόμενο, η επίσκεψη, ενός Κωνσταντίνου (του ΙΒ΄, όπως αναφερόταν σε πολλά λαϊκά αναγνώσματα και κάρτες λίγο πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, αποκτώντας με αυτό το χαρακτηριστικό ιδιότητες νομίμου διαδόχου του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου[7]), να δημιουργεί γραφικές εκδηλώσεις πατριωτικού υπερρεαλισμού, σαν αυτές που αποτυπώθηκαν παραπάνω.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι και σε αυτή την περίπτωση κύριο και πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιτροπή που οργάνωσε την υποδοχή είχε ο Θανάσης Γεράκης, καλλιτεχνική και ιδιόμορφη προσωπικότητα των αρχών του 19ου αιώνα, που σφράγισε με την παρουσία του την καλλιτεχνική και κοινωνική ιστορία της πόλης.
———————————————————————
1. Ο Γεώργιος Β΄ έζησε από το 1890 έως το 1947. Βασιλιάς έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 έως τις 25 Μαρτίου 1924, οπότε και καθαιρέθηκε και από τις 3 Νοεμβρίου 1935 έως την 1η Απριλίου 1947 που απεβίωσε. Ο Αλέξανδρος Α΄ έζησε από το 1893 έως το 1920. Βασιλιάς έγινε στις 11 Ιουνίου 1917 μετά την αναγκαστική παραίτηση του Κωνσταντίνου Α’ ως γερμανόφιλου και κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις των δυνάμεων της Αντάτ (Entente Cordiale, Εγκάρδια Συνεννόηση: Ονομάστηκε έτσι η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έθεσε τέλος σε οκτώ αιώνες αγγλογαλλικού ανταγωνισμού και έθεσε τις βάσεις για την αγγλογαλλική συνεργασία κατά τον 20ό αιώνα) και απαρέμεινε στο θρόνο έως τις 25 Οκτωβρίου 1920. Η Ελένη έζησε από το 1896 έως το 1982, ήταν πριγκίπισσα της Ελλάδας και παντρεύτηκε τον Κάρολο Β΄ των Χοεντσόλερν – Ζιγκμαρίνγκεν βασιλιά της Ρουμανίας. | 2. ΣΚΡΙΠ, Τετάρτη 2/5/1901, Έτος 6ο, Αρ. Φύλ. 2049, σελ. 2 | 3. ΕΜΠΡΟΣ, Πέμπτη 3/5/1901, Έτος 5ο, Αρ. Φύλ. 1619, σελ. 1. | 4. Γηθοσύνως: Με χαρά | 5. Η οικία Παπαφώτη, εικονίζεται στην φωτογραφία της ανάρτησης, στην κατάσταση που διασώζονταν τη δεκαετία του 70. Η θέση της ήταν στη γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Μακρή, εκεί που βρίσκεται σήμερα η μικρή πλατεία με την προτομή του αντιπτεράρχου Βασίλη Παναγόπουλου. | 6. ΣΚΡΙΠ, Παρασκευή 4/5/1901, Έτος 6ο, Αρ. Φύλ. 2051, σελ. 1 | 7. Ένα ακόμα προσωνύμιο που του αποδόθηκε, κυρίως από τους βασιλόφρονες οπαδούς του, ήταν «ο γιος του αητού», με σαφή και ολοφάνερη αναφορά στον δικέφαλο αετό του Βυζαντίου.
Φωτογραφία της ανάρτησης: Σύνθεση δύο φωτογραφιών: α) Οικία Παπαφώτη (Όψη απο Χαρ. Τρικούπη. Πηγή: Αρ. Μπαρχαμπά, Το Αγρίνιο κάποτε, εκδόσεις ERGO, 2003, σελ. 448) και β) Κωνσταντίνος ΙΒ΄. (Πηγή: Σωτήρης Χρηστίδης – Philartia auctions, slightly retouched, Κοινό Κτήμα, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=12646613
Σχετικά Άρθρα
Βόνιτσα: Κλοπή καμπάνας
Άγρια Άλογα στην Ορεινή Ναυπακτία!
Πιτσιναίικα: Έκοβε ξύλα και… πέθανε