Γιατί οι Γάλλοι αγαπούν τον Μεσολογγίτη Νίκο Αλιάγα (Photos)

Μια ακόμα έκθεση με φωτογραφίες του διάσημου Έλληνα καλλιτέχνη, τηλεοπτικού αστέρα και δημοσιογράφου στο δημαρχιακό μέγαρο του Παρισιού με τον τίτλο «Παριζιάνες» αποδεικνύει την ιδιαίτερη αγάπη των Γάλλων για τον Νίκο Αλιάγα ο οποίος πάντοτε βρίσκει τρόπο να τιμήσει και να αναδείξει την καταγωγή του

  • Έχει γίνει γραμματόσημο μαζί με τους εθνικούς ήρωες και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες, κέρινο ομοίωμα, έχει χρισθεί ιππότης των γραμμάτων και των τεχνών και έχει κοσμήσει άπειρα εξώφυλλα περιοδικών σε διαφορετικές χώρες: με τη λάμψη του τηλεοπτικού φακού να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα αλλά με τη βαθιά συνείδηση ενός πάντοτε φιλοσοφημένου αναζητητή να τον συνοδεύει σε κάθε σκέψη ο Νίκος Αλιάγας παραμένει ο περήφανος εκπρόσωπος της χώρας μας στο εξωτερικό. Σε κάθε του δημόσια εμφάνιση φροντίζει, άλλωστε, να μνημονεύει τη δική του αιώνια Ελλάδα, κάτι που φάνηκε τόσο στις αναφορές του κατά τους πρόσφατους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση όσο και στις φωτογραφίες του που απεικονίζουν την άσβηστη εικόνα της χώρας μας. Ακόμα και στις φωτογραφίες του που εκτίθενται αυτές τις μέρες στους εξωτερικούς χώρους του Δημαρχιακού Μέγαρο του Παρισιού- Hôtel de Ville-είναι προφανές ότι η Ελλάδα του Αλιάγα εμφιλοχωρεί ακόμα και εκεί που δεν το περιμένεις.

«Παριζιάνες» με άρωμα Ελλάδας

Παρότι ο φωτογραφικός φακός του Αλιάγα, όπως και η ματιά του, είναι άκρως επαγγελματικός και καλλιτεχνικός διαθέτει μια ευαισθησία που φαίνεται στον τρόπο που προσεγγίζει τα πρόσωπα και τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας: στο πως απαθανατίζει μια γιαγιά που ποτίζει το λουλούδι της μέσα στην πανδημία, τις φίλες που πίνουν το καφέ τους, τις άγνωστες γυναίκες του αγώνα και του μόχθου. Όπως δηλώνει και ο ίδιος με αφορμή την έκθεση “Παριζιάνες” “Αυτή τη φορά στρέφω την κάμερα μου προς τις Παριζιάνες. Όχι τις Παριζιάνες όπως πιθανότατα τις φαντάζεται κανείς, συνδεδεμένες με το αρχέτυπο της μόδας, αλλά στις πρωταγωνίστριες της καθημερινότητας, αυτές που δεν έχουν ζητήσει ποτέ ούτε αναγνώριση ούτε ενδιαφέρθηκαν ποτέ να ποζάρουν μπροστά σε έναν φακό. Αυτές με συγκινούν”.

Ποτέ, επίσης, ο ίδιος δεν ξεχνάει, όπως ομολογούσε και στην κάμερα της ΕΡΤ, ότι στον ίδιο δρόμο, τη Ριβολί, δηλαδή τον πιο κεντρικό εμπορικό του Παρισιού όπου βρίσκεται το δημαρχείο του Παρισιού-το οποίο καταλαμβάνει ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο-τον είχε διασχίσει αρκετές δεκαετίες πριν ο πατέρας του, όταν είχε πρωτοφθάσει στην πόλη του φωτός φέροντας μαζί του ένα βαλιτσάκι και τις ραφτικές του γνώσεις.

Περήφανος που τώρα το ίδιο πατρικό επώνυμο Αλιάγας δεσπόζει δίπλα από αυτό των καλλιτεχνικών φωτογραφιών που στολίζουν τους εξωτερικούς χώρους του δημαρχείου του Παρισιού- καθώς ακόμα ισχύει το lockdown για τις γκαλερί και τα μουσεία-ο φωτογράφος και τηλεοπτικός αστέρας δηλώνει με πλήρη σεβασμό ότι αυτό “οφείλεται όχι σε εμένα αλλά σε αυτόν”. Με άλλα λόγια στον πατέρα του που ακόμα αποτελεί γι αυτόν το πρότυπο της ευθύτητας και της δικαιοσύνης, που του έμαθε από μικρό ότι την αξία του μόχθου και τον έκανε να μην ενστερνίζεται όχι την αίγλη του σταρ της τηλεόρασης αλλά του ανθρώπου που ακόμα εμπνέεται από τα ταπεινά και τα απλά. Απόδειξη ότι όση φήμη και αν απέκτησε ο Νίκος Αλιάγας δεν έπαψε ποτέ να τονίζει την ταπεινή του καταγωγή διαφημίζοντας την ελληνική απλότητα και σπεύδοντας να δηλώσει, όπως κάνει και τώρα με τη φωτογραφική έκθεση, ότι είναι περήφανος που κάποτε ζούσε σε μια σοφίτα χωρίς νερό και χωρίς χρήματα. Αυτά ήταν τα μεγάλα του όπλα και τα τεράστια μαθήματα.

Αυτές τις ελληνικές του “στιγμές” αναγνωρίζει κανείς και στις φωτογραφίες του που εκτίθενται στους εξωτερικούς χώρους του Hôtel de Ville, όπως σε εκείνη με την Παριζιάνα που στέκεται στην είσοδο του κλειστού πλέον Ελληνικού εστιατορίου L’Acropole-φόρος τιμής του Νίκου Αλιάγα στους Έλληνες μετανάστες που έφτασαν στο Παρίσι από τη Σμύρνη με τη Μικρασιατική καταστροφή το 22 για να φτιάξουν ένα μέρος που τίμησε την ιστορία της Ελλάδας και τις γεύσεις της. Πρόκειται για ένα εστιατόριο-σημείο αναφοράς για τους Παριζιάνους που ξεχώριζε ανάμεσα στα υπόλοιπα ελληνικά στέκια της περιοχής του Σεν Μισέλ με τις κλασικές, παραδοσιακές του τοιχογραφίες και το ελληνικό χρώμα που το αναδείκνυε σε κάθε του λεπτομέρεια. Αυτή η νοσταλγική νότα για την Ελλάδα που χάνεται, διαπερνά κάθε προσέγγιση του Αλιάγα, ο οποίος συνειδητά επιλέγει την όμορφη, ατόφια και ανόθευτη εκδοχή της χώρας καταγωγής του όταν μιλάει για αυτή στους Γάλλους, περήφανος πάντα που μπορεί να βοηθάει στην προβολή της.

Είτε πρόκειται για μια εκτενή περιήγηση του στα ελληνικά νησιά, είτε για τις απαράμιλλες φωτογραφίες του-αίσθηση είχε κάνει εκείνη με τον Έλληνα τσολιά στο Προεδρικό Μέγαρο-είτε για μια απλή συζήτηση για τις ελληνικές συνταγές- όπως τότε, αρκετά χρόνια, όταν είχε ξοδέψει ένα δεκάλεπτο του γαλλικού πράιμ τάιμ για να εξηγήσει τι είναι η “πηχτή”- ο Νίκος Αλιάγας πάντα τοποθετεί τιμητικά δίπλα στο ονοματεπώνυμο του το πρόσημο Έλληνας. Άλλωστε, εξακολουθεί να επιστρέφει στη γενέτειρα του πατέρα του το Μεσολόγγι και να ενδύεται, όποτε του δίνεται η αφορμή, με την παραδοσιακή τοπική φορεσιά ή να εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια στους Γάλλους την πολλαπλή επιρροή που έχουν ασκήσει πάνω του οι ελληνικοί μύθοι. Αυτοί ήταν που τον βοήθησαν να ξεκλειδώσει όλον τον πλούτο των ελληνικών αφηγήσεων και να προσεγγίζει κάθε βήμα του-ακόμα και αν πρόκειται για ένα δημοφιλές σόου όπως το Star Academy το οποίο παρακολουθούσαν εκατομμύρια τηλεθεατές στη Γαλλία-φιλοσοφώντας.

Αυτή τη φιλοσοφική ματιά ως ένα όπλο που του έδωσαν και οι φιλοσοφικές του σπουδές στη Σορβόνη την οικειοποιείται πάντα, ακόμα και όταν φωτογραφίζει. Εξηγώντας, για παράδειγμα, την οπτική του για τις “Παριζιάνες” του στη δημοσιογράφο της ΕΡΤ έλεγε χαρακτηριστικά: “Στην ουσία για μένα το Παρίσι, σαν αρχική ιδέα, είναι ένα σκηνικό θεάτρου. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω. Το Παρίσι σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι σου ανήκει αλλά στην ουσία εσύ του ανήκεις. Εάν το Παρίσι είναι μια θεατρική παράσταση, άλλοτε τραγική και άλλοτε κωμική, οι γυναίκες δεν είναι κομπάρσες, αλλά είναι πρωταγωνίστριες.

Έτσι τουλάχιστον τις αντιλαμβάνομαι, τις αισθάνομαι κι έτσι τις φανταζόμουν μικρός σαν μορφές άυλες, σχεδόν μυθολογικές» για να προσθέσει στη συνέχεια πως: «Η γιαγιά, η κομμώτρια που ζει μέσα στο κομμωτήριό της 54 χρόνια, είναι 88 ετών, ο λιγοστές πελάτισσες της είναι ηλικιωμένες κυρίες της γειτονιάς και η ίδια κοιμάται στον χώρο που δούλευε για πάνω από μισό αιώνα. Ωστόσο πίσω από τη βιτρίνα βλέπει μια κοινωνία όπου κάθε εικόνα εναλλάσσεται γοργά δίχως μνήμη και παρά τα γηρατειά της η κομμώτρια μας δεν πάσχει από αμνησία.

Στην ουσία αν θα έπρεπε να κάνει κάποιος μια προβολή σε αυτό το σκηνικό θεάτρου που λέγεται Παρίσι για μένα οι γυναίκες του χθες και του σήμερα είναι και κατά κάποιο τρόπο τα αρχέτυπα του αύριο. Δεν είναι αυτές που θέλουν να είναι στη μόδα γιατί από τη στιγμή που είσαι μέσα στη μόδα και είσαι στο κάδρο τότε πλέον έχεις μια ημερομηνία λήξεως. Αυτές οι γυναίκες είναι εκτός τόπου και χρόνου σχεδόν σε έναν μετέωρο, παράλληλο κόσμο». Οι γιαγιάδες δεν είναι έτσι μόνο συνώνυμες της ελληνικής του καταγωγής αλλά και ένα μόνιμο σύμβολο αντίστασης αφού στα μάτια του “μοιάζουν να αντιστέκονται μεταφέροντας τη δική τους ενέργεια σε μια έρημη πόλη”. «Δυο γυναίκες που κάθονται σε ένα παγκάκι, που έχουν κατεβάσει για λίγο τις μάσκες και πίνουν μια μπύρα και μου λένε «εμάς βρήκες να βγάλεις φωτογραφία;»

Και τους απαντάω «ναι, σας βγάζω γιατί γελάτε, γιατί βλέπω ένα είδος αντίστασης σε αυτή την ακατανόητη κατάσταση που ζούμε» και δεν μιλάω για αρνητές κλπ απλά για μια στιγμή που κατεβάζουν τις μάσκες, πίνουν τη μπίρα και χαμογελούν πριν τις ξαναβάλουν λέγοντάς μου μάλιστα «μη μας καρφώσεις γιατί οι άνδρες μας αυτή τη στιγμή πιστεύουν ότι κάνουμε ψώνια. Αυτή η στιγμή όμως αποτύπωνε μια αλήθεια, μια πραγματικότητα και με άγγιξε. Γενικά αν δεν αισθάνομαι ένα άγγιγμα μέσα μου δεν φωτογραφίζω. Δεν μπορώ να στήσω δηλαδή φωτογραφίες» έλεγε χαρακτηριστικά στην ίδια δημοσιογράφο της ΕΡΤ εξηγώντας αναλυτικά την οπτική του.

Παρών, όμως, ως φωτογράφος δεν ήταν όμως μόνο στις άγνωστες, τυχαίες στιγμές που λάμβαναν χώρα στην πόλη αλλά και στα σημαντικά γεγονότα όπως στην πυρκαγιά του καμπαναριού της Παναγίας των Παρισίων με τις φωτογραφίες του να δεσπόζουν στα κορυφαία μέσα όλου του κόσμου: «Όταν καιγόταν η Παναγία των Παρισίων, εκείνο το πρωί είχα πάει από τα χαράματα και είχα ραδιοφωνική σύνδεση για ειδησεογραφική εκπομπή. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο που είχαμε για τη σύνδεση έρχεται μια γυναίκα πάνω μου κλαίγοντας και κάποια στιγμή με παίρνει αγκαλιά, κι εκείνη την ώρα που ερχόταν σε μένα είχα τη μηχανή μου και τη φωτογράφισα. Μετά μιλήσαμε, ηρέμησε, ήπιε νερό, της έδειξα τη φωτογραφία, τη δημοσίευσα στο Instagram και στην πορεία τη δημοσίευσαν η Figaro και οι New York Times. Αυτή τη φωτογραφία την έχω ονομάσει η Επόμενη Μέρα” έλεγε χαρακτηριστικά για μια από τις πιο εμβληματικές του φωτογραφίες.

Άλλωστε η έκθεση με τις φωτογραφίες του από τις καθημερινές στιγμές του Παρισιού και τις γυναίκες του στους εξωτερικούς χώρους του Hôtel de Ville-μια σκόπιμη, προφανώς κίνηση αφού μοιάζουν να εναρμονίζονται με την πόλη στην οποία ανήκουν-είναι η πέμπτη που γίνεται σε εξωτερικό χώρο αποδεικνύοντας τη μακρά και σταθερή του σχέση με τη φωτογραφία. Η δουλειά του έχει εξάλλου εξυμνηθεί από τους κριτικούς και έχουν γραφτεί αποθεωτικά άρθρα σε κορυφαία μέσα που αναγνωρίζουν τον επαγγελματισμό και την τελειομανία του Αλιάγα και σε αυτόν τομέα.

Πρωταγωνιστής είναι πάντοτε ο άνθρωπος στις διάφορες εκδοχές και λεπτομέρειες του ακόμα σε ανατομικές αποτυπώσεις αφού είναι γνωστή η σημασία που δίνει ο καλλιτέχνης Αλιάγας στις εκφράσεις των ανθρώπινων χεριών. Εξηγώντας αυτό του το πάθος με τη φωτογραφία που τον οδηγεί και σε αυτή την έκθεση “με έναν παράξενο τρόπο έχει πάρει το δρόμο της και είναι παράλληλο ταξίδι με την πορεία μου στα οπτικοακουστικά, ένα ταξίδι αναγκαίο για μένα. Μια απαραίτητη ισορροπία, σχεδόν θεραπευτική”.

Γιατί τον αγαπούν οι Γάλλοι

Ίσως αυτή η ειλικρίνεια να είναι και ο λόγος που οι Γάλλοι εξακολουθούν να του έχουν ιδιαίτερη αδυναμία αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του όχι μόνο τον δημοφιλέστατο τους παρουσιαστή αλλά και τον προσηνή Έλληνα. Σε ένα εκτενές της κείμενο-κάτι σπάνιο για τηλεοπτικό αστέρα-η εφημερίδα Le Monde εξηγούσε την απρόσμενη δημοφιλία και αναγνώριση που έχει ο Αλιάγας όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και στους διανοούμενους δίνοντας έμφαση στο επίπεδο και τη σαφήνεια των συνεντεύξεων του. Με αυτές έγινε, άλλωστε, διάσημος καθώς κατάφερνε να ‘ξεκλειδώσει’ όχι μόνο εγνωσμένους ξένους αστέρες πρώτης γραμμής-μην ξεχνάμε ότι έχει φωτογραφίσει και πάρει συνέντευξη με Μαντ Ντέιμον, Λένι
Κράβιτς, Νικόλ Κίντμαν, Ράιαν Κόσλινγκ, Μπράντλει Κούπερ για να αναφέρουμε απλώς μερικούς-αλλά και ανθρώπους των γραμμάτων, πολιτικούς, κορυφαίες προσωπικότητες.

Στην Ελλάδα εντύπωση έκανε η πρόσφατη συνέντευξή του με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν όπου ο Αλιάγας κάλυψε ένα ευρύ πεδίο θεμάτων από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, την οποία φάνηκε να έχουν μελετήσει αμφότεροι εξίσου πολύ, έως τις διεθνείς σχέσεις και την τρέχουσα επικαιρότητα. “Ήμουν φανατικός με την επικαιρότητα και αυτό βοήθησε” υποστήριζε ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξη του εξηγώντας την απότομη εκτόξευση της φήμης του από ραδιοφωνικού παραγωγού του RFI (του διεθνούς ραδιοφώνου της Γαλλίας) σε τηλεοπτικό αστέρα πρώτης γραμμής. Δύσκολα μπορεί κανείς να εξηγήσει πως ο πολύγλωττος και πολυμήχανος Έλληνας μεταμορφώθηκε από έναν ικανότατο ερευνητή και δημοσιογράφο σε συνεντευξιαστή πρώτης γραμμής στην εκπομπή “Σε κάνει να θέλεις” (ça donne envie) όπου κατάφερε να “ανακρίνει” δημιουργικά κορυφαία πρόσωπα από όλο τον κόσμο σε τηλεοπτικό παρουσιαστή δημοφιλέστατων σόου, αν δεν ξέρει το πραγματικό ελληνικό του ταμπεραμέντο.

Περήφανος Μεσολογγίτης

Ο ίδιος εξηγεί την ξαφνική αναγνωρισιμότητα που κέρδισε χάρη στην παρουσία του στα γαλλικά shows λέγοντας πως πραγματικά δεν το επεδίωξε διατηρώντας βαθιά μέσα του τον κανόνα της εγκράτειας και της σεμνότητας που του έμαθε ο Μεσολογγίτης πατέρας του. “Ένιωθα πάντα εξίσου εξόριστος” έλεγε με πλήρη συνείδηση στον δημοσιογράφο της Le Monde που του έθετε το κεντρικό ερώτημα του πως αντιμετώπισε την ξαφνική δημοφιλία με την οποία δεν φάνηκε τελικά να είναι ποτέ ιδιαίτερα εξοικειωμένος-απόδειξη ότι προτίμησε να παντρευτεί μια Ελληνίδα που βρίσκεται μακριά από το star system και να τηρεί, ακόμα και σήμερα, με φανατική ευλάβεια τα πατροπαράδοτα έθιμα του τόπου καταγωγής του.

“Ως παιδί δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να πιστέψει ότι με αφορούν όλα αυτά. Εγώ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου σε έναν καθρέφτη μπροστά να θέλω να γίνω Frank Sinatra ή ένας Γάλλος παρουσιαστής της εποχής. Δεν με αφορούσε» έλεγε σε μια πρόσφατη εμφάνισή του στην τηλεοπτική εκπομπή της Ίνας Ταράντου, όπου αποκάλυπτε ότι ήταν οι δυσκολίες της ζωής που του έμαθαν τα πάντα. «Δούλευα νύχτες ατελείωτες και τη μέρα σπούδαζα. Ζούσα σε μια σοφίτα 6 τμ, δεν είχα ούτε νερό. Δεν αισθανόμουν όμως φτωχός, ούτε μίζερος. Ενώ μου έλειψαν πράγματα από τη ζωή, δεν είχα κόμπλεξ με αυτό. Θεωρούσα ότι ήταν μια δοκιμασία, ένα πέρασμα. Θεωρούσα επίσης ότι ακόμα κι αν δεν ξέρω τι θέλω, ξέρω τι δεν θέλω. Δεν ήθελα να ακολουθήσω αυτό που έκαναν όλοι οι άλλοι. Εγώ πήγαινα εκεί που δεν έπρεπε. Με τα χαστούκια, με τις επιτυχίες…

Στην ουσία δεν χάνεις ποτέ κάτι. Μαθαίνεις…» έλεγε με πλήρη ειλικρίνεια στην Ταράντου διακόπτοντας, ενίοτε, τη συνέντευξη για να ρωτήσει έναν κάτοικο του Μεσολογγίου για το που ακριβώς βρίσκει τα καλύτερα φασκόμηλα και πως λέγεται το μαγαζί από που ψωνίζει το ντόπιο αλάτι το οποίο κουβαλάει, φυσικά, μαζί του στη Γαλλία.

Οι απλές, αυθόρμητες αντιδράσεις του παντοτινού κατοίκου της πόλης που τίμησε ο Μπάιρον και συνδέθηκε με τις πιο αγέρωχες σελίδες της ελληνικής επανάστασης είναι το σήμα κατατεθέν του Αλιάγα και ίσως ο λόγος που είναι πάντα αγαπητός τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό: γιατί βγάζει άμεσα και ακομπλεξάριστα την ουσιαστική καταγωγή και τη βαθιά αλήθεια του. Ακόμα και αν είχε επίγνωση της ωραιότητας του- που έκανε κάποτε έναν φωτογράφο να ζητήσει να χρησιμοποιήσει το πορτραίτο του χωρίς άλλα στοιχεία στο εξώφυλλο ενός περιοδικού προτού καν προλάβει να ασχοληθεί με τα μίντια- και αν είχε αντιληφθεί ότι η ευφυία ήταν το μεγάλο του όπλο, το πρώτο που είχε βαθιά συνειδητοποιήσει είναι ότι τίποτα από όλα όσα είχε κερδίσει δεν ήταν αυτονόητα.

Προτεραιότητα του ήταν εξάλλου να μάθει γράμματα, να δουλέψει και να σπουδάσει και όλα αυτά ταυτόχρονα γιατί για τους Έλληνες που τον μεγάλωσαν θεωρούνταν δυνατά και αυτονόητα. Ο πατέρας του ο Ανδρέας τού έμαθε τι σημαίνει ουσιαστικό métier και αξία αφού είχε και εκείνος αποκτήσει αναγνώριση ως ράφτης χωρίς βοήθεια φτάνοντας μάλιστα να ράψει κάποια στιγμή τα κουστούμια που φορούσε ο Αλέν Ντελόν στην ταινία “Borsalino” και να συνεργαστεί με τον Γκι Λαρός ενώ η μητέρα του με καταγωγή από τη Λευκάδα του εμφύσησε την πίστη και εμπιστοσύνη στις βαθιές και ουσιαστικές αξίες. Με τον αλατισμένο αέρα της λιμνοθάλασσας και τον ελεύθερο μουσικό αέρα των νησιών του Ιονίου ο Αλιάγας ήταν το κράμα του κοσμοπολιτισμού και της παράδοσης που έφερε πάντα εντός του από τους γονείς του, παρότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γαλλία.

Προσωπική ζωή

Γι αυτό και παρότι γέννημα θρέμμα του Παρισιού, ένα Γαλόπαιδο με αβρότητα και καλούς τρόπους που κυκλοφορούσε όπως έλεγε στους Αθηναικούς κύκλους όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα, με καλοχτενισμένα μαλλιά και καλοσιδερωμένα πουκάμισα, έμαθε στην πορεία να σκέφτεται πιο ανατρεπτικά ως Έλληνας: όχι με βεβαιότητες αλλά με εκείνη την παλιά φιλοσοφική αμφιβολία που ακόμα και σήμερα φέρει σε κάθε του βήμα. Άλλωστε αγάπησε ως έφηβος όχι μόνο την αρχαιοελληνική θεωρητική σκέψη, τον Πίνδαρο και την ελληνική ποίηση όπως αυτή του Σεφέρη και του Ρίτσου αλλά και τις βυζαντινές εικόνες, τη μουσική και τις προφορικές ιστορίες που άκουγε από μικρός να αφηγούνται στο χωριό στο Μεσολόγγι. Καταλυτικό ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γνωριμία του με τον συγγραφέα Άρη Φακίνο που τον έμαθε να είναι σίγουρος για την παιδεία του και ακόμα πιο βέβαιος για την αγάπη του στην τέχνη, την οποία δεν πρόδωσε ποτέ.

O Nίκος Αλιάγας με τη σύντροφό του Τίνα Γρηγορίου

Ακόμα και σήμερα φροντίζουν να επισκέπτονται πάντοτε με τη σύντροφό του Τίνα Γρηγορίου το Ηρώδειο, όταν βρίσκονται στη χώρα μας και επισκέπτονται βιβλιοπωλεία ή μουσεία. Η γνωριμία του μαζί της ήταν εξάλλου σε καλλιτεχνικό κύκλο, αν και αυτό που τον κέρδισε ήταν η καλλιέργεια της και η σκέψη της αφού συνιστούσε μια από τις πιο γνωστές ψυχολόγους του Λονδίνου. Η ίδια είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο τμήμα Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με μετεκπαίδευση στην Κοινωνική Ψυχολογία: “Μια θεά Άρτεμις” για τον ίδιο που εμφανίστηκε για να του διώξει μακριά όπως ομολογούσε όλες τις φοβίες.

Σήμερα, χάρη στην παρουσία της Τίνας ο Νίκος Αλιάγας φαίνεται να διάγει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, μια αναγνωρισμένη δημοσιογραφική καριέρα και να τρέφει βαθιά μέσα του τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, όπως λέει, ούτε καν η ίδια η δημοσιότητα. Γι αυτό και προτιμά απομονώνεται, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν για να ασχοληθεί με το διάβασμα, τη φωτογραφία, τη γιόγκα ή να περνάει απλώς ποιοτικό χρόνο με τα δυο του παιδιά τον Ανδρέα και την Αγάθη. Ξέρει, άλλωστε, πως βίος ανεξέταστος, όπως έλεγε ο αγαπημένος του Πλάτωνας, ου βιωτός εστί ακόμα και για έναν τηλεοπτικό αστέρα όπως ο Νίκος Αλιάγας.

Τίνα Μανδηλαρά –  protothema.gr