Αποθήκες Ηλιού: «Να θάψουμε τους νεκρούς μας»

Και να που ένα καιρικό φαινόμενο ήταν αρκετό, να περάσει δίπλα μας και να κάνει εκείνο που χρειαζόταν να γίνει για ένα ακόμα κομμάτι από την ερειπωμένη στέγη της καπναποθήκης του Ηλία Ηλιού, για να αποσαρθρωθεί εντελώς  και να πέσει κι αυτό, όπως και το προηγούμενο, στο εσωτερικό ενός οικοδομικού κουφαριού που μόνο την φθορά της εγκατάλειψης αναδεικνύει σήμερα και τίποτ’ άλλο.

  • του Λευτέρη Τηλιγάδα

Θα ήμουνα ο τελευταίος, που θα μιλούσε έτσι σ’ αυτή την πόλη γι’ αυτές τις αποθήκες. Όμως η καταστροφή που οικοδομήσαμε πάνω τους είναι μεγάλη και δυστυχώς ήρθε η ώρα να «θάψουμε τους νεκρούς» μας. Είμαι κάτι παραπάνω από βέβαιος, ότι, αν ολιγωρήσουμε ξανά, τότε διατηρούμε ένα επικίνδυνο κουφάρι μέσα στον κεντρικό ιστό της πόλης πανέτοιμο να προκαλέσει μεγάλες ζημιές ακόμα και σε ανθρώπινες ζωές.

Δυστυχώς, και εδώ βάλτε πολλά δυστυχώς, το μόνο που επιβάλλεται να πραγματοποιήσει η δημοτική αρχή σήμερα, και μάλιστα χωρίς καμία αργοπορία, είναι η ελεγχόμενη κατεδάφιση αυτών των ερειπίων, γιατί αλλιώς, ετούτο το φθινόπωρο και τούτος ο χειμώνας που είναι μπροστά μας θα φροντίσουν για όλα εκείνα που εμείς αρνηθήκαμε να φροντίσουμε τόσα χρόνια τώρα.

Κι όταν λέω εμείς, εννοώ όλοι. Όλοι όσοι από χθες ξεκινήσαμε να φλυαρούμε με ανέξοδα συναισθήματα για την καταστροφή που επιτρέψαμε ή που ανεχθήκαμε. Ας φανούμε λίγο εγκρατείς στα δάκρυα που πλημμυρίζουν σήμερα τα λόγια μας και όλοι μαζί, ας ζητήσουμε να γίνει αυτό που επιβάλλει η επικινδυνότητα του κτιρίου. Τα άλλα, τα ωραία και ιδανικά ας τα κουβεντιάσουμε με τον εαυτό μας μόνο. Γιατί οι ευθύνες είναι όλων μας και είναι μεγάλες. Θα είναι πολύ μεγαλύτερες, αν σε λίγες μέρες ή σε λίγους μήνες, κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια το πότε, ίσως να θρηνήσουμε και θύματα από αυτή μας την αδιαφορία.

Τον τελευταίο ενάμιση μήνα περίπου, περνάω μπροστά από αυτό το ερειπωμένο κτίριο κάθε μέρα, και κάθε μέρα απομακρύνω από το μυαλό μου την ίδια σκέψη, όχι για να την ξορκίσω, άλλωστε είμαι από κείνους που δεν πιστεύουν στο μοιραίο, και δεν πιστεύω σε αυτή τη φενάκη, γιατί γνωρίζω ότι πίσω από το μεταφυσικό της μοίρας βρίσκεται μια καλά κρυμμένη πάντα αιτία τόσο απτή, ως προς το ρεαλισμό της, που κανείς δεν αντέχει να την δει.

Η αδιαφορία της πολιτείας με όλες τις μορφές της (κεντρική διοίκηση περιφερειακή διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση), όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε στα χέρια της ένα δυσεπίλυτο γρίφο πως μπορεί να συντηρηθεί ένα συγκεκριμένο κτίριο το οποίο είναι περιουσία ενός ανύπαρκτου ιδρύματος. Λύση δεν βρέθηκε και έτσι το κτίριο των αποθηκών έμεινε χωρίς τη φροντίδα και την ανάδειξη που του έπρεπε.

Αυτό το αποσαθρωμένο πια κτίριο, δεν έχει πια και τόσο σημασία, πόσο συνυφασμένο μπορεί να είναι με την παλαιότερη κοινωνική και εμπορική ιστορία της πόλης. Άλλωστε, εκ του αποτελέσματος, αυτή η συνάφεια δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την καταστροφή του. Χρόνια τώρα αυτές οι αποθήκες «φωνάζουν» μέσα από τα μεγάλα κπια κουφώματα των παραθύρων μια μακρόσυρτη σιωπή, απόδειξη της γενικότερης αφασίας και απάθειας που διακρίνει το ελληνικό δημόσιο, στο να επιχειρήσει και να λύσει προβλήματα, τα οποία χρονίζουν και τα οποία αποστερούν από τις τοπικές κοινωνίες σημαντικές προοπτικές «αστικής αναπνοής», αναπαράγοντας μόνο τις εικόνες της φθοράς και της εγκατάλειψης, ακόμα και στα πιο σύγχρονα επιτεύγματά τους. Μια φθορά και μια εγκατάλειψη, που όσο κι αν επιχειρείς να την ανατρέψεις, με ένα κομμάτι ουρανό που σου επιτρέπει ο στείρος ρεαλισμός της επιβίωσης να ξεκρεμάσεις από το ταβάνι ενός ονειροπόλου τυχοδιωκτισμού, αντιλαμβάνεσαι όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά τη μεγάλη δυσκολία του ήλιου να πάει την διαδρομή ανάποδα.

Και μένουμε εκκρεμείς και μόνοι δίπλα σε αυτές τις ανεπίδοτες μνήμες του μικροαστικού ονείρου της τοπικής μας κοινωνίας, που προτιμάει να εφευρίσκει την συναισθηματικά ανέξοδη επιλογή του αυτοευνουχισμού της, μόνο και μόνο για τον επιούσιο άρτο, καθώς και για την καταξίωση της χρόνιας κεντρικής γραμμής των γραφειοκρατών και των Διευθύνσεων του κρατικού μηχανισμού που κοιτούν με μυωπικά γυαλιά τις υποθέσεις για να δουν αν όλα τα κόμματα και οι τελείες είναι στη θέση τους.

Το θυμάμαι ζωντανό αυτό το κτίριο, γεμάτο με γυναικεία χέρια που ξεδιάλεγαν, ντάντευαν και ξέπλεκαν τα φύλλα του καπνού, γεμάτο με βαριές αντρικές περπατησιές που κουβαλούσαν πάνω σε μαδέρια τα δέματα του καπνού. Και μετά το θυμάμαι άδειο και παρατημένο… Και μετά δημοτική αποθήκη, γεμάτο με στοιβαγμένα και παρατημένα εκεί κάποια από τα χρήματα των δημοτών να σκίζονται και να χάνονται κι αυτά μαζί με τα αγκωνάρια που κρατούσαν τους τρεις του ορόφους. Και δεν ήταν τόσο τα χρήματα, όσο ήταν το μεράκι και ο κόπος των ανθρώπων που εγκαταλείφθηκε στις σάπιες του σανίδες: σκηνικά θεάτρου που πήγαν εκεί για να φυλαχθούν, κάλπες και χαλύβδινοι πάσσαλοι περίφραξης μαζί με άλλα χρηστικά αντικείμενα των υπηρεσιών του Δήμου και της λειτουργίας της πόλης, που κανείς δεν γνωρίζει πόσα απ’ αυτά φυγαδεύτηκαν από κει, για να καταχωνιαστούν κάπου αλλού μέχρι να χαθούν ή να καταλήξουν στον Χώρο Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων του Αχελώου, για να «τα πάρει το ποτάμι» και να χαθούν για πάντα.

Ο λόγος, που άκουγα όλα αυτά τα χρόνια, ως δικαιολογία για την μη συντήρηση  και τη μη αναβάθμιση του ήταν ότι στην διαθήκη του Ηλιού υπήρχε ένας όρος που όριζε πως το κτίριο κληροδοτήθηκε σε ένα ίδρυμα, το οποίο όμως ποτέ δεν είχε συσταθεί, γιατί ένα από τα μέλη που θα το απάρτιζαν έπρεπε να το ορίσει η τεκτονική στοά της πόλης, όρος ο οποίος δεν ήταν καθόλου εύκολο να ικανοποιηθεί, αφού κανείς, όπως λεγόταν δεν ήξερε ακόμα και αν ήταν υπαρκτή μια τέτοια στοά στην πόλη.

Σύμφωνα με τη διαθήκη του Ηλιού το ίδρυμα θα διοικούσε επιτροπή αποτελούμενη απ’ τον εκάστοτε δήμαρχο Αγρινίου, τον πρόεδρο Πρωτοδικών, τον Εισαγγελέα, τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας «και ενός εισέτι μέλους υποδεικνυόμενου κατά τετραετίαν υπό της εν Αγρινίω Τεκτονικής Στοάς». Στο πρώτο Δ.Σ. θα μετείχαν και δύο προσωπικοί φίλοι του Ηλιού ισοβίως, η αναπλήρωση των οποίων θα γινόταν επίσης με υπόδειξη της Τεκτονικής Στοάς Αγρινίου. Αυτό φυσικά, μόνο ως δικαιολογία, και μάλιστα κακή δικαιολογία της απραξίας, όσων επέλεξαν να αφήσουν τις συγκεκριμένες αποθήκες στο έλεος του χρόνου, θα μπορούσε να «σταθεί», αφού από το 1992 μέχρι σήμερα το συγκεκριμένο διατηρητέο, παρακαλώ, κτίριο έχει περάσει με αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου στα χέρια καταρχάς του Λαογραφικού Μουσείου (ένα τμήμα του ισογείου για την ακρίβεια), για την στέγασή του εκεί και ακολούθως στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τη στέγαση του τμήματός Πολιτιστικού Περιβάλλοντος και νέων τεχνολογιών, απόφαση που όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε, αλλά καλά – καλά δεν γνωρίζουμε αν έχει ανακληθεί και ποτέ. Ο Δήμος Αγρινίου παραχώρησε στους δύο προαναφερόμενους φορείς (Λαογραφικό, Πανεπιστήμιο), επειδή επικαλέστηκε χρησικτησία και είχε μάλιστα εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα με το δημόσιο, το οποίο θεωρούσε και θεωρεί ότι το ίδρυμα είναι υπαρκτό.

Για την ιστορία να πούμε, ότι ο Ηλίας Ηλιού, ήταν ένας μεγάλος καπνέμπορος από την Ιωνία της Μικράς Ασίας, και όταν έχτιζε το κτίριο δεν είχε καθόλου στο μυαλό του ότι έναν αιώνα σχεδόν μετά οι κόποι του, αλλά κυρίως οι κόποι, οι αγωνίες και οι αγώνες, όσων στέγασαν εκεί τον ιδρώτα τους θα κατέρρεαν μέρα με τη μέρα από την αδιαφορία των ανθρώπων στους οποίους κληροδοτήθηκε η περιουσία του.

Τώρα το μόνο που πρέπει να κάνουμε, είναι «να θάψουμε τους νεκρούς μας». Η μεγαλύτερη ντροπή είναι να τους κρατάμε άταφους και νεκρούς, για να όζουν οι μέρες αδιαφορία και παρακμή. Η μοναδική ρεαλιστική λύση που υπάρχει δεν είναι άλλη από την ελεγχόμενη και με όλες τις πρόνοιες για τους κατοίκους και τους επαγγελματίες που ζουν και δραστηριοποιούνται σε αυτή τη γειτονιά κατεδάφισή του. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.