Δυνατό το φως, έντονες οι σκιές

Όσοι θεατές είχαν παρακολουθήσει το 2019 την καθηλωτική σειρά «hernobyl»του καναλιού HBO και την πολυσυζητημένη ταινία «Τζόκερ»του Τοντ Φίλιπς, ίσως θυμούνται, έστω σαν αίσθηση, τη μουσική που τις συνόδευε: επιβλητική, σχεδόν απειλητική στην πρώτη περίπτωση (σαν τη ραδιενέργεια), αγωνιώδης και γεμάτη οδύνη στη δεύτερη (σαν την τρέλα).

  • Όπως ωστόσο συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η συνθέτρια και των δύο σάουντρακ, η Ισλανδή τσελίστρια Χίλντουρ Γκουδναντότιρ, δηλώνει (και είναι) το αντίθετο: ένας αρκετά πρόσχαρος άνθρωπος. Καμία αντίφαση δεν υπάρχει εδώ. «Νομίζω ότι κάθε άτομο» λέει στην «Κ» «έχει δύο πλευρές, που είναι σημαντικό να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί. Και όσο πιο δυνατό είναι το φως, τόσο πιο έντονες σκιές δημιουργεί. Θα έλεγα ότι η μουσική μου είναι στοχαστική, εξαιτίας της συνθετικής μεθόδου μου, που έχει χαρακτήρα διαλογισμού. Την αντιλαμβάνομαι σαν ενδοσκοπική συζήτηση με τον εαυτό μου, την οποία μοιράζομαι με το κοινό, ελπίζοντας ότι έχει κάτι να του πει»

Το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου θα έχει αύριο και μεθαύριο, στις 10 μ.μ., την ευκαιρία να ακούσει την Γκουδναντότιρ να ερμηνεύει στον χώρο της Πειραιώς 260 ζωντανά, μαζί με τους Κρις Γουάτσον και Σαμ Σλέιτερ, τη μουσική της σειράς «hernobyl» Τα ηχητικά της τοπία για την ακρίβεια, που η συνθέτρια και οι δύο συνεργάτες της ηχογράφησαν στο εγκαταλελειμμένο πυρηνικό εργοστάσιο Ιγκναλίνα της Λιθουανίας, γνωστό και ως «η αδελφή του Τσερνόμπιλ» λόγω της ομοιότητάς τους. Η Γκουδναντότιρ αξιοποίησε τους ήχους των μηχανημάτων του τεράστιου κτιρίου, φυσικά ή ηλεκτρονικά όργανα, καθώς και την ανθρώπινη φωνή. Ο χώρος, το περιβάλλον, δεν είχε απλώς μεγάλη σημασία. «Ο χώρος ήταν τα πάντα» εξηγεί η συνθέτις, «και η μουσική της σειράς είχε αυτόν στο επίκεντρο. Γιατί η ιστορία του “Chernobyl” έχει να κάνει ακριβώς με ένα πυρηνικό εργοστάσιο και με όσα πήγαν πολύ στραβά εκεί. Οταν μιλάμε για το Τσερνόμπιλ, μιλάμε και για έναν συγκεκριμένο τόπο, που φέρει ραδιενέργεια. Θεώρησα λοιπόν ότι η μουσική έπρεπε να τον αντιπροσωπεύει»

Τα βραβεία

Αντιλαμβάνομαι τη μουσική σαν ενδοσκοπική συζήτηση με τον εαυτό μου.
Τελικά, η μουσική της σειράς χάρισε στην Γκουδναντότιρ ένα Grammy, ένα Emmy κι ένα BAFTA, ενώ την ίδια χρονιά, η Ισλανδή τιμήθηκε με Οσκαρ για το σάουντρακ του «Τζόκερ» Υπάρχουν άραγε ομοιότητες ανάμεσα στις δύο δουλειές, που σχεδόν συνέπεσαν χρονικά; «Είναι εντελώς διαφορετικές» αποκρίνεται η Ισλανδή και εξηγεί: «Η μουσική του “Τζόκερ” είναι μυθοπλαστική, προέκυψε από τα συναισθήματά μου όταν διάβασα το σενάριο και είχε στόχο να παρασύρει το κοινό σε ένα ταξίδι με τον κεντρικό ήρωα. Η μουσική για το “Chernobyl” μοιάζει με ερευνητικό πρότζεκτ για μια ιστορία αληθινή, η οποία είχε επιπτώσεις σε τόσο πολλούς ανθρώπους. Απαιτούσε να είμαι έντιμη, παρά να κατασκευάσω κάτι. Αναρωτήθηκα λοιπόν πώς θα “ακουγόταν” η ραδιενέργεια, που είναι και αυτή ένας χαρακτήρας της σειράς και πώς θα την αισθάνονταν οι άνθρωποι»

 «Πέταγμα της μέλισσας»

Τα πρώτα ακούσματα της Χίλντουρ Γκουδναντότιρ ήταν πιο γλυκά. Γεννημένη στο Ρέικιαβικ το 1982, κόρη ενός κλαρινετίστα και μιας λυρικής τραγουδίστριας, θυμάται να ζητάει μονίμως από τον πατέρα της να παίξει το «Πέταγμα της μέλισσας»του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και εκείνος να της κάνει κάθε φορά το χατίρι. Αρχισε μαθήματα τσέλου στα πέντε της, ανακατεύτηκε με τα μουσικά συγκροτήματα της γενέτειράς της, σπούδασε σύνθεση στη χώρα της και στο Βερολίνο, κυκλοφόρησε μερικά προσωπικά άλμπουμ και όλα αυτά, αντλώντας έμπνευση και πέραν της μουσικής: «Για παράδειγμα, από τη σχέση που αποκτάς με τους ανθρώπους όταν παίζετε μουσική μαζί, από τις φιλίες που δημιουργείς ή και από τον βουδισμό και τον διαλογισμό. Επίσης, από τη μη ανταγωνιστική συντροφικότητα που είχαμε στη μουσική σκηνή του Ρέικιαβικ, όταν μοιραζόμασταν τον μουσικό εξοπλισμό ή ανταλλάζαμε εισιτήρια για τις συναυλίες μας» λέει η συνθέτρια.

Ωσπου ήρθε και το Οσκαρ: μόλις το τέταρτο που απονέμεται σε γυναίκα για κατηγορία σχετική με τη μουσική. Η Χίλντουρ Γκουδναντότιρ πιστεύει ότι γίνονται θετικές μετατοπίσεις στη βιομηχανία του θεάματος, δεν αγνοεί όμως την πραγματικότητα. «Ακούς στατιστικές του τύπου “η τέταρτη γυναίκα που…” και αναρωτιέσαι πόσες προσλαμβάνονται εξαρχής σε τέτοιες θέσεις» λέει χαρακτηριστικά. «Νομίζω ότι πλέον αναρωτιέται και το κοινό αν υπάρχει πιθανότητα να αλλάξει κάτι, αν υπάρχει τρόπος να αποκτήσει περισσότερο ποικιλία η μουσική που ακούμε. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα χρειαστεί, αλλά νομίζω ότι θα γίνει και τα κάθε λογής media θα γίνουν πλουσιότερα. Θα είναι υπέροχο»

kathimerini.gr