Η Ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η επινόηση της γραφής

Η γραπτή γλώσσα έρχεται να υπηρετήσει μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία χρειάζεται το λόγο ως μη αναλώσιμο τεκμήριο, ως τεκμήριο διαχρονικό

  • Το προαναφερθέν πλούσιο γλωσσικό υπόστρωμα επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, ολόκληρο το «σώμα» της ελληνικής γλώσσας, σε επίπεδο φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και λεξιλογικό. Όμως, η περιοχή εκείνη όπου οι γλωσσικές επιμειξίες γίνονται άμεσα ορατές είναι το λεξιλόγιο. Στο λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής περιλαμβάνεται ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός στοιχείων ξένης προέλευσης. Τα εν λόγω δάνεια προέρχονται αφενός από την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια και αφετέρου από μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

Ένα δεύτερο ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, μετά την προεκτεθείσα διαμόρφωσή της ως ξεχωριστής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, υπήρξε η πρώιμη συνάντησή της με τη γραφή. Το γεγονός αυτό, που έλαβε χώρα το 14ο αιώνα π.Χ., επηρέασε καθοριστικά τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, καθώς σηματοδότησε –και εδώ– τη μετάβαση από τον προϊστορικό στον ιστορικό άνθρωπο. Και όταν αναφερόμαστε στον ιστορικό άνθρωπο, κάνουμε λόγο κατ’ ουσίαν για μεγαλύτερη κυριαρχία επί της φύσης, για μόνιμες εγκαταστάσεις και πόλεις, κατ’ επέκταση δε για ανάπτυξη πολιτισμού, γεωργική δραστηριότητα, καταμερισμό εργασίας και επιστημονική εξέλιξη.

Πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στο ζήτημα της συνάντησης της ελληνικής γλώσσας με τη γραφή, κρίνεται σκόπιμο να ανοίξουμε μια παρένθεση, για να παρουσιάσουμε το πώς οδηγήθηκαν οι ανθρώπινες κοινωνίες στην επινόηση της γραφής.

Ως γνωστόν, η γλώσσα ήταν εκείνη που διαχώρισε τον άνθρωπο από τα ζώα, καθώς το γλωσσικό σημείο δεν εξαρτάται από το σχήμα ερέθισμα-αντίδραση, στο οποίο βασίζεται η ζωική επικοινωνία. Όμως, ο προφορικός λόγος υπόκειται εκ των πραγμάτων σε περιορισμούς, είναι κάτι αναλώσιμο, που δεν επιζεί πέρα από τη στιγμή της εκφώνησής του, όταν δηλαδή ο ακροατής προσλαμβάνει μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες το λόγο που εκφωνεί ο ομιλητής.

Έτσι, σε κοινωνίες με σύνθετη πλέον ιεραρχική οργάνωση εμφανίζεται η γραφή, ως ένα εργαλείο που επινοείται με την ίδια λογική που είχαν επινοηθεί και τα πρώτα εργαλεία του ανθρώπου, ήτοι για να αυξηθούν με τεχνητό τρόπο οι φυσικές δυνατότητές του. Η γραπτή γλώσσα έρχεται να υπηρετήσει μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, η οποία χρειάζεται το λόγο ως μη αναλώσιμο τεκμήριο, ως τεκμήριο διαχρονικό.

Η αρχόμενη γνώση της φύσης της γλώσσας, η συνείδηση που αποκτά σταδιακά ο ιστορικός άνθρωπος για τη γλώσσα και τη δομή της, γεννά το γραπτό λόγο, που συνιστά αναντίρρητα ένα σημείο καμπής στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ορατά ίχνη της συνειδητοποίησης αυτής είναι τα επινοούμενα γραφικά συστήματα, αρχικώς εικονογραφικά, ακολούθως συλλαβικά και τελικώς αλφαβητικά. Μάλιστα, στην αλφαβητική γραφή αποτυπώνεται η ανακάλυψη της βασικής δομικής αρχής της γλώσσας: ολιγάριθμες μονάδες ήχου χωρίς νόημα συνδυάζονται και δημιουργούν μονάδες ήχου με νόημα, τις λέξεις.

in.gr