Η ομάδα 50+ από τη Λευκάδα, είχε καιρό να κάνει τις εξορμήσεις της κι αποφάσισε να εξερευνήσει το ένδοξο Ξηρόμερο μια Κυριακή με αρκετό κρύο και αέρα.
- Ανεβήκαμε κατευθείαν από τη Λευκάδα στο Μοναστηράκι. Μια στάση στον μικρό καταρράκτη «Σεπετού» ήταν η αρχή να καταλάβουμε ότι μας περιμένουν αρκετά λαγκάδια με πολλά νερά.
Το Μοναστηράκι πρωί Κυριακής ήταν άδειο. Είχε δώσει «τα ρέστα του» με γουρουνόπουλα, προβατίνες και αρνάκια σουβλιστά το σαββατόβραδο. Ρωτήσαμε το Θανάση που έσκιζε με μια τεράστια τσεκούρα ξύλα για το τζάκι, από πούθε πάνε στο μοναστήρι της Ρουβιώτισσας. «Δεξιά στο γήπεδο κι αμέσως αριστερά στο δρόμο που θα βρείτε μας είπε αλλά απάνου θα κάνει πολύ κρύο σήμερα».
Εμείς είμαστε ξεκινημένοι κι ούτε π’ ακούσαμε για κρύο.
Πολλά αγροτικά αυτοκίνητα συναντήσαμε στον δρόμο καθώς και σύγχρονες ή παλιές κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Πολλά χιλιόμετρα μαύροι σωλήνες ύδρευσης που όλα ξεκίναγαν από κάποια δεξαμενή που υπήρχαν πολλές σ όλη τη διαδρομή. Πρόβατα πολλά μ αρνάκια νεογέννητα, μερικά ήρεμα τσοπανόσκυλα που λιάζονταν και που δεν τα ενδιέφερε αν περνάγαμε καν και πολλές ελεύθερες αγελάδες και μοσχάρια απ αυτά που λέμε ελεύθερης βοσκής. Γίδια αρκετά με περήφανα γκεσέμια και ελάχιστα κουδούνια, έφτιαχναν με τα κοφτερά δόντια τους τα δικά τους πράσινα γλυπτά, τρώγοντας με μαεστρία -θάλεγες και τέχνη- τα πουρνάρια , δίνοντας απίθανες μορφές στα απομεινάρια τους.
Φτάνουμε σ ένα πολύ όμορφο οροπέδιο με καταπράσινα λιβάδια, επιμελώς περιφραγμένα με παλιά υλικά και μεγάλα «καπρούλια». Το λευκό που βλέπαμε στα λιβάδια δεν ήταν χιόνι αλλά παγωμένα βρουτσούλια που σήμερα δεν θα έσπαγε η κρούστα τους λόγω κρύου.
Τα χιόνια ήταν ακριβώς αποπάνω μας. Ρωτήσαμε το Γιώργο που με το γιό του τον Μήτσο μάζευαν κάτι μοσχάρια με σκουλαρίκια κίτρινα, αν πάμε καλά και πώς σε μια τέτοια αχανή έκταση κουμαντάρουνε τόσα μοσχάρια. Μας απάντησαν σ όλες τις ερωτήσεις μας με χαμόγελο σαν νάλεγαν «μωρέ άσχετοι είναι τούτοι». Είμαστε όντως άσχετοι για τις απλές δουλειές μιας ελεύθερης κτηνοτροφίας.
Σε μια διαδρομή απότομη αλλά επιμελώς στρωμένη με τσιμέντο για να κρατάει στις βροχές και τα χιόνια, ακριβώς στη διασταύρωση για Βάτο, ανεβαίνουμε αριστερά με κλίση 15% και φτάνουμε στο μοναστήρι της Ρουβιώτισσας με το θερμόμετρο στο -1C. Ι
στορικό και παλιό το μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία και με εορτολόγιο στις 8 Σεπτέμβρη. Όπως διαβάζουμε σε τοπικά sites, είχε και περιουσία και μοναχούς και πολλά ιστορικά κειμήλια και εικόνες.
Όλα… χάθηκαν. Ψυχή ζώσα τώρα εδώ επάνω. Ούτε καν ένας σκύλος. Τίποτα. Μονάχα ενα πηγάδι κι ο αέρας που έκανε ένα σωρό ήχους χτυπώντας μια μικρή καμπάνα στο πορτόνι και μια ετοιμόρροπη κάναλη. Πολλά τα κελιά, εγκαταστάσεις για τρανό πανηγύρι, αφού είδαμε και δύο τάκους για να λιανίζουνε τα σουβλισμένα κρέατα(!) όταν γίνεται το πανηγύρι που όλοι οι τσοπαναραίοι δίνουν δωρεάν απ τα κοπάδια τους.
Θεόκλειστη η εκκλησία αλλά κι ένα κλειδί σ ένα σημείο που δεν άνοιγε τίποτα. Φαίνεται ότι όσοι το χρησιμοποιούν ξέρουν τι πόρτα ανοίγει. Θα είναι μάλλον για κάποιον (τεχνικό ή τσοπάνο) που θα ζητήσει ένα κεραμίδι να περάσει το βράδυ του αποκλεισμένος από καμιά χιονοθύελλα ή σφοδρή καταιγίδα εκεί στην τόσο ξέμακρη τοποθεσία στα 1400 υψόμετρο.
Πήραμε την κατηφόρα παρατηρώντας μια πολύ ήσυχη αλεπού που μας κοίταζε με απορία με μια μικρή στάση ν αποθανατίσουμε μια αγέλη αγελάδων με τα νεογέννητα τους!!
Η… μαμά μάς κοιτάζει κι απορεί που την θαυμάζουμε…
Πόσο τρυφερή εικόνα. Και απ ότι ρωτήσαμε αυτά τα μικρά γεννήθηκαν εκεί ψηλά στην άγρια, δική τους φύση στο φυσικό τους περιβάλλον!!
Ξαναήρθαμε Μοναστηράκι που είχαν πλέον οι αυτοκινούμενοι γυρολόγοι της κυριακής απλώσει τις πραμάτιες τους και περάσαμε από την Κορπή. Όλα βέβαια εδώ είναι πλεον βιομηχανικά εκτός από την πηγή στη Νεράιδα αλλά έτσι κι αλλιώς τόχουμε ξαναδεί το «έργο». Τα καλούδια της φύσης σε συρματόπλεγμα ψηλό και μαλλον φρουρούμενο. Κάποια απ την παρέα, λίγο παραπέρα, φωνάζει «εδώ είναι μεριά για σπαράγγια».
Κατεβαίνουμε. Κάποια κάνει τις παρατηρήσεις και μας δείχνει πώς να ξεχωρίζουμε τις σπαραγκουνιές από τις οβριές! Δεν έχουν και μεγάλη διαφορά αλλά η γεύση είναι άλλη. Βρίσκουμε μερικά και τα τρώμε ωμά. Είχαν μια πολύ ωραία γεύση, άρα σαλάτα θα είναι καλύτερα..
Ανεβαίνουμε Θύρρειο ( ή Θύρριο) αφού περάσουμε από το ξερό γήπεδο με τις πλαστικές κερκίδες του ένδοξου «Ακαρνανικού». Στο Θύρριο έχει δυό μεγάλες εκκλησίες, πολλά τα καφενεία και όλα σχεδόν κλειστά ή γεμάτα καπνούρα απ τα τσιγάρα 3-4 ατόμων. Αν συνεχίζαμε την ανηφόρα θα φτάναμε απ άλλη μεριά πάλι στις κεραίες της τηλεόρασης.
Ο παραδοσιακός καφές που είχαμε ρεμπευτεί μετατίθεται για το επόμενο χωριό αλλά μια επίσκεψη στο ενδιαφέρον μουσείο του χωριού μας εντυπωσιάζει!
Το Θύρρειο υπήρξε η πρωτεύουσα του θέματος των Ακαρνάνων κι έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την κάθοδο των Μακεδόνων του Φιλίππου αλλά και στην έλευση των Ρωμαίων να μας… ελευθερώσουν από τον Φίλιππο. Παντού θα θυμηθείς μια εμφύλια διχόνοια σε τούτη τη γη… Δυστυχώς.. Όμως κάπου υπάρχουμε κι εμείς. «Κατά το έτος 191 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας, μετά την κατάληψη της Μεδεώνος, προσπάθησε επίσης να καταλάβει το Θύρρειο, αλλά οι κάτοικοί του αντιστάθηκαν και υπερασπίστηκαν τα εδάφη τους. Λίγο μετά ο στρατός του Αντίοχου αποσύρθηκε λόγω της άφιξης στην Λευκάδα νέων ρωμαϊκών στρατευμάτων.»
Κατεβαίνουμε απ τα ψηλά αντικρίζοντας απ την πίσω πλευρά τις μητερές ράχες των Ακαρνανικών που αφήνουμε και κατεβαίνουμε στο Δρυμό που η ρυμοτομία του είναι παραδειγματική καθώς και η άψογη περιποίηση του Φώτη στο καφέ του. Καθίσαμε έξω γιατί ήταν προσήλιο κι ευχαριστηθήκαμε τον παραδοσιακό καφέ μας και το νερό απ την απέναντι βρύση.
Ντάλα ο ήλιος κι αρχίζουμε ανάβαση για τον Άγιο Βάρβαρο, κοντά στο χωριό Τρύφου. Κατεβαίνουμε προς την χαράδρα που είναι και τα λουτρά , οι καταρράκτες, ένα ξενοδοχείο και η εκκλησία του Αγίου Βάρβαρου.
Ακούμε ήδη τη βουή του νερού που πέφτει στο βάραθρο όταν ξαφνικά ο δρόμος κόβεται. Κόβεται εντελώς από κατολίσθηση. Η κατασκευή του δρόμου δεν είχε την αντιστήριξη που χρειαζόταν και «κατέβηκε» 2 μέτρα κάτω.
Αφήνουμε το αυτοκίνητο κι αρχίζουμε κατάβαση με τα πόδια για περίπου 2 χιλιόμετρα. Ευκαιρία είναι..
Αντικρίζουμε από μακριά τον όγκο του ξενοδοχείου αλλά όχι την εκκλησία. Λίγο πριν φτάσουμε μπαίνουμε σ ένα μονοπάτι που οδηγεί στους πολλούς επάλληλους καταρράκτες.
Δυστυχώς και το μονοπάτι κόβεται κι όχι μόνο αλλά εξαφανίζεται στο χάος όπως και τα στηθαία του μεγάλου γεφυριού που φαίνεται να ήταν χωρίς οπλισμό…
Έτσι μένουμε με τον ήχο και μερικές κλεφτές ματιές στον πρώτο καταρράχτη βάζοντας πλέον την φαντασία μας να υλοποιήσει εικόνα απ τον ήχο και τη βοή του νερού.
Κι ακόμα την μυρωδιά από θειάφι που οι ιαματικές πηγές αφήνουν ελεύθερη.
Το ξενοδοχείο δεν μας ενδιαφέρει, σίγουρα θα είναι εγκαταλειμμένο χρόνια.
Όσο για την εκκλησία του άγιου Βάρβαρου, ένα πειρατή που έγινε ασκητής και ζούσε (820- 849 μ.Χ.) σε σπηλιές σ αυτή την περιοχή, δυστυχώς δεν υπήρχε πρόσβαση να φτάσουμε μέχρι εκεί.
Εξ άλλου την ίδια εκκλησία αφιερωμένη στον ίδιο άγιο έχουμε κι εμείς εδώ, στην Κατούνα!!
Αρκούσε η προσπάθεια κι η δύσκολη ανηφόρα της επιστροφής. Όμως όποιοι έφτιαξαν αυτό το δρόμο, θα πρέπει να τον φτιάξουν ξανά και καλά αυτή τη φορά.
Αφήνουμε πίσω μας το βουητό και φτάνουμε σ ένα χωριό απ όπου κατάγεται η πιο «διάσημη άσχημη του ελληνικού σινεμά». Η Γεωργία Βασιλειάδου, η «καλή μας η μαμή», στο χωριό Τρύφου.
Η ηθοποιός ήταν κόρη του Αποστόλη Αθανασίου το γένος Κουτρούλη.
Το χωριό έχει κι αυτό την δική του… «ασχήμια »με άναρχη δόμηση ή μάλλον ζεί στον αστερισμό της Κατούνας Ξηρομέρου που φτάνουμε σε λίγο αφού περάσουμε από τον Αχυρώνα, ένα μικρό συνοικισμό.
Έκανε κρύο στην Κατούνα κι ήταν σχεδόν όλα κλειστά. Μεγαλο χωριο η Κατούνα με όλες τις υπηρεσίες, τράπεζες, ΕΛΤΑ κλπ.
Το ξεροβόρι θέριζε και ίσα που κατεβήκαμε μέχρι τη πλατεία της μεγάλης εκκλησίας κι αντικρίσαμε την πολυπόθητη διάνοιξη της «παράκαμψης Αμφιλοχίας» που θα συντομεύσει τις διαδρομές μας.
Τόσο το Μοναστηράκι, ο Δρυμός κι η Κατούνα δείχνουν μια δυναμική στην τοπική οικονομία με γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες, πρωτογενείς και δευτερογενείς, με ελαιοτριβεία, τυποποίηση βρώσιμων ελιών, τυροκομεία, σφαγεία οργανωμένα, απέραντα λιβάδια και εξαιρετικές εγκαταστάσεις σταυλισμού ζώων με παράλληλες εγκαταστάσεις ύδρευσης, σιλό ζωοτροφών, γεωργικά και σκαπτικά μηχανήματα και παντού βλέπεις κοπάδια από πρόβατα, γίδια, βοοειδή.
Ωραίες παιδικές χαρές και προσήλια σχολεία όλων των βαθμίδων φαίνεται να κρατάνε τον τοπικό πληθυσμό στα χωριά τους αν και υπάρχει και η σχετική εγκατάλειψη αλλά μαζί και η δυναμική με αρκετούς νέους.
Επίσης σε κάθε χωριό, σε εντυπωσιάζει η ανάμνηση μια μάχης, μιας θυσίας για την Ελλάδα, όπως στην ερειπωμένη μονή της «Παναγίας Δευτέρας»(!) σε ανάμνηση μιας νίκης κατά των Τούρκων που τέλειωσε μια Δευτέρα μετά από 111 μέρες μαχών, σ ένα μοναστήρι που τώρα είναι σχεδόν ερείπιο λίγο έξω απ την Κατούνα.
Φεύγουμε προς τον Αετό περνώντας από τον Πύργο της Αλυζίας που πρέπει να ξαναπάμε για να θαυμάσουμε ότι έχει απομείνει από τα θαυμάσια γλυπτά του Λύσιππου πάνω σε πέτρα…
Οι αρχαίοι Αλύζιοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία ,την κτηνοτροφία ,την αλιεία, τη ναυπηγική και το εμπόριο. Η επίκαιρη θέση της όμως, την έφερε σε επαφή τόσο με τους άλλους Ακαρνάνες και Λευκάδιους όσο και με τους Κορίνθιους και τους Αθηναίους.
Ένα παμπάλαιο πύργο παρατήρησης πάνω από ένα στενό πέρασμα, για τον φόβο των πειρατών που ερχόταν απ τη θάλασσα του Καλάμου.
Από εκεί πάμε στο Αρχοντοχώρι, ένα μεγάλο χωριό που κι αυτό έχει την δυναμική του αν και βρίσκεται δίπλα σχεδόν στον Μύτικα.
Είναι ολοφάνερο ότι ο Μύτικας ζεί επειδή υπάρχει το Αρχοντοχώρι και η Κανδύλα που το προμηθεύουν όλα τα καλά για την τουριστική του ανάπτυξη, εκτός από ψάρια…
Καταλήξαμε κάπως αργά με τον φιδίσιο παραλιακό δρόμο, απέναντι απ το νησί, για ένα τσιπουράκι στη Ζαβέρδα, μπροστά στο λιμανάκι. Κι ήταν η επιτομή της εκδρομής μας «μπακαλιάρος με σκορδαλιά» σπιτίσια!
Κι εκει που φεύγαμε νάσου ο Σπύρος απ την Κοντάραινα με την οικογένειά του που γύριζε από μια ημερήσια εκδρομή στο «μουσείο του αλατιού» που θα είναι και η δική μας επόμενη εξόρμηση, μέσω Αστακού…
Γυρίσαμε αργά στη Λευκάδα με γεμάτη τη μέρα μας εικόνες και ιστορία.
Η Ακαρνανία πέρα του ότι είναι ένας μεγάλος γεωγραφικά τόπος, σε συναρπάζει με της εναλλασσόμενη φύση, απ τη θάλασσα στον ουρανό, με τα κοπάδια και τα λιβάδια της, τους τεράστιους ορεινούς όγκους της αλλά και τις μεγάλες πλατείες με τις τρίπατες εκκλησίες της σχεδόν σ όλα τα χωριά της.
Με την παμπάλαιη ιστορία της, το κοινό των Ακαρνάνων, με τους ήρωες της επανάστασης του 1821, με τα μοναστήρια της και τον άγιό της, τον πατροΚοσμά τον Αιτωλό.
Παναγιώτης Σκληρός – aromalefkadas.gr
*Γκεσάμια= τα δυνατά τραγιά, αρχηγοί της αγέλης
*Καπρούλια= οι πάσσαλοι περίφραξης από ακατέργαστο ξύλο
*Βρουτσούλια= νερά που ξεχειλίζουν
Σχετικά Άρθρα
Δήμος Ι.Π. Μεσολογγίου: Επιδείνωση καιρού
Έπαιζαν παράνομα χαρτιά, 7 συλλήψεις
Διακοπή ρεύματος στον Άγιο Κωνσταντίνο