Η ιστορική και γραφική κωμόπολη της Βόνιτσας (Photos)

Η ιστορική και γραφική κωμόπολη της Βόνιτσας βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Ξηρομέρου κοντά στο ακρωτήριο Άκτιο, δεξιά, καθώς εισερχόμαστε στον Αμβρακικό κόλπο σε όρμο που σχηματίζει πέταλο. Το ένα άκρο του πετάλου ονομάζεται Πυροβολείο ή Κεφάλι Παναγιάς και το άλλο Γελάδα. Η Βόνιτσα έχει όμορφη παραλία και ένα νησάκι μπροστά στο λιμάνι της, την Κουκουμίτσα, και από πάνω, στο λόφο, δεσπόζει το μεσαιωνικό της κάστρο.

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της η Βόνιτσα ήταν το σημαντικότερο στρατιωτικό, οικονομικό και διοικητικό κέντρο της βόρειας Ακαρνανίας και το ισχυρό της κάστρο έλεγχε κατά καιρούς την περιοχή του Αμβρακικού μέχρι το Λουτράκι και του Ιονίου μέχρι την περιοχή της Παλαίρου. Οι μεγάλες παραγωγικές εκτάσεις τριγύρω της, τα πλούσια φυσικά της ιχθυοτροφία, οι αλυκές της, αλλά και ο έλεγχος του Αμβρακικού και του δρόμου προς τη Λευκάδα την έκαναν πλούσια και για το λόγο αυτό ήταν ανέκαθεν το μήλο της έριδας για τους επίδοξους κατακτητές της. Μετά την Απελευθέρωση έγινε η πρωτεύουσα της Επαρχίας Βονίτσης και Ξηρομέρου.

Λίγο δυτικά από τη θέση της σημερινής Βόνιτσας, πλάι στο λιμάνι του Αγίου Πέτρου, ήταν χτισμένο το αρχαίο Ανακτόριο, το οποίο είχε ιδρυθεί από τους Κορινθίους το 630 ή 625 π.Χ., την εποχή της μεγάλης αποικιακής εξάπλωσής τους. Την εποχή αυτή ιδρύθηκαν επίσης από τους Κορινθίους και οι κοντινές πόλεις Λευκάδα, Αμβρακία, Σόλλιο (620 π. Χ.), Ηράκλεια (620 π. Χ.), Απολλωνία κ.ά. Σήμερα σώζονται τα ερείπια της ακρόπολής της, ο ναύσταθμος και τα δυο της νεκροταφεία.

Ο Ηρόδοτος (βιβλ. 9, 28-31, 81) αναφέρει ότι οι Ανακτόριοι έλαβαν μέρος στη μάχη των Πλαταιών μαζί με τους Αμβρακιώτες και τους Λευκάδιους και το ονόματά τους αναγράφηκαν στο χρυσό τρίποδα  που στήθηκε στους Δελφούς από τους Έλληνες (βλ. και Παυσανίας, 5, 23, 2). Ένα χρόνο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (432 π.Χ.) έγινε κοντά στο Ανακτόριο μια ναυμαχία Κερκυραίων και Κορινθίων, όπου οι Κερκυραίοι νίκησαν. Ύστερα οι Κορίνθιοι κατέλαβαν με απάτη το Ανακτόριο, που, όπως είδαμε, ήταν κοινή τους αποικία. Το 425 π.Χ. οι Κορίνθιοι εκδιώχτηκαν από τους Ακαρνάνες και τους Αθηναίους και έκτοτε εποίκησαν το Ανακτόριο φιλοαθηναίοι Ακαρνάνες.

Με την ίδρυση της Νικόπολης, μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., πολλοί κάτοικοι του Ανακτορίου εποίκησαν με τη βία τη νέα πόλη. Είναι χαρακτηριστικό πως το νεκροταφείο της πόλης, που βρισκόταν στη θέση Καπάσες, παύει να χρησιμοποιείτε τον 1ο π.Χ. αι. Όμως το Ανακτόριο συνέχιζε να ακμάζει ως περιοικίδα της Νικόπολης, γιατί αποτελούσε εμπορικό λιμάνι και χρησίμευε και για τον εφοδιασμό της νέας πόλης.

Από το 146 π.Χ. η περιοχή του αρχαίου Ανακτορίου, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, αποτελούσε τμήμα του Ρωμαϊκού και στη συνέχεια του Βυζαντινού Κράτους. Όμως το αρχαίο Ανακτόριο ερημώθηκε και ερειπώθηκε και από τον 4ο αι. η περιοχή είναι γνωστή με το όνομα Βόνιτσα.

Η Βυζαντινή πόλη Βόνιτσα χτίστηκε σε μικρή απόσταση ανατολικά, στους πρόποδες του λόφου, τον οποίοοι Βυζαντινοί τον είχαν μετατρέψει σε οχυρό. Στους επόμενους αιώνες η Βόνιτσα γνώρισε πολλές επιδρομές βαρβάρων, πειρατών και κουρσάρων. Χάρη στο ισχυρό της κάστρο όμως, μπόρεσε να αντέξει και να αναπτυχθεί σε σημαντικό εμπορικό και στρατιωτικό κόμβο. Οι Βενετοί από πολύ νωρίς διέβλεψαν τη στρατηγική και εμπορική σημασία της πόλης και τελικά το 1182 κατάφεραν, βοηθώντας το Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ Κομνηνό να νικήσει τους Νορμανδούς, να αποκτήσουν εμπορικά προνόμια, μεταξύ άλλων, και στη Βόνιτσα.

Μετά από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, Λατίνους και Βενετούς το 1204 η Βόνιτσα, όπως και άλλα σημαντικά εμπορικά κέντρα της Ελλάδας (Ναύπακτος, Κρήτη, Μονεμβασία, Μεθώνη, Κορώνη κ.α.), πέρασαν στην κατοχή των Βενετών. Όμως ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας (1204-1215), ξάδερφος των Αγγέλων αυτοκρατόρων, κατάφερε και κατέλαβε την περιοχή και γρήγορα εδραιώθηκε στην Άρτα. Οι Βενετοί δεν μπορούσαν να τον εκδιώξουν και αρκέστηκαν σε αποκλειστικά εμπορικά προνόμια στην περιοχή της επικράτειάς του.

Ο Μιχαήλ, πριν πεθάνει, μοίρασε την επικράτειά του στους δυο μεγαλύτερους γιους του. Ο Νικηφόρος (1271-1296) πήρε τη Δυτική Ελλάδα και ο Ιωάννης την Ανατολική, που είχε έδρα την Υπάτη. Οι σχέσεις των δύο αδερφών δεν ήταν καλές και πολλές φορές ήρθαν σε εμπόλεμη αντιπαράθεση.

Το 1362 η περιοχή της Βόνιτσας πέρασε στην επικράτεια των Τόκκων, αφού εν τω μεταξύ είχε αλλάξει πολλούς κατόχους. Η οικογένεια των Τόκκων καταγόταν από το Μπενεβέντο της Ιταλίας και είχε υπηρετήσει πιστά για πολλά χρόνια τους Ανδεγαυούς.

Η του Μαγδαληνή Buondelmonti αντάλλαξε τη Βόνιτσα με το φρούριο της Καλαβρίας Melicotha (8 Νοεμβρίου 1377), το οποίο άνηκε στους Ιωαννίτες ιππότες και θα έπαιρνε επιπλέον 50 ουγκιές ασήμι για πέντε χρόνια. Έτσι οι Ιωαννίτες εξασφάλισαν ένα προγεφύρωμα για την Ήπειρο και το 1378 έφτασαν στη Βόνιτσα με πλοία από την Κέρκυρα. Επικεφαλής τους ήταν ο Μέγας Μάγιστρος Huan Hernandez de Heredia. Όμως δεν κατάφεραν να εκδιώξουν τους Αλβανούς, αντίθετα, οι Αλβανοί σε ενέδρα τους αποδεκάτισαν και έπιασαν αιχμάλωτο το Heredia (1378), ο οποίος απελευθερώθηκε δίνοντας λύτρα. Μετά από την ήττα τους αυτή οι Ιωαννίτες αποχώρησαν και η περιοχή πέρασε πάλι στον έλεγχο της Μαγδαληνής.

Μετά την κατάληψη και της τελευταίας κτήσης των Τόκκων, της Βόνιτσας, στην Αιτωλοακαρνανία αρχίζει για την περιοχή η μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, που τόσα δεινά επέφερε στους κατοίκους και στον τόπο.  Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδας δεν αντιμετωπίζουν τη μοίρα τους ως ραγιάδες υποτελείς του Σουλτάνου, αλλά όποτε έβρισκαν την ευκαιρία ξεσηκώνονταν, όπως το 1585, όπου ο αρματωλός της Βόνιτσας Θεόδωρος Μπούας Γρίβας επιτίθεται και σφάζει τους Τούρκους της Βόνιτσας και ολοκλήρου του Ξηρομέρου. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν και οι αρματωλοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος. Όμως οι Τούρκοι έστειλαν ενισχύσεις από τα Τρίκαλα και τη Ναύπακτο και οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Ο Γρίβας πέρασε στην Ιθάκη, όπου  πέθανε από τα τραύματά του, ενώ οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί κατέφυγαν στα απόκρημνα βουνά του Σουλίου.

Το 1684 (19 Δεκεμβρίου), μετά από τη νικηφόρα προέλαση του Βενετικού στρατού, κατελήφθη για λογαριασμό της Βενετίας η Βόνιτσα από τον Κεφαλλονίτη Άγγελο Δελαδέτσικα, ο οποίος είχε μαζί του Έλληνες εθελοντές. Μετά την κατάληψη της Βόνιτσας ο Δελαδέτσικας έλαβε μέρος και στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στο Λουτράκι Κατούνας και στις περιοχές προς την Αμφιλοχία, όπου πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση.

Οι Βενετοί κατέλαβαν ολόκληρη την Ακαρνανία και τη Λευκάδα και οι προεστοί του Βάλτου και του Ξηρομέρου δήλωσαν υποταγή σε αυτούς. Οι Τούρκοι όμως έκαναν συχνές επιδρομές στο Ξηρόμερο ορμώμενοι από τη Ναύπακτο. Οι  επιδρομές αυτές σταμάτησαν το 1687, όταν οι Βενετοί κατέλαβαν αρχικά τα φρούρια των Πατρών και του Ρίου και στη συνέχεια τη Ναύπακτο, ολοκληρώνοντας έτσι την κατάκτηση της Δυτικής Ελλάδας. Οι Βενετοί οργάνωσαν την περιοχή σε δύο διοικητικές περιφέρειες (territorri), Βόνιτσας και του Ξηρομέρου, που περιλάμβαναν περίπου 40 χωριά και οικισμούς. Η περιοχή της Βόνιτσας εκτεινόταν ανατολικά στον Αχελώο και έφτανε μέχρι την περιοχή του ακρωτηρίου του Ακτίου.

Το 1715, με το νέο Τουρκοβενετικό πόλεμο, οι Σπαήδες γενίτσαροι του Λέρ-μπέη της Ρούμελης λεηλατούν και καταλαμβάνουν πάλι τη Βόνιτσα. Βοηθούνται σε αυτό από τον πασά της Ναυπάκτου, ο οποίος είχε υπό την ηγεσία του 15.000 Αλβανούς, Ιωαννίτες, Ακαρνάνες και Αιτωλούς σπαήδες. Ο Λερ-μπέης εισβάλει και λεηλατεί τη Λευκάδα. Την περίοδο αυτή πολλά από τα χωριά του Ξηρομέρου ερημώνονται και οι κάτοικοί τους καταφεύγουν στα βουνά. Οι Τούρκοι κρατούν τη Βόνιτσα ένα χρόνο και την αποδίδουν πάλι στους Βενετούς, μαζί με την Πρέβεζα, την Πάργα και το Βουθρωτό. Αυτός ήταν ο τελευταίος Τουρκοβενετικός πόλεμος, που έληξε το 1718 με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (Passarovitz), η οποία οριστικοποιούσε τα στρατιωτικά δεδομένα.

Το φρούριο της Βόνιτσας ήταν για τους Βενετούς σπουδαίας στρατηγικής σημασίας, γιατί, μαζί με τα φρούρια της Πρέβεζας και της Λευκάδας (Αγίας Μαύρας), έλεγχαν το εμπόριο προς και από τον Αμβρακικό, αλλά και όλο το Ιόνιο, σε συνδυασμό με τα άλλα σημαντικά κάστρα που κατείχαν, της Ναυπάκτου, της Πάργας και του Βουθρωτού. Στα επόμενα χρόνια η περιοχή της Βόνιτσας είχε ηρεμία, εκτός από το 1750-52, που ο Αρβανίτης Μάλιος Μπεκτσής (στα τούρκικα σημαίνει αγροφύλακας) κατέστρεψε το Καρπενήσι και πολλοί κάτοικοί του κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Βόνιτσα, Λευκάδα και λίγοι στην Πρέβεζα.

Στην απογραφή των Βενετών το 1760 η Βόνιτσα αναφέρεται μαζί με τις άλλες ηπειρωτικές κτήσεις της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, Πάργα και Πρέβεζα, και είχε πληθυσμό 1.543 άτομα (263 αγόρια, 494 άνδρες, 26 γέροντες, 398 κορίτσια και 440 γυναίκες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και 40 ιερείς και μοναχές, όπως αναφέρονται αδιακρίτως).

Επί Βενετοκρατίας η Βόνιτσα υπήρξε σπουδαίο εμπορικό, εκκλησιαστικό και στρατιωτικό κέντρο, είχε δικό της προβλεπτή και ήταν έδρα στρατολογίας των Leventi ή Ευζώνων, οι οποίοι αργότερα έγιναν κλέφτες ή αρματωλοί. Το μεγάλο φρούριό της κτίστηκε από τους Βενετούς πάνω σε παλαιότερο βυζαντινό και είναι τετράγωνο με οχυρούς προμαχώνες και πύργους. Το έδαφος της Βόνιτσας ήταν πολύ γόνιμο και παρήγαγε αρκετό καλαμπόκι, σιτάρι, λάδι, όσπρια κ.ά. Επίσης, έβοσκαν σε αυτό πολλά κοπάδια προβάτων, γιδιών, βοδιών, γουρουνιών και βουβαλιών. Τα πλούσια αυτά προϊόντα εξάγονταν από το λιμάνι της ή πουλιόνταν στην αγορά της Λευκάδας (Αγία Μαύρας) και από εκεί μεταφέρονταν σε πολλά μέρη του εξωτερικού.

Στα μέσα του 18ου αι. στην περιοχή της Βόνιτσας κατοικούσαν 339 οικογένειες, στην πόλη και 26 στους  τριγύρω μικρούς οικισμούς. Οι οικογένειες αυτές είχαν 3.084 άτομα, εκ των οποίων τα μισά ήταν εβραϊκής καταγωγής.  Τον Αύγουστο του 1776 οι κάτοικοι της Βόνιτσας ζητούν με γραπτή αίτησή τους από τη σύγκλητο της Βενετίας την άδεια να συγκροτήσουν κοινότητα (Consiglio), κατά το πρότυπο των κατοίκων της Πρέβεζας, στην οποία δικαίωμα θα είχαν οι παλιές και ευυπόληπτες οικογένειες. Ο δόγης έκανε δεκτό το αίτημά τους το Νοέμβριο του 1778. Ο καταστατικός χάρτης συντάχθηκε τον επόμενο χρόνο από το Βενετό γενικό προβλεπτή της θάλασσας Giacomo Mani και περιλάμβανε 15 άρθρα. Στην αρχή αναφέρονταν τα ονόματα των κατοίκων που θα είχαν το δικαίωμα της συμμετοχής στο Συμβούλιο, οι οποίοι ήταν 184 και προέρχονταν από 146 οικογένειες.

Όσες οικογένειες περιλαμβάνονταν στο Συμβούλιο είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα και απαλλάσσονταν από αγγαρείες. Κάθε άνδρας, από τις 146 αυτές οικογένειες, θα μπορούσε να γίνει μέλος του Συμβουλίου όταν συμπλήρωνε το 20ο έτος της ηλικίας του, ενώ για αναλάβει κάποιο αξίωμα θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει το 25ο. Η είσοδος μιας νέας οικογένειας στο Συμβούλιο απαιτούσε την παραμονή της επί δέκα τουλάχιστον χρόνια στην περιοχή και την έγκριση του προβλεπτή της Βόνιτσας. Στα άρθρα του καταστατικού χάρτη περιγράφεται ο τρόπος λειτουργίας της διοίκησης, της δικαιοσύνης και όσα άλλα αφορούσαν στην ομαλή λειτουργία της Κοινότητας. Μετά από αυτόν τον καταστατικό χάρτη δημιουργήθηκε στη Βόνιτσα μια προνομιούχος τάξη, που είχε αποκτήσει τον ισόβιο και κληρονομικό τίτλο του πολίτη.

Στα τέλη του 18ου αι. η Βόνιτσα είχε περίπου 2.000 κατοίκους, που κατοικούσαν σε τέσσερις οικισμούς. Στο κυρίως χωριό, την Κώμη, όπως την έλεγαν, που είχε 80 σπίτια και βρισκόταν νοτιοανατολικά κάτω από το κάστρο. Μερικά από τα σπίτια της Κώμης ήταν διώροφα, ενώ υπήρχαν μερικά μαγαζιά και εργαστήρια. Οι Βενετοί την αποκαλούσαν Μπόργκο. Νοτιοανατολικά και κοντά στην Κώμη, βρισκόταν και ο οικισμός Μποκάλι ή Μποκάλε,  που αποτελούνταν από 40 καλύβες, που αργότερα ήταν γνωστός ως Μπούχαλι.

Ο τρίτος οικισμός βρισκόταν στο δρόμο από το φρούριο προς το λιμάνι και ονομαζόταν Κλειστή Κώμη, γιατί τον περιέβαλλε ένα τείχος από το φρούριο ως το λιμάνι. Εδώ κατοικούσαν οι Βενετοί αξιωματούχοι και τον αποκαλούσαν Ρετσίντο.  Στο τείχος υπήρχε μια πόρτα που το βράδυ έκλεινε, ενώ τα σπίτια ήταν καλύτερα και πιο άνετα. Κοντά στο λιμάνι υπήρχε λατινική εκκλησία και ένα μοναστήρι. Σε αυτόν τον οικισμό βρισκόταν και η εκκλησία της Παναγίας.

Ο τέταρτος οικισμός, το Μυρτάρι, ήταν χτισμένος απέναντι από το φρούριο, στην άλλη πλευρά του κόλπου σε βραχώδες μέρος, που άνηκε στη μονή της Αγίας Παρασκευής Μυρταρίου. Είχε 30 μικρά χαμηλά σπίτια, τα οποία έμοιαζαν με καλύβες και τα περισσότερα είχαν στέγες από άχυρο.

Η ύδρευση της πόλης γινόταν με αυλάκι που ερχόταν από την κοιλάδα. Τα σύνορα με την οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πιθανόν στο σημερινό ερειπωμένο χωριό Παραδείσι, αφού την εποχή αυτή η βενετική επικράτεια (il picoll Territorio de Vonizza) περιοριζόταν στην πεδιάδα γύρω από το κάστρο. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.ά.).  Στα μέσα του 18ου αι. αναφέρεται ότι υπήρχε στη Βόνιτσα ένα εργοστάσιο που επεξεργαζόταν γλυκόριζες, που έρχονταν με πλοία από την περιοχή της Άρτας. Το εργοστάσιο άνηκε στο Γάλλο Λουί Μπαντέν και το εγκατέστησε εκεί γιατί η περιοχή είχε αρκετή ξυλεία.

Οι Βενετοί είχαν στην κατοχή τους τη Βόνιτσα μέχρι το 1797, όταν παραχωρήθηκε, όπως και όλες οι ηπειρωτικές κτήσεις των Βενετών, στους Γάλλους με τη Συνθήκη του Kαμποφόρμιο, οι οποίοι πρόσθεσαν στο κάστρο ένα μικρό προμαχώνα στην αρχή των σπιτιών.  Τον επόμενο χρόνο (1798) όμως την κατέλαβε ο Αλή πασάς της Ηπείρου, την οχύρωσε και κατασκεύασε φρούρια στο Άκτιο, στον Παλιοχαλιά και στην Περατιά για να ελέγχει τα στενά και να έχει φρουρές, ώστε να κάνει επιθέσεις εναντίον της Λευκάδας.

Μετά την επικράτηση των Ρώσων και των Τούρκων επί των Γάλλων έπρεπε να ρυθμιστούν οι τύχες των Επτανήσων και των ηπειρωτικών πόλεων, οι οποίες θεωρούνταν διοικητικώς ενωμένες με αυτά, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας, του Βουθρωτού και της Πάργας. Ως διαπραγματευτής της τύχης των ηπειρωτικών πόλεων ορίστηκε από τους αντιπροσώπους των Ιόνιων νησιών ο Βενετός Όριος (Οκτ. 1799). Ως προϋπόθεση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων οι αντιπρόσωποι ζήτησαν: α) την εκκένωση των ηπειρωτικών πόλεων από τα στρατεύματα του Αλή πασά των Ιωαννίνων, β) την αποζημίωση για τις φθορές που αυτά επέφεραν και γ) τη διατήρηση των προϋπαρχόντων συνόρων με την επικράτεια του Αλή. Στη συνέχεια ζητούσαν να αναγνωριστούν τα Επτάνησα και οι ηπειρωτικές πόλεις που πριν άνηκαν στην Βενετία ως ελεύθερη πολιτεία.

Όμως, με τη συνθήκη της 21ης Μαρτίου του 1800, που υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα, το Βουθρωτό και η Πάργα τέθηκαν υπό την άμεση επικυριαρχία του Σουλτάνου με ειδικά φορολογικά, διοικητικά και δικαστικά προνόμια όμως. Με την ίδια συνθήκη αυτή οι περιοχές αυτές αποσπάστηκαν από τα Επτάνησα -που για χρόνια αποτελούσαν εξαρτήματά τους- τα οποία συγκρότησαν την Επτάνησο Πολιτεία. Διοικητής της περιοχής αυτών των πόλεων ορίστηκε ένας βοεβόδας, που έφερε τον τίτλο «Ελέω Θεού Καπουτζήμπασης Σαλαχώρης και Βοεβόδας των Εμλιάκι Χουμαγιουνίνων Πρέβεζας, Βόνιτσας, Πάργας και Βουρθωτού».  Για κάθε μια από τις πόλεις ορίστηκε ένα Γενικό Συμβούλιο και μια Γερουσία για όλη την περιοχή, η οποία συγκροτούνταν από αντιπροσώπους των πόλεων. Το διοικητικό μηχανισμό συμπλήρωναν μικρότερες φορολογικές, διοικητικές αρχές. Τα προνόμια των πόλεων αυτών καταγράφηκαν και στη συνομολογούμενη συνθήκη (25 Δεκεμβρίου 1800) ανάμεσα στην Επτάνησο Πολιτεία και την κοινοτική εξουσία των πόλεων της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Πάργας. Τη συνθήκη εκ μέρους της Βόνιτσας υπογράφουν οι πρόεδροι: Νικόλαος Χαλικιόπουλος ή Λογοθέτης, Αλέξης Μέντζης, Πέτρος Τζιγαρίδης και Θοδωρής Μπαρμπάλης.

Το 1803 (28 Ιουνίου) απεσταλμένοι των τριών πόλεων κληθήκαν στην Κωνσταντινούπολη να συζητήσουν με το μεγάλο βεζίρη τα προνόμια. Απεσταλμένος της Βόνιτσας ήταν ο Πέτρος Τζιγαρίδης, της Πρέβεζας ο Πέτρος Βαλεντίνης και της Πάργας ο Νικόλαος Αναστασίου Δεσίλας.

Όταν πέρασε από τη Βόνιτσα ο Άγγλος Ληκ (1805) η πόλη είχε 450 σπίτια σε τρεις οικισμούς: το Ρεσίντο, όπως ονομάζει την Κλειστή Κώμη (εδώ ο Ληκ αναφέρει τα ερείπια μιας ερειπωμένης μεγάλης εκκλησίας με μια λατινική επιγραφή στην είσοδό της, η οποία είχε τοποθετηθεί από τους Βενετούς), το Μπόγκο, στη δυτική πλευρά του λόφου του κάστρου και το Μποκάλι, που απλωνόταν κατά μήκος του κόλπου και χωριζόταν από το Μπόργκο από τα περιβόλια. Την εποχή αυτή τα περισσότερα σπίτια της Βόνιτσας ήταν ερειπωμένα και σε άθλια κατάσταση. Ο Ληκ, επίσης, είδε στο φρούριο τρία κανόνια και ερειπωμένες εκκλησίες.

Δύο χρόνια αργότερα πέρασε ο Πουκιεβίλ (1807) ο οποίος μας αναφέρει ότι τώρα στη Βόνιτσα έμεναν μόνο 100 οικογένειες σε δύο οικισμούς στους πρόποδες του λόφου. Αναφέρει ακόμη, ότι ολόκληρη η περιοχή της Βόνιτσας είχε 400 οικογ. και 2.500 κατ.

Τη Βόνιτσα απελευθέρωσε το καλοκαίρι του 1821 ο Γιώργος Τσόγκας με Βονιτσιάνους και Ξηρομερίτες, που χτύπησαν τους Τούρκους στο κάστρο και στα άλλα φρούρια και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι έκαναν πολλές επιδρομές, ανακατέλαβαν την περιοχή και ανάγκασαν τους κατοίκους να διασκορπιστούν στα νησιά, όπου πολλοί έμειναν σε αυτά μέχρι την οριστική απελευθέρωση της πόλης το 1828, όταν ο ναύαρχος Τσώρτς την κατέλαβε με ένα μικρό στόλο. Η Τουρκική φρουρά του κάστρου παραδόθηκε στις 5 Μαρτίου 1829. Η πόλη όμως παραδόθηκε επίσημα στο Ελληνικό κράτος στις 27 Απριλίου 1832, όπως και η υπόλοιπη Ακαρνανία και ενώθηκε με την επαρχία Ξηρομέρου. Από εδώ και ύστερα αναφέρονται πια ως Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου με πρωτεύουσα τη Βόνιτσα. Η έδρα της υποδιοίκησης Ξηρομέρου ήταν αρχικά στο Δραγαμέστο. Γρήγορα όμως η υποδιοίκηση καταργήθηκε. Αμέσως μετά την απελευθέρωση στη Βόνιτσα λειτουργούσε σχολείο μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.

Με τη συγκρότηση των πρώτων Δήμων (1830) η Βόνιτσα έγινε έδρα του Δήμου Ανακτορίου που περιλάμβανε τα χωριά: Μοναστηράκι, Θύρρειο, Παλιάμπελα, Παλήμπεη, Δερσοβά και τους οικισμούς: Τσιγκριά,  Πούντα, Κόκκινος, Χελοδίβαρο ή Χελοβίβαρο. Ως πρώτοι δημογέροντες Ανακτορίου αναφέρονται το 1831 ο Τζαδήμας, ο Αναγνώστης και ο Αρνής. Ο πρώτος εκλεγμένος δήμαρχος Ανακτορίου πρέπει να ήταν ο Κ. Γαβριλάκης (1837), τον οποίο διαδέχθηκε ο Λ. Μοναστηριώτης (1844). Με την ίδρυσή του ο Δήμος Ανακτορίου είχε Δημοτικό Σχολείο, Υγειονομείο Σταθμό, Τελωνείο, Εφορεία Β΄ τάξεως και Ειρηνοδικείο.

Στις 18 Μαΐου 1839 ήρθαν στην πόλη ο βασιλιάς Όθωνας και η Αμαλία και επισκέφθηκαν το ιδρυθέν με απόφαση του βασιλιά Δημοτικό Σχολείο του Δήμου Ανακτορίου, όπου τους προσφώνησε ο δημοδιδάσκαλος Δ. Ν. Μπούας. Το 1840 ενώθηκε με το Δήμο Ανακτορίου και ο Δήμος Παλαίρου και έτσι μεγάλωσε αρκετά, αφού περιλάμβανε ολόκληρο σχεδόν το βόρειο Ξηρόμερο.

Τα πλούσια λιβάδια και η κοντινή της απόσταση από την Ήπειρο έκανε την περιοχή της Βόνιτσας προσφιλή τόπο των Ηπειρωτών νομάδων από την άλλη πλευρά του Αμβρακικού, που, μέχρι το 1881 μερικοί και οι υπόλοιποι μέχρι το 1912-13, ήταν υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, μεγάλος ήταν και ο αριθμός των κτηματιών και των εμπόρων του Δήμου, καθώς και ο αριθμός του υπηρετικού προσωπικού. Αυτό δείχνει τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Δήμου, της Βόνιτσας πρωτίστως και δευτερευόντως της Ζαβέρδας.

Το έδαφος της Βόνιτσας είναι κυρίως πεδινό και έχει μεγάλη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Τα κύρια προϊόντα της μετά την Επανάσταση του 1821 ήταν δημητριακά, όσπρια, λάδι και βελανίδια. Σημαντική ήταν και η παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων από τους γύρω ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς. Ενδεικτικό της οικονομίας της περιοχής είναι πως το 1860 παράχθηκαν στη Βόνιτσα 2.848 τόνοι βελανίδι (από 6.943 στρέμματα βελανιδοδάσους), που επέφεραν εισόδημα 504.100 δρχ. Το δάσος άνηκε στο Κράτος, οι κάτοικοι είχαν μόνο το δικαίωμα της συλλογής του καρπού, ο οποίος υπαγόταν σε φορολογία 11%.

Τα σχεδόν ανεξερεύνητα τοπία των χωριών της περιοχής της Βόνιτσας παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον για τους φυσιολάτρες. Αλλά και η θαλάσσια περιήγηση στις πολλές ακτές, όρμους (Άγιος Νικόλαος, Άγιος Πέτρος, Παλαιόβαρκα, Άγιος Μάρκος, Βόνιτσα, Ρούγα, Παλαιόμυλος κ.ά.) και τα ακρωτήρια (Ακρί, Παναγία, Γελάδα, Βόλιμος και Χαλίκι) είναι ασύγκριτη. Οι όμορφες ακρογιαλιές του Ανακτορίου, και ειδικότερα της Βόνιτσας, είναι αυτές που προσελκύουν πολύ κόσμο. Κάθε ακρογιαλιά της έχει και τη δικιά της χάρη και αποτελεί για τους κατοίκους καλοκαιρινό στολίδι, μερικές από αυτές είναι: η Παναγιά, ο Άγιος Πέτρος, η Αγία Παρασκευή, η παραλία της Βόνιτσας, η Νέα Καμαρίνα, η Αγία Σωτήρα, η παραλία Ακτίου στο Ιόνιο, ο Άγιος Ιωάννης στον Άγιο Νικόλαο Βόνιτσας, το Βαρκό και η Ρούγα, μεταξύ Βόνιτσας-Θυρρείου, και Παλιάμπελα και Παλιονήσι, μεταξύ Δρυμού και Παλιάμπελα.

Στο νέο Καλλικρατικό Δήμο Ακτίου-Βόνιτσας και στις τρεις Δημοτικές Ενότητες, Μεδεώνος, Ανακτορίου και Παλαίρου, καταγράφονται υγρότοποι πλούσιας οικολογικής αξίας με σπάνια χλωρίδα και πανίδα. Παρόλο που δεν είναι ευρέως γνωστοί στο πανελλήνιο (εκτός από τον Αμβρακικό κόλπο που αναφέραμε πιο πάνω) οι οικολογικοί θησαυροί προσφέρουν πολλαπλές υπηρεσίες και αγαθά και οι διεργασίες της φυσικής παραγωγής και αναπαραγωγής εξελίσσονται αδιάκοπα. Επίσης στην περιοχή του Δήμου βρίσκονται μερικές θειούχες πηγές, όπως στη θέση Κορωπί Μοναστηρακίου, και στη θέση Πρέζα του Θυρρείου.

Στο Βορειοδυτικό άκρο του Δήμου και περίπου 5km νότια της Βόνιτσας βρίσκεται η λίμνη Βουλκαριά. Σχηματίζεται στο μέσο της χερσονήσου της Στέρνας, που είναι ο δεξιός βραχίονας της εισόδου στον Αμβρακικό κόλπο. Ο αύλακας της Κλεοπάτρας  είναι η διώρυγα 1400m που διοχετεύει τα πλεονάζοντα νερά της στο Ιόνιο πέλαγος και την συνδέει με αυτό. Ή λίμνη έχει σχήμα ακανόνιστο, όχθες βαλτώδεις και ασαφείς και κυριαρχούν οι καλαμιώνες με επιφάνεια 9km2, μήκος 4 km και μέγιστο πλάτος 3km. Ο πλησιέστερος οικισμός στις όχθες είναι ο Άγιος Νικόλαος. Η Βουλκαριά βρίσκεται στο δίαυλο μετανάστευσης πουλιών, ενώ ξεχειμωνιάζουν πολλές πάπιες, φαλαρίδες και πολλά άλλα υδρόβια πουλιά.

Οδικώς στη Λευκάδα, διαμέσου της κινητής μεταλλικής γέφυρας, αλλά και στην απέναντι στεριά, στην Πρέβεζα, διαμέσου του υποθαλάσσιου τούνελ Ακτίου-Πρέβεζας, που κατασκευάστηκε την προηγούμενη δεκαετία.

Σήμερα η Βόνιτσα είναι έδρα του νέου Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας, ο οποίος προέκυψε το 2011 από τη συνένωση των Δήμων Ανακτορίου, Παλαίρου και Μεδεώνος και έχει Δήμαρχο το Νικόλαο Σολδάτο από την Πάλαιρο. Ο Δήμος περιλαμβάνει τις Δημοτικές Ενότητες της Βόνιτσας, της Κατούνας και της Παλαίρου και τις Τοπικές Κοινότητες: Αγίου Νικολάου, Αετού, Αχυρών, Βάτου, Δρυμού, Θυρρείου, Κομπωτής, Κωνωπίνας, Μοναστηρακίου, Παλιαμπέλων, Περατιάς, Πλαγιάς, Πογωνιάς και Τρύφου. Σύμφωνα με τα πρώτα ανεπίσημα στοιχεία της απογραφής του 2011 ο νέος Δήμος είχε 16.470 κατοίκους (24,95 κατ. ανά τ.χ.).

akarnanika.blogspot.com