Μια μέρα μας χωρίζει από τη Μεγάλη Παρασκευή και η μη κανονικότητα στην οποία όλοι μας έχουμε υποχρεωθεί δεν θα επιτρέψει ούτε φέτος να πραγματοποιηθεί το έθιμο της ρίψης των χαλκουνιών με την αίγλη και την λαμπρότητα που έχουμε συνηθίσει και όσοι κατοικούμε σ’ αυτή, αλλά και οι επισκέπτες της, αφού για πολλά χρόνια τώρα τα χαλκούνια καθιστούν το Αγρίνιο τόπο προορισμό αυτή τη μέρα.
Όπως πέρυσι όμως έτσι και φέτος οι χαλκουνάδες της πόλης δεν θα αφήσουν την παράδοση να «πάει στράφει» αφού ήδη ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για «ρίψη κατά μόνας» που λένε, για να ξορκίσουν τη λάμψη και τον κρότο των χαλκουνιών τους το κακό.
Η πραγματική ιστορία των χαλκουνιών
Τα έθιμα, οι τελετουργίες και τα λαϊκά δρώμενα της λαϊκής παράδοσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο ζωντανό πεδίο της συλλογικής μνήμης του αγροτικού κυρίως χώρου, όχι μόνο γιατί καταφέρνουν να κρατάνε ενεργή την κοινωνική συνείδηση, αλλά και γιατί καταδεικνύουν ταυτόχρονα – με τον πιο εύγλωττο, μάλιστα, τρόπο – την ιδιαίτερη ταυτότητα, καθώς και την πολιτιστική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου στο οποίο αναφέρονται.
-
του Λευτέρη Τηλιγάδα*
Ένα τέτοιο λαϊκό δρώμενο, απόλυτα ταυτισμένο με την ιστορική και κοινωνική μνήμη των κατοίκων του Αγρινίου είναι και η «παράσταση», που δίνει το βράδυ κάθε Μεγάλης Παρασκευής, αμέσως μετά το τέλος της περιφοράς των επιταφίων στην κεντρική πλατεία της πόλης, η ομάδα των χαλκουνάδων, η οποία με έναν φαντασμαγορικό και απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο και κρατώντας στα χέρια τους τα χαλκούνια αναπαριστούν τον «χαλκουνοπόλεμο», που πραγματοποιούνταν από τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου μέχρι και την έναρξη σχεδόν του ελληνοϊταλικού πολέμου – με μικρά διαλείμματα λόγω των απαγορεύσεων, που η επικινδυνότητα του δρώμενου επέβαλλε – μέσα στον οικιστικό ιστό της πόλης. Μετά τη γερμανοϊταλική κατοχή, το δρώμενο επέστρεψε ντυμένο με τη φορεσιά του λαϊκού εθίμου και με πιο ακίνδυνη μορφή, αφού ο «χαλκουνοπόλεμος» έδωσε τη θέση του στην επίδειξη. Παρόλα αυτά απαγορεύθηκε αυστηρά κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967, ενώ με τη σημερινή του μορφή, η οποία είναι ακόμα πιο ήπια, το δρώμενο επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, όταν η τότε Δημοτική αρχή το έθεσε υπό την προστασία της.
Το χαλκούνι
Το χαλκούνι είναι ένας χάρτινος κύλινδρος μήκους 25 – 35 εκατοστά και διαμέτρου μισής ίντσας περίπου. Η μία άκρη αυτού του κυλίνδρου είναι στουπωμένη με χαρτιά, ενώ στην άλλη κατασκευάζεται ένα στόμιο, από το οποίο πυροδοτείται. Το εσωτερικό του γεμίζεται με τριμμένο μπαρούτι υπονόμων (κούφιο), ανακατεμένη με ψιλά ρινίσματα ορείχαλκου ή σιδήρου, τα οποία με την καύση τους απελευθερώνουν την ορμή τους μέσα από το στενό στόμιο του χαλκουνιού, δημιουργώντας έναν πύρινο πίδακα, ο οποίος φτάνει σε ύψος 10-15 μέτρα περίπου.
Το όνομά του, το χαλκούνι, το οφείλει σε αυτά τα ψιλά ρινίσματα του ορείχαλκου, το οποίο ως υλικό έχει πάρα πολλές εφαρμογές, μία εκ των οποίων είναι και η κατασκευή πνευστών μουσικών οργάνων, όπως η κορνέτα, το σαξόφωνο κ.ά. που είναι γνωστά ως «χάλκινα».
Ο χαλκουνοπόλεμος
«Στην πλατεία Στράτου» (σημερινή πλατεία Ειρήνης), αναφέρει ο Θεόδωρος Θωμόπουλος[1], «συγκεντρώνονταν οι επιτάφιοι και γινόταν ο περίφημος χαλκουνοπόλεμος. Οι χαλκουνάδες της κάθε ενορίας που προπορεύονταν προσπαθούσαν να εκτοπίσουν τους αντιπάλους των και να μείνουν τελευταίοι και κύριοι της πλατείας. Αυτό το κατόρθωναν εκείνοι που διέθεταν περισσότερα και μεγαλύτερα χαλκούνια, καθώς και ψυχραιμότερους “μαχητές”. Μόλις έβαζαν φωτιά στο χαλκούνι, το άφηναν ελεύθερο για να δημιουργήσει πανικό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γρήγορα όμως αναγνωρίσθηκε η σκληρότητα αυτής της μορφής του «χαλκουνοπολέμου», και αφού θρηνήθηκαν πολλά θύματα, καθιερώθηκε να κρατιούνται στα χέρια, μέχρις ότου καεί και ο τελευταίος κόκκος της μπαρούτης».
Όλοι οι χαλκουνάδες, φορούσαν κάπες, οι οποίες σκέπαζαν τους σάκους με τα χαλκούνια, ενώ κάποιοι άλλοι, λίγα μέτρα πιο πέρα από το «πεδίο της μάχης», κρατούσαν τον ανεφοδιασμό και το πρόχειρο νοσοκομείο που ήταν εφοδιασμένο με ντενεκέδες λάσπης και με μπουκάλια γεμάτα μελάνι για τα εγκαύματα.
Η μυθολογία
Σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα για την καταγωγή του χαλκουνοπόλεμου, οι ρίζες του βρίσκονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ως γνωστόν, κατά την τελευταία περίοδο που η περιοχή της Αιτωλίας ήταν σαντζάκι[2] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην κωμόπολη του Βραχωριού ζούσε και δραστηριοποιούνταν μια σημαντική σε αριθμό μελών εβραϊκή κοινότητα, η οποία «κρατούσε στα χέρια της» το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας της περιοχής. Το ιστορικό γεγονός αυτό έδωσε το πλαίσιο μιας μετέπειτα, κατά την εκτίμησή μου, μυθολογικής τεκμηρίωσης του χαλκουνόπολεμου, η οποία «μπολιάστηκε» καθοριστικά από τα αντιεβραϊκά κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού.
Οι Εβραίοι, όπως υποστηρίζει το συγκεκριμένο αφήγημα, θέλοντας να εκθέσουν τους Χριστιανούς απέναντι στους Οθωμανούς, έμπαιναν στην πομπή της περιφοράς του επιταφίου και δημιουργούσαν δολιοφθορές. Πετροβολούσαν τα τούρκικα αρχοντόσπιτα, έβριζαν τους Τούρκους και τις τουρκικές αρχές και μετά συκοφαντούσαν τους χριστιανούς, στην οθωμανική εξουσία της κωμόπολης, ότι αυτές οι θρησκευτικές συγκεντρώσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε επανάσταση. Για να εξαλείψουν αυτή την πρακτική οι χριστιανοί, ζήτησαν άδεια από τις οθωμανικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τα χαλκούνια, έτσι ώστε να κάνουν μία ζώνη ασφαλείας γύρω από την πομπή της περιφοράς των επιταφίων, για να μην μπορούν τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας να μπαίνουν σ’ αυτή και να υποδαυλίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις.[3]
Η ιστορία
Η πυρίτιδα εφευρέθηκε τον 7ο αιώνα (κ.χ.)[4] στην Κίνα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, οι Κινέζοι, τοποθέτησαν μια μικρή ποσότητα πυρίτιδας (ένα μείγμα νιτρικού καλίου, θείου και κάρβουνου) μέσα σ’ ένα καλάμι μπαμπού, το άναψαν και παρατήρησαν ένα πρωτοφανές φαινόμενο: η μεγάλη ταχύτητα καύσης του υλικού παρήγαγε μεγάλη ποσότητα αερίων σε μικρό χρονικό διάστημα και σε περιορισμένο χώρο με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση των πιέσεων και την ξαφνική τους έκρηξη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το πρώτο πυροτέχνημα με τη μορφή της κροτίδας. Αυτές τις κροτίδες, οι Κινέζοι, τις συνέδεσαν άρρηκτα με τα έθιμα και τη θρησκεία τους, αφού πίστευαν, ότι με τον κρότο και τη λάμψη έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα.[5]
ΟΙ ΕΝΟΡΙΕΣ
Οι ενορίες που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία του εθίμου είναι οι τρεις από τις πέντε που ιδρύθηκαν με την παρέλευση των ετών στην πόλη: Η ενορία του Αγίου Δημητρίου (Έτος αποπεράτωσης του πρώτου ναού το 1669), η ενορία της Αγίας Τριάδας (Έτος έναρξης των εργασιών ανέγερσης του πρώτου ναού το 1819) και η ενορία του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου (Έτος αποπεράτωσης του υπάρχοντος ναού το 1849).
Ακολούθησαν οι ενορίες της Ζωοδόχου Πηγής (Έτος αποπεράτωσης του ναού το 1851), του Αγίου Γεωργίου (Έτος θεμελίωσης του ναού το 1906, έτος εγκαινίων 1912) και του νέου Αγίου Χριστοφόρου (Έτος θεμελίωσης το 1921, έτος εγκαινίων 1937).
Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ»
Βραχωρίτες εναντίον Σουλιωτών
Ο πολιτικός, θεσμικός, κοινωνικός και πραγματικός, αρκετές φορές, πόλεμος ανάμεσα στους Σουλιώτες και σε όσους κατέλαβαν το Βραχώρι την 11η Ιουνίου του 1821, επιλέγοντας να το κατοικήσουν με τις οικογένειές τους, ήταν μια οδυνηρή τοπική σύγκρουση, με εντονότατα ταξικά στοιχεία.
Αμέσως μετά την επανάσταση, το 1822, η πλειοψηφία των Σουλιωτών που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα επιστρέφουν στην Αιτωλοακαρνανία μετά από πρόταση του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι. Οι ντόπιοι υποκινούνται από το Γιάννη Ράγκο και το Γιαννάκη Στάικο και εναντιώνονται στην πρόταση αυτή με όλα τα μέσα.
Τα πράγματα ησυχάζουν κάπως μετά την παρέμβαση του Έπαρχου Κ. Μεταξά «που βάζει στο περιθώριο το αίτημα του Ζαπαντιού» ενόψει της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη, αλλά ήδη στο Βραχώρι έχει αρχίσει να φουσκώνει ένα έντονο κύμα δυσφορίας κατά τον ξενομεριτών.
Οι Σουλιώτες με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης πετυχαίνουν τελικά, να δοθεί σε κάθε σουλιώτικη οικογένεια 1.600 πήχεις Βραχωρίτικης γης, η εκτέλεση όμως των αποφάσεων κωλυσιεργούσε, οι τίτλοι κυριότητας δεν δίνονταν και τα σχέδια της πόλης που πρότεινε τότε η Βαυαροκρατία δυσχέραιναν τις οριοθετήσεις. Τελικά, γύρω στα 1834 βρίσκονται εγκατεστημένες στο Αγρίνιο 157 οικογένειες Σουλιωτών και 53 οικογένειες Ηπειρωτών που αυξάνονται συνεχώς τα επόμενα χρόνια.
«Η πόλη γενικά κλυδωνίζεται από τους φατριασμούς αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που αντανακλώνται στις αναφορές προς την κυβέρνηση. Στους ανέργους και ακτήμονες Σουλιώτες αποδίδονται ληστείες, καταχρήσεις, ανυποταξία και το ενδεχόμενο “ταραχής του κράτους”. Η κατάσταση εκτραχύνεται μετά την παραχώρηση χωραφιών του Ζαπαντιού στους Σουλιώτες, γεγονός που εξοργίζει το Γιαννάκη Στάικο και τη φατρία του. Οι τελευταίοι έκαναν λόγο για υποτέλεια των γηγενών στους νέους οικιστές και για ζημιά 2.000 ντόπιων οικογενειών προς όφελος των Σουλιωτών».[4]
Στους παραπάνω ξενοφερμένους προστίθενται μετά το 1838 και οι Φαλαγγίτες, οι οποίοι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα του μισθού τους για να διεκδικήσουν γαίες αξίας πενταπλάσιας του ετήσιου μισθού τους, τις οποίες και εξαγοράζουν με «πιστωτικά φαλαγγιτικά γραμμάτια».
Όπως είπαμε και παραπάνω, αλλά και σύμφωνα με όσα αναφέρει η Ελένη Γιαννακοπούλου, «οι Σουλιώτες μαζί με Καλαρρυτηνούς και Κομποτιάτες δημιούργησαν το σουλιώτικο μαχαλά που εκτεινόταν από την περιοχή Βόρεια του πάρκου ως τον Άγιο Δημήτριο, ξωκκλήσι ως τότε, τον οποίο οι Σουλιώτες ανέδειξαν σε ενοριακό και κοιμητηριακό ναό. Δίπλα υπήρχε το νεκροταφείο των Σουλιωτών που διατηρήθηκε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διεύρυνση του σουλιώτικου μαχαλά με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων Ηπειρωτών στο Αγρίνιο, όπου διέφευγαν μαζικά από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο, απαιτούσε τη δημιουργία μιας δεύτερης ενορίας. Έτσι, ιδρύθηκε η Ζωοδόχος Πηγή (Παναγία), γεγονός που έγινε αφορμή ρήξεως με τους Βραχωρίτες». [5]
Όλα αυτά δημιούργησαν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα στην μικρή κωμόπολη της Αιτωλίας, στην οποία τα μίση και τα πάθη είχαν ενταθεί τόσο πολύ, που ακόμα και τα παιδιά χωρίζονταν σε Σουλιωτάκια και Βραχωριτάκια για να παίξουν το γνωστό παιδικό παιχνίδι του κλεφτοπόλεμου. Όπως περιγράφεται, μάλιστα, σε διάφορες τοπικές εφημερίδες της εποχής, ο δημοτικός αστυνόμος αναγκαζόταν να κλείνει τη γέφυρα στη Δήμου Τσέλιου, πάνω από τη γέφυρα του ρέματος, που χώριζε τις δύο περιοχές, για να αποφεύγονται οι συμπλοκές. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα του τοπικού εμφυλίου, μας μεταφέρει ο Διονύσιος Μιτάκης: «Τραγική συμπλοκή διεδραματίσθη εν Αγρινίω χθες, Κυριακή 25 Ιουνίου 1863… Προσκληθείσα δε η Εθνοφυλακή εις τα όπλα, παρέστη διηρημένη εις δύο στρατόπεδα εξ ενός οι Ηπειροσουλιώται και αφ’ ετέρου οι Βραχωρίται αρξάμενοι του κατ’ αλλήλων πυροβολισμού διαρκέσαντος επί τέσσερες ώρες».[16]
Από τον «χαλκουνοπόλεμο» στο δρώμενο
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι από την παραπάνω μυθολογική κατασκευή της καταγωγής του εθίμου, τίποτα δεν ισχύει. Δεν είναι μόνο η ανυπαρξία των πυροτεχνημάτων την προεπαναστατική και την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο, είναι επίσης και το γεγονός ότι η μοναδική ενορία που ήταν ενεργή τα προεπαναστατικά χρόνια, ήταν η ενορία του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός όμως αυτός απείχε αρκετά λεπτά της ώρας από τα οθωμανικά αρχοντόσπιτα του Βραχωριού και καμιά θρησκευτική αναγκαιότητα δεν επέβαλλε ο επιτάφιός του να μπει μέσα στην οθωμανική κωμόπολη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι τα πυροτεχνήματα ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1850, αφού από εκείνη την εποχή και μετά αρχίζουν να υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, κυρίως στον ημερήσιο και τοπικό τύπο, για την ύπαρξή τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε τα κυρίαρχα μεγαλοβδομαδιάτικα τοπικά έθιμα ήταν η περιφορά του επιταφίου, το «κάψιμο του Ιούδα» τη Μεγάλη Παρασκευή και οι πυροβολισμοί κατά την Ανάσταση.
Ο Ευάγγελος Παπαστράτος, ο οποίος γεννήθηκε στο Αγρίνιο, το 1884, εκτός από το γεγονός ότι περιγράφει με εξαιρετική σαφήνεια το «χαλκουνοπόλεμο» και τις προετοιμασίες του, δίνει και την πιο ορθή, κοινωνιολογικά, αφήγηση για την καταγωγή του εθίμου.
«Όταν έμπαινε η Μεγάλη Σαρακοστή», γράφει[6], «το βράδυ της πρώτης Κυριακής άρχιζε σε μικρή κλίμακα ο χαλκουνοπόλεμος στην πλατεία, και συνεχιζόταν κάθε Κυριακή ως τη Μεγάλη Εβδομάδα. Την Κυριακή των Βαΐων ήταν η επίδειξη των δύο ομάδων (τα Βραχωριτάκια και τα Σουλιωτάκια). Εννοείται πως αυτό γινόταν αφορμή ν’ αναγκάζεται η Φιλαρμονική Αγρινίου, που έπαιζε κάθε Κυριακή στην πλατεία να σταματά πρόωρα, γιατί ο κόσμος, από το φόβο του, έφευγε νωρίτερα, πριν αρχίσει η μάχη.
Σε όλο το διάστημα της Μεγάλης Σαρακοστής γίνονταν οι ετοιμασίες για το χαλκουνοπόλεμο της νύχτας του Επιταφίου, από τις δύο ομάδες, που συγκέντρωναν τα πολεμοφόδια. Οι μεγάλοι ετοίμαζαν τα χαλκούνια και κατέστρωναν το στρατηγικό σχέδιο για την κυκλωτική κίνηση, κι οι μικρότεροι μάζευαν τα ξύλα, που θα χρειάζονταν για τις φωτιές που ανάβαμε στις αγρυπνίες της Μεγάλης Εβδομάδας και ιδίως το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στις εκκλησίες, όπου ξημερωνόμασταν.
Η εκφορά των Επιταφίων γινόταν τότε τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, στις τέσσερις το πρωί. Από το βράδυ της Παρασκευής, σε κάθε ενορία, και ιδίως στην Αγία Τριάδα, τα «Βραχωριτάκια», και στον Άη Δημήτρη τα «Σουλιωτάκια», άναβαν τις φωτιές και τις κρατούσαν όλη τη νύχτα. Όταν δεν έφταναν τα ξύλα που είχαμε μαζέψει, πηγαίναμε στις γειτονιές, ξηλώναμε φράχτες ή χαλούσαμε παλιές παράγκες ή αχυρώνες και κουβαλούσαμε την ξυλεία τους. Καμιά φορά τραβούσαμε και κανένα χαλασμένο κάρο και το βάζαμε ολόκληρο στη φωτιά!
Στη μία το πρωί, έβγαιναν από κάθε ενορία ομάδες παιδιά και νέοι και χτυπούσαν το σήμαντρο στις γειτονιές, για να ξυπνήσει ο κόσμος και να ετοιμαστεί να πάει στην ακολουθία. Οι καμπάνες, από πένθος, δεν σήμαιναν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ως τις δέκα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, που γινόταν η Ανάσταση.
Θυμούμαι πως πήγαινα κι εγώ με το σήμαντρο της Αγίας Τριάδας. Αν και ήμουν τόσο μικρός, μου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση, μέσα στην ησυχία που βασίλευε την ώρα εκείνη σ’ ολόκληρη την πόλη, ν’ ακούεται άξαφνα το σήμαντρο και κατόπι να ψέλνουμε όλοι μαζί το “Αι γενεαί πάσαι…”. Τα σκυλιά άρχιζαν να γαβγίζουν, μα φοβούνταν και δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν. Έτσι, βρίσκαμε κι εμείς την ευκαιρία, σε όσα σπίτια είχαν περιβόλια, να κόβουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο και να μαζεύουμε και ξύλα για τη φωτιά. […]
Οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών περνούσαν από την κεντρική πλατεία, κι οι χαλκουνάδες, σαν τιμητική φρουρά, πήγαιναν μπροστά, κρατώντας στα χέρια τ’ αναμμένα χαλκούνια, που ήταν επικίνδυνα. Πολλές φορές, όταν δεν ήταν καλογεμισμένα, ή όταν το μίγμα από τις μπαρούτες δεν πετύχαινε, έσκαγαν στα χέρια τους και δεν έλειπαν τ’ ατυχήματα, καμιά φορά και θανατηφόρα.
»Πολλές φορές τύχαινε να διασταυρωθούν στην πλατεία οι Επιτάφιοι των δύο αντίθετων ομάδων. Έδειχναν πάντα τον πρεπούμενο σεβασμό μεταξύ τους, και προσπαθούσε η κάθε ομάδα να κάνει καλύτερη επίδειξη, ανάβοντας και κρατώντας στα χέρια πιο πολλά χαλκούνια.
Όταν όμως είχαν πια περάσει από την πλατεία οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών, τότε οι δύο ομάδες έπιαναν θέσεις, από τις δύο μεριές, κι άρχιζε η μεγάλη μάχη, με επιθέσεις κι αντεπιθέσεις· κι όταν πια έφτανε σε σημείο κρίσιμο, γίνονταν και προσπάθειες κυκλωτικών κινήσεων και τότε η ομάδα που έμενε κυρίαρχη στην πλατεία ήταν νικήτρια. […]»
Από όλα τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς και την καταγωγή του σημερινού δρώμενου, και τη μετεξέλιξή του μέσα στα χρόνια, έως ότου αυτό πάρει τη σημερινή του μορφή.
Συνοπτικά, ο χαλκουνόπολεμος ξεκίνησε περίπου την εικοσαετία 1860 – 1880, αφού είχαν καθοριστεί οι ενορίες και διαδοθεί τα πυροτεχνήματα στον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Θωμόπουλου, όπως αυτή συμπληρώνεται από τον Ευάγγελο Παπαστράτο, οι χαλκουνάδες των ενοριών της Αγίας Τριάδας και του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου (Βραχωριτάκια) έρχονταν σε «σύγκρουση» με τους χαλκουνάδες των ενοριών του Αγίου Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής (Σουλιωτάκια), σε έναν αγώνα γοήτρου και ανδρείας για το ποιο «στρατόπεδο» θα υπερισχύσει στο «πεδίο της μάχης», το οποίο όριζε η κεντρική πλατεία της πόλης.
Οι αστυνομικές αρχές της πόλης, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, επιχείρησαν να εξαλείψουν αυτό το «πολεμικό» γεγονός, που έτεινε να γίνει συνήθεια, όχι μόνο για τη «διασάλευση της τάξης» που αυτό επέφερε, αλλά και για τον τρομακτικό κοινωνικό ανταγωνισμό, που το ίδιο υπηρετούσε. Για να αντιμετωπίσουν αυτή τη θεσμική εχθρικότητα και την αστυνομική καταστολή, οι χαλκουνάδες της πόλης επιχείρησαν να προσδώσουν στο γεγονός εθνοθρησκευτική βαρύτητα, «εφευρίσκοντας» το μύθο με την περιφορά των επιταφίων, τους Εβραίους του Βραχωριού και τα άλλα στοιχεία που τον αφορούν (προβοκατόρικες ενέργειες ενάντιων των οθωμανικών αρχοντόσπιτων, συκοφαντικές κατηγορίες για εξέγερση των χριστιανών κ.ά.).
- Από το σύνολο των πηγών που έχουμε υπόψη μας, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε, χωρίς καμία επιφύλαξη, είναι ότι ο χαλκουνοπόλεμος άρχισε να φουντώνει ουσιαστικά μετά τον «ατυχή πόλεμο» (Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897), ο οποίος οδήγησε σε ήττα της Ελλάδας και την υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Αυτό το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης, αποτέλεσε για τις κατώτερες λαϊκές τάξεις της μικρής τότε Ελλάδας, το γόνιμο χωράφι πάνω στο οποίο σπάρθηκε η αγωνία για την αναζήτηση του χαμένου γοήτρου.
Ο χαλκουνοπόλεμος ζυμώθηκε στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων της πόλης και της περιοχής με τις ηρωικές συμπεριφορές της πρόσφατης ακόμα επανάστασης του 1821, την μετέπειτα αντίσταση στο Βαυαρικό καθεστώς, η οποία είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή μας, συνδέοντας στο φαντασιακό των λαϊκών στρωμάτων το παρόν της τοπικής κοινωνίας με το πρόσφατο «ένδοξο παρελθόν». Ο χαλκουνάς, όχι μόνο εκείνης της εποχής, ανάβοντας το χαλκούνι και πετώντας το, επιδείκνυε τη γενναιότητά του, «έκανε το δικό του» και πλαισίωνε αυτή του την ενέργεια με τη θεώρηση της υπεράσπισης του γοήτρου «των ιερών και των οσίων» της «ιδιαίτερης πατρίδας» του, εν προκειμένω, της ενορίας του· η πράξη αυτή, στο δικό του «ηρωικό» κόσμο, τον έφερνε στο κέντρο της τοπικής κοινωνίας και τον έκανε να ξεχωρίζει για την παλικαριά και τη λεβεντιά του.
Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, η θεσμική και κοινωνική αντιπαράθεση ανάμεσα στους φτωχούς επήλυδες[19] Σουλιώτες και τους «γηγενείς» Βραχωρίτες για την απόκτηση των αδιάθετων «εθνικών γαιών», ήταν η πραγματική αιτία αυτού του εθίμου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘30, η επικινδυνότητα του χαλκουνοπόλεμου μειώθηκε σημαντικά και ο «πόλεμος» μεταμορφώθηκε σε «δρώμενο». Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και μετά, είναι ένα απόλυτα ελεγχόμενο και φαντασμαγορικό θέαμα που σε καμιά λειτουργική του παράμετρο δεν θυμίζει πόλεμο.
Το δρώμενο σήμερα
Μία ώρα περίπου μετά την αποχώρηση των επιταφίων από την κεντρική πλατεία Δημοκρατίας, η ομάδα των Γιωτοπουλαίων (οικογένεια πατροπαράδοτων χαλκουνάδων), οι οποίοι κρατούν ακόμα ζωντανό το έθιμο, εισέχεται στο μέσον της πλατείας και πυροδοτούν τα χαλκούνια τους, πλημμυρίζοντας το κεντρικότερο σημείο της αιτωλικής πόλης με περιστρεφόμενους πίδακες από σπίθες, δημιουργώντας μια φαντασμαγορική και ακίνδυνη στις μέρες μας πολυεστιακή πύρινη χορογραφία.
Παρατηρώντας κανείς αυτή τη χορογραφία, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί και να συνδυάσει την ομοιότητα της στάσης του σώματος των χαλκουνάδων τη στιγμή που ανάβουν τα χαλκούνια και αρχίζουν τις περιστροφές τους, με τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου, ο οποίος αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη κι αυτός (τυχαία άραγε;) του 19ου αιώνα. Όπως ο ζεϊμπέκικος χορός δεν έχει συγκεκριμένα βήματα, αλλά μόνο φιγούρες, οι οποίες υποτάσσονται σε μια κυκλική κίνηση, έτσι και οι χαλκουνάδες κρατούν λυγισμένα τα γόνατα, έχουν τα χέρια τους απλωμένα στο ύψος των ώμων και περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο το χαλκούνι. Κι έτσι όπως περιστρέφονται γυρίζουν γύρω τους όλα αυτά τα σόγια τα αγρινιώτικα που έφεραν αυτό το δρώμενο ως τις μέρες μας. Κι ο άνεμος που αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι, χορταίνει με τις ανάσες των Γιωτοπουλαίων, των Παπαλένηδων, των Ζυματουραίων, των Ζαβραίων, και όλων εκείνων που στάθηκαν απέναντι στο φόβο τους, για να υπηρετήσουν εκείνο που διάλεγε η ψυχή τους ως συλλογικό καθήκον.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πέρυσι (2019), την Κυριακή των Βαΐων, επισκεφθήκαμε με τα μέλη της ΔΡΩ, το «εργοστάσιο χαλκουνιών» των Γιωτοπουλαίων στο Ρουπακιά. Εκεί, ανάμεσα σε πλαστικά ποτηράκια με τα ρινίσματα σιδήρου και το «κούφιο» μπαρούτι, είδαμε τους παλιότερους χαλκουνάδες, μαζί με κάμποσα νέα παιδιά, να δουλεύουν με πολύ προσοχή και μεράκι, για να διατηρήσουν τους κώδικες ενός δρώμενου που τόσο πολύ αγαπάει αυτή η πόλη. Μια ομάδα φίλων, που «στούπωναν» τα χαρτιά στο χάρτινο κύλινδρο με δύναμη, που γέμιζαν τα χαλκούνια με προσοχή και τα «έκλειναν», ακολουθώντας μια τέχνη που μεταλαμπαδεύεται από τον παλιότερο στο νεότερο, τηρώντας κατά γράμμα το πρωτόκολλο μιας διαδικασίας, που τους έφερνε πιο κοντά στην πιο δική τους παρακαταθήκη για το μέλλον.
Θαρρώ, πως εκείνη η απάντηση του Κώστα Γιωτόπουλου, όταν τον ρώτησα να μου περιγράψει τα συναισθήματα του χαλκουνά την ώρα που περιστρέφεται με λυγισμένα τα γόνατα και κρατώντας στο δεξί του χέρι το αναμμένο χαλκούνι, θα εκφράζει, όσο καμία άλλη φράση, τη λαϊκότητα αυτού του δρώμενου, που έφτασε ως εμάς, «για να… ξανακερδηθεί» η διαδικασία της γείωσής μας με τη βαθύτερη ουσία της κοινωνικής μας μνήμης, μιας μνήμης που ψάχνει απελπισμένα να βρει τα χνάρια των καιρών, που σημάδεψαν το κορμί της, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό σημάδι από το αποτύπωμα της πατίνας τους να πάει χαμένο. «Είναι, σα να παίζω μπάλα και να βάζω γκολ», μου είπε.
* Η φωτογραφία της ανάρτησης απεικονίζει τον Δήμαρχο της πόλης Γ. Παπαϊωάννου και τον εκδότη της Παναιτωλικής Γρ. Σταυρόπουλο (Πηγή: https://agriniomemories.blogspot.com)
1. Θ. Θωμόπουλου, Το έθιμο των χαλκουνιών, Αιτωλοκαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια, Λήμμα: Αγρίνιο, Λαογραφία, Τόμος 1ος, σελ. 224-225. | 2. Το σαντζάκι: διοικητική διαίρεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λέξη είναι εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής λέξεως sancak, δηλ. στρατιωτικό λάβαρο στην αρχική της κυριολεκτική σημασία, που αρχικά έδωσε την ονομασία της σε μια στρατιωτική μονάδα (της οποίας ηγείτο ο σαντζάκ-μπέης) και στη συνέχεια στην περιφέρεια από όπου η μονάδα αυτή στρατολογούνταν. | 3. Εκτός από το συγκεκριμένο αφήγημα για την καταγωγή του δρώμενου υπάρχει και η εθνοκεντρική μυθολογική εκδοχή, η οποία θέλοντας να «χορτάσει» την εθνική υπερηφάνεια των υπηκόων του νεοσύστατου κράτους με ηρωικές πράξεις, ακόμα κι αν αυτές «χτιζόταν» με πρώτη ύλη τη φαντασία των αφηγητών τους, υποστηρίζει ότι η χρήση των χαλκουνιών ήταν ένας ευρηματικός τρόπος των Βραχωριτών για να δοκιμαστεί η ποιότητα του μπαρουτιού, πριν χρησιμοποιηθεί για τις μάχες εναντίον των Τούρκων κατακτητών, γεγονός το οποίο, είναι τελείως ατεκμηρίωτο. | 4. Ο όρος «κοινή χρονολογία» (κ.χ.) αφορά στην περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 και εντεύθεν. Χρησιμοποιείται για το σύστημα υπολογισμού των ετών, το οποίο είναι χρονολογικά ταυτόσημο με το λατινικό σύστημα «Anno Domini» («έτος του Κυρίου μας»), με λιγότερο, όμως, θρησκευτικό χρωματισμό. Αντίστοιχα, στην ελληνική γραμματεία είναι το ισοδύναμο της «μετά Χριστόν» (μ.Χ.) χρονικής περίοδου. | 5. Ελένη Βαλσαμάκη, Πυροτεχνήματα! Πώς άρχισαν όλα…, 26/2/2016. | 6. Ευάγγελος Α. Παπαστράτος, Η δουλειά κι ο κόπος της – Από τη ζωή μου, εκδόσεις Gema, Αθήνα 2012, σελ. 42-45.
Σχετικά Άρθρα
Ναύπακτος: Ασθενής σεισμική δόνηση
Αλυσίδες από Λαμπίρι έως Αραποκέφαλα
Παλαιοπαναγιά: Ι.Χ. διαλύθηκε σε μάντρα