Γιώργος Κοντραφούρης: «Να ευχαριστηθούμε τζαζ»

Ο Γιώργος Κοντραφούρης μιλάει για τη διδασκαλία της τέχνης, τη σχέση τζαζ και κλασικής μουσικής.

  • Από τότε που η μετάδοση συναυλιών και παραστάσεων μπήκε για τα καλά στη ζωή μας, η πιο προφανής έλλειψη που επισημαίνεται διαρκώς είναι εκείνη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο κοινό του. Στην περίπτωση της τζαζ, που βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, στον ελεύθερο διάλογο των μουσικών μεταξύ τους αλλά και με τους θεατές, μια τέτοια απουσία ίσως γίνεται πιο ηχηρή.

Ο Γιώργος Κοντραφούρης, ο σημαντικός πιανίστας, οργανίστας και δάσκαλος της τζαζ, συμφωνεί. Προσθέτει όμως κάτι ακόμη. «Είναι διαφορετικό να παίζεις σε μια μεγάλη αίθουσα και σε ένα μικρό κλαμπάκι», λέει στην «Κ». «Στο κλαμπάκι ο ακροατής κάθεται δίπλα σου, η διάδραση είναι μεγαλύτερη. Ενας αγαπημένος μου δίσκος είναι το “Keith Jarrett at the Blue Note”, γιατί ακούς μέχρι και τα πιρούνια από τα τραπέζια των θεατών. Είναι διαφορετικό να δεις τον Σαντάνα σε ένα μικρό χώρο και σε ένα φεστιβάλ 60.000 θεατών, όπου μπορεί να κάθεσαι πίσω. Αυτό μας λείπει περισσότερο στην τζαζ».

Έστω κι έτσι, το Half Note Jazz Club ξεκίνησε από το προηγούμενο Σάββατο να μεταδίδει συναυλίες που αυτή την περίοδο πραγματοποιούνται στη σκηνή του από κορυφαία σχήματα της ελληνικής τζαζ. Η εμφάνιση του Γιώργου Κοντραφούρη βιντεοσκοπήθηκε την Κυριακή και από σήμερα είναι διαθέσιμη μέσω της πλατφόρμας viva.gr.

Φυσικά, ο Κοντραφούρης δεν ήταν μόνος του: τον συνόδευσαν οι νεαροί Κίμωνας Καρούτζος στο μπάσο και Τζέισον Γουάστορ στα ντραμς, που συμμετείχαν και στο τελευταίο άλμπουμ του, «The Passing» (κυκλοφόρησε πέρυσι από την Puzzlemusik), και για τους οποίους ο Κοντραφούρης μιλάει με τον σεβασμό που οι μεγαλύτερες γενιές δεν δείχνουν συνήθως, αλλά εισπράττουν.

Οι τρεις τους αποτελούν ένα κλασικό πιανιστικό τρίο, από εκείνα που ο Κοντραφούρης είχε καιρό να στήσει, καθώς είχε στραφεί στο αγαπημένο του πληκτροφόρο Hammond, ή απλώς «όργανο». Ωστόσο, ούτε το πιάνο ούτε το όργανο είναι για εκείνον αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο, που στην περίπτωση του «The Passing» συμβάλλει στην ανασκόπηση των μουσικών του αναμνήσεων.

Στα κομμάτια του δίσκου, για παράδειγμα, περιλαμβάνεται το «Aeoliana» του κορυφαίου πιανίστα των θρυλικών «Sphinx», Μάρκου Αλεξίου, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση του Γιώργου Κοντραφούρη (εκτός από τις σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και στη φινλανδική μουσική ακαδημία Sibelius). Οπως λέει χαρακτηριστικά ο πιανίστας, «όταν ήμουν μικρός, δεν υπήρχε σχολή για να μάθω τζαζ – μόνο ο Μάρκος. Ηταν η μοναδική πηγή. Ηταν ιδιοφυής σε θέματα αρμονίας, αλλά μου έμαθε πολλά πράγματα και για το ήθος, για το πώς να στέκομαι ως μουσικός».

Μία ακόμη διασκευή του «The Passing» είναι η «Αιώρα» της Σαβίνας Γιαννάτου, που παρουσιάστηκε το 1982 στην Κέρκυρα, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι. Υπάρχουν άραγε όρια στην προσέγγιση ενός τραγουδιού μέσω της τζαζ; «Η “Αιώρα” είναι ένα τραγούδι, επομένως στην τζαζ διασκευή χάνεται η τρομερή δύναμη των στίχων του», αποκρίνεται ο Κοντραφούρης. «Οπως εκείνου που λέει “η θάλασσα τον ήχο σου έχει βρει”. Συνήθως προσπαθούμε εμείς να βρούμε τον ήχο της θάλασσας. Πιστεύω όμως ότι αν αποδώσεις τη μελωδία που σε κέντρισε, θα εκφραστεί και ο λόγος. Ζητούμενο σε μια διασκευή είναι να παίξεις το κομμάτι με τον δικό σου τρόπο. Δεν προσπαθώ να αποδομήσω την ”Αιώρα”, αλλά να φτάσω βαθύτερα σε αυτό που λέει η Σαβίνα και να αποδώσω τον σεβασμό που νιώθω. Δεν θέλω να ακούει κάποιος ένα κομμάτι και να μην καταλαβαίνει ποιο είναι».

Η κλασική μουσική

Στη συναυλία στο Half Note, βέβαια, θα ακουστούν και άλλες μελωδίες, όπως μια σουίτα με τίτλο «Deep South», που αντλεί έμπνευση από τα blues και αποτελεί μέρος ενός κοντσέρτου για τζαζ πιάνο και ορχήστρα που ο Γιώργος Κοντραφούρης ελπίζει να έχει ετοιμάσει σε μερικά χρόνια. Η τζαζ και η κλασική μουσική δεν είναι για εκείνον ασυμβίβαστες. «Δεν έχει νόημα η αντιπαράθεσή τους», λέει. «Το πιάνο εξελίχθηκε στην κλασική μουσική, αλλά εξελίχθηκε και η τζαζ, γι’ αυτό τώρα βλέπουμε ευφάνταστες και πρωτοποριακές εκτελέσεις του Μπαχ. Είμαι λάτρης και των δύο ειδών. Απλώς δεν μπορείς να τα κάνεις όλα».

Με ανάλογη σεμνότητα αντιμετωπίζει και τον ρόλο του ως καθηγητή τζαζ πιάνου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. «Η διδασκαλία της τέχνης δεν έχει και δεν πρέπει να έχει εξουσιαστικό χαρακτήρα», λέει. «Το γεγονός ότι είμαι μεγαλύτερος ηλικιακά, είναι κάτι μοιραίο. Σε μια συνεργασία καθένας έχει να δώσει κάτι. Το βλέπω στους μικρότερους, που φέρνουν την ενέργειά τους και παίρνουν, ελπίζω, την εμπειρία μου. Δεν μπορώ να τους φέρω ως επιχείρημα ότι παίζω τριάντα χρόνια παραπάνω. Πρέπει και εκείνοι να πιστέψουν ότι κάτι έχω να πω. Τι νόημα έχει αν κάποιος τρέμει να αγγίξει μια νότα στο μπάσο; Ολο αυτό γίνεται για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Για να ευχαριστηθούμε».

kathimerini.gr