Ο Νίνο Ρότα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ο «πάπας των σάουντρακ» αν και μάλλον τον τίτλο τον μοιράζεται με τον Ένιο Μορικόνε, ένα άλλο «θηρίο» της κινηματογραφικής μουσικής. Όμως η μουσική δεν έχει όρια, δεν κρίνεται με τεχνοκρατικά κριτήρια, ούτε αξιολογείται με την ποσότητα.
- Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο προσέφεραν τα μέγιστα τόσο στη μουσική όσο και στο μελωδικό «ντύσιμο» του κινηματογράφου.
Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε πει για τον Νίνο Ρότα, με τον οποίο είχε μια δημιουργική φιλία για περίπου 30 χρόνια, ότι «σκηνοθετεί μουσικά τη μαγεία, τη γιορτή, τη μελωδία της εικόνας».
Πράγματι, ποιος μπορεί να ξεχάσει τις μαγικές μουσικές του Ρότα, από τα απλά μοτίβα, μέχρι τις απαιτητικές συνθέσεις, αν και έχουν περάσει 42 χρόνια από τον θάνατό του (10 Απριλίου 1979). Ο αστείρευτης έμπνευσης μουσικός, συνέθεσε μουσική για περίπου 150 ταινίες, δεκάδες κλασικές συνθέσεις για χορωδία και μουσική δωματίου, τρεις συμφωνίες, 3 κονσέρτα για βιολοντσέλο, για την τηλεόραση, για 23 μπαλέτα και θέατρα (για όλα τα έργα του Εντουάρντο Ντε Φίλιππο) και δέκα όπερες.
Παιδί θαύμα
Γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 3 Δεκεμβρίου του 1911, από γονείς μουσικούς και σπούδασε πιάνο στο ωδείο της πόλης. Ως παιδί θαύμα, πριν συμπληρώσει τα 15 του χρόνια είχε συνθέσει μια όπερα κι ένα ορατόριο, προκαλώντας το θαυμασμό. Με προτροπή του φημισμένου διευθυντή ορχήστρας Αρτούρο Τοσκανίνι, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της κλασικής μουσικής, ο νεαρός Νίνο Ρότα συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου έμεινε για τρία χρόνια. Εκεί θα μπει ως θεατής στις κινηματογραφικές αίθουσες και θα εντυπωσιαστεί από τη μουσική του Τζορτζ Γκέρσουιν. Επιστρέφοντας στην Ιταλία, θα σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, ενώ το 1939 άρχισε να διδάσκει Αρμονία και σύνθεση στο Ωδείο Νικολό Πιτσίνι στο Μπάρι, όπου έγινε διευθυντής έπειτα από 11 χρόνια.
Δύο μάγοι στο σινεμά
Με τη νεανική του ορμή, γρήγορα θα έρθει σε επαφή και με τους κινηματογραφιστές της χώρας του και το σινεμά, που άρχιζε να ακμάζει. Ο ίδιος, παρότι τεράστιας κλασικής παιδείας, θα γοητευθεί από τα παραδοσιακά και λαϊκά ακούσματα της Ιταλίας, κάτι που γίνεται αντιληπτό και στις περισσότερες μουσικές του. Πολύ πριν συναντήσει τον Φελίνι, το 1933 θα γράψει τη μουσική για την ταινία του Ραφαέλε Ματεράτσο «Treno Popolare». Ουσιαστικά ο Ρότα μπαίνει στο σινεμά και εγκαινιάζει τη μακρά συνεργασία του με τον Φεντερίκο Φελίνι το 1952, με την κωμωδία «Ο Λευκός Σεΐχης» και πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Αλμπέρτο Σόρντι. Δύο μεγάλοι καλλιτέχνες, Φελίνι και Ρότα, ο ένας της εικόνας και ο άλλος της μουσικής, συναντιόνται προς χάριν όλων αυτών που ήθελαν κάτι περισσότερο από ένα ψυχαγωγικό κινηματογράφο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλες σημαντικές δημιουργίες του νεορεαλισμού ή και άλλων κινηματογραφικών ειδών υπολείπονται των ταινιών του Φελίνι. Άλλωστε η συνεργασία του με τον Λουκίνο Βισκόντι θα σημαδέψει το σινεμά. Τεράστια επιτυχία για τον Ρότα οι ταινίες του «Κόκκινου Βαρόνου», «Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του», «Βοκάκιος ’70» (σπονδυλωτή ταινία που είχε σκηνοθετήσει μαζί με τους θρυλικούς Βιτόριο Ντε Σίκα, Φελίνι, Μονιτσέλι) και φυσικά τον αριστουργηματικό «Γατόπαρδο», ένα επικό δράμα, με έναν γρανιτένιο Μπαρτ Λάνκαστερ και για πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες μία από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.
Το Όσκαρ… με τη δεύτερη
Ο πολυγραφότατος συνθέτης συνεργάστηκε και με τον Φράνκο Τζεφιρέλι, για τον οποίο συνέθεσε το εξαιρετικό μουσικό θέμα της ταινίας «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ένα φιλμ που μπορεί σήμερα να έχει σχεδόν ξεχαστεί, αλλά το σάουντρακ του Ρότα παραμένει αθάνατο. Η ταινία που όμως εκτόξευσε τη φήμη του ήταν «Ο Νονός». Για ακατανόητους λόγους δεν πήρε το Όσκαρ μουσικής επένδυσης για την πρώτη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα (η δικαιολογία ότι χρησιμοποίησε μουσικά μοτίβα ενός προηγούμενου σάουντρακ, που είχε συνθέσει για το φιλμ «Φορτουνέλα» του Εντουάρντο Ντε Φίλιππο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αστεία), αλλά με τη δεύτερη, το 1974. Μάλιστα, για την άρνηση της Ακαδημίας να του δώσει το Όσκαρ μουσικής για το πρώτο επικό φιλμ του Κόπολα, ο Ρότα δεν παραβρέθηκε στην απονομή του Όσκαρ το 1974, αφήνοντας τους θαυμαστές του στις Η.Π.Α. στα κρύα του λουτρού.
Το σίγουρο είναι ότι ο Ρότα δεν περίμενε το Όσκαρ για να καταξιωθεί. Κατά γενική παραδοχή οι συνθέσεις του έδωσαν άλλη αίγλη στις ταινίες στις οποίες συμμετείχε, παρότι οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν τεράστια ονόματα της 7ης Τέχνης. Ακίρα Κουροσάβα, Βιτόριο ντε Σίκα, Φράνκο Ρόσι, Μάουρο Μπολονίνι, Λουί Μαλ, Λίνα Βερντμίλερ και Ρενέ Κλεμάν μερικοί απ’ τους σκηνοθέτες που συνεργάστηκε.
Οι επουράνιες μελωδίες και ο Φελίνι
Ωστόσο, η συνεργασία του με τον Φελίνι θα μείνει για πάντα στην ιστορία. Συνεργάστηκαν σε 15 ταινίες που πολλές απ’ αυτές άφησαν εποχή και σημάδεψαν σπουδαίους κινηματογραφιστές και μουσικούς, αλλά και γενιές κινηματογραφόφιλων. Ο Φελίνι είχε πει: «Ο πιο πολύτιμος συνεργάτης που είχα και το λέω ευθέως και δε χρειάζεται καν να διστάσω, ήταν ο Νίνο Ρότα. Είχε μια γεωμετρική φαντασία, μια μουσική προσέγγιση αντάξια επουράνιων σφαιρών. Δεν είχε λοιπόν ανάγκη να δει εικόνες από τις ταινίες μου. Όταν το ρωτούσα για τις μελωδίες που σκεφτόταν για να σχολιάσω τη μία ή την άλλη σεκάνς, συνειδητοποιούσα ότι δεν ασχολούνταν καθόλου με εικόνες. Ο κόσμος του ήταν εσωτερικός, μέσα του και η πραγματικότητα δεν είχε κανέναν τρόπο να μπει εκεί».
Μερικές από τις ταινίες του «maestro» που τις έντυσε μουσικά ο Ρότα και έγιναν αναπόσπαστα με τα πλέον αγαπημένα και αναγνωρίσιμα κινηματογραφικά σάουντρακ ήταν τα αριστουργήματα «Ντόλτσε Βίτα», «Λα Στράντα», «Οκτώμισι», «Νύχτες της Καμπίρια», «Σατυρικόν», «Ρόμα», «Amarcord», «Καζανόβας», «Ιουλιέτα των Πνευμάτων». Φυσικά υπάρχει και η «Πρόβα Ορχήστρας», μια αλληγορική ταινία στην οποία ο Φελίνι δεν τα πολυκαταφέρνει, αλλά έχει σκηνές ασύγκριτης μαγείας, που στηρίζονται στην έμπνευση του Ρότα. Η ταινία αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία για τον Ρότα, καθώς τον επόμενο χρόνο, το 1979, θα έφευγε ξαφνικά από στεφανιαία νόσο.
Η σχέση του με την Ελλάδα και ο Μάνος
Ο Νίνο Ρότα όμως είχε σχέση και με την Ελλάδα. Με την Ελλάδα συνδέθηκε λόγω της φιλίας που είχε αναπτύξει με τον Μάνο Χατζιδάκι. Λίγο μετά τον θάνατο του Ιταλού συνθέτη, ο Χατζιδάκις, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το μεγαλείο του Ρότα και την προσφορά του στο φιλμικό σύμπαν του Φελίνι, είχε πει: «Ο Φελίνι ασχολείται με το παρελθόν του, ασχολείται με τις εικόνες του παρελθόντος, τις οποίες τις συνθέτει με το μέλλον. Κι εκεί είναι η μεγαλοσύνη του. Ήθελε ένα υλικό του παρελθόντος. Ο Νίνο Ρότα του το προμήθευσε. Κι έχουμε αυτό το αξιοπερίεργο, να έχει σφραγίσει την εποχή μας, την πολύ σύγχρονη εποχή μας, ένα υλικό αναμνήσεων. Κι αυτός είναι ο Νίνο Ρότα».
Επίσης, ο Χατζιδάκις είχε διαπιστώσει ότι «ο Ρότα είχε συνείδηση του λαϊκού». Για να συμπληρώσει ότι «και θαυμαστά συνθέτει ολόκληρες σειρές από πρωτοφανέρωτες οικείες μελωδίες, που εξαρχής δεθήκανε με τα Φελινικά οράματα και φτιάξαν μία από τις πιο θαρραλέες και μαγικές στιγμές του κόσμου αυτού που ζούμε». Και συνοψίζοντας θα πει: «Ο Φελίνι και ο Ρότα είναι η επιτυχημένη Ιταλία του Μεταπολέμου που γνωρίζει να διασκεδάζει και να βλέπει βαθιά τις ρωγμές και τους κραδασμούς του μέλλοντος, χωρίς να χάνει το αίσθημα και τη μνήμη του μεταναγεννησιακού πάθους».
Η καρδιά και η μουσική
Ο Νίνο Ρότα, σε ηλικία 67 ετών θα πεθάνει στη Ρώμη, ήσυχα όπως έζησε. Θα αφήσει πίσω του μία κόρη, τη Νίνα Ρότα, την οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια της σχέσης του με την πιανίστρια Μάγκντα Λονγκάρι. Και φυσικά θα αφήσει πίσω του, εκτός από τον απαρηγόρητο Φελίνι, που έχασε το άλλο του μισό και ένα τεράστιο έργο. Με δικά του λόγια, μιλώντας για την τέχνη του, αποκαλύπτει από που αντλούσε την έμπνευση:
«Όταν συνθέτω στο πιάνο, τείνω να νιώθω ευτυχής, αλλά υπάρχει πάντα το αιώνιο δίλημμα: πώς μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι ανάμεσα στη δυστυχία των άλλων; Θα έκανα τα πάντα για να δώσω σε όλους μια στιγμή ευτυχίας. Αυτό είναι που βρίσκεται στην καρδιά της μουσικής μου».
ΑΠΕ – ΜΠΕ, zougla.gr
Σχετικά Άρθρα
Λιβανός: «Δέσμευση της Κυβέρνησης οι αυξήσεις μισθών και η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και παιδείας»
Επιστρεπτέα Προκαταβολή: Τέλος χρόνου για την έκπτωση 15% στην εφάπαξ καταβολή
Δ.Ε.Υ.Α.Μ.: Πρόταση για τη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας του πόσιμου νερού