Ντίνος Μελάχρις: «Η καλή λογοτεχνία πρέπει να έχει μαγκιά και μπρίο»

Στο πλαίσιο της Συνέντευξης της Δευτέρας είχα την ευκαιρία να συναντήσω και να μιλήσω με έναν παλιό φίλο. Έναν άνθρωπο που πάντα θαύμαζα για το ακέραιο του χαρακτήρα του, την οξυδέρκειά του αλλά και την αμεσότητά του. Άνθρωπο ανήσυχο και διορατικό, παρόλα αυτά προσκολλημένο στις αξίες και τις ηθικές εκείνης της παλιάς καλής εποχής…

  • Συνέντευξη στη Νάντια Μπούτα

Ο Ντίνος Μελάχρις  γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1950 και σπούδασε Βυζαντινή – Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εργάστηκε ως Εκπαιδευτικός σε Σχολεία της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.

Αφηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, όπως Εβδομάδα, Ρίζος της Κυριακής, Περίπλους, Πόρφυρας, Εμβόλιμον, Φθιωτικός Λόγος, Δίοδος 62100, Ακτή, κ.ά.

Από τις Εκδόσεις «ΙΒΥΚΟΣ» κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του (Αγρίνιο 1999), ενώ το επόμενο βιβλίο του «Φωτογραφίες παλιές και άλλα διηγήματα», εκδόθηκε στην Κύπρο (Εκδόσεις «ΑΚΤΗ», Λευκωσία 2015).

Ο Ντίνος Μελάχρις είναι ένας άνθρωπος, αυτό που λέμε «έξω καρδιά». Σε μια συζήτηση μαζί του δε χωράνε τυπικότητες και στερεότυπα. Έχει τον τρόπο του να τα καταρρίπτει.

Αν θέλεις, Νάντια, να μιλάμε στον ενικό; Σε ξέρω από μαθήτρια, τότε που πήγαινες στο TAE – KWON – DO με τα παιδιά μου. Θερμά ευχαριστώ που με κάλεσες.

Θέλω να αρχίσουμε, Ντίνο, με τις «Φωτογραφίες Παλιές». Λένε πως «Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», μια φωτογραφία μπορεί να εκφράσει όλα όσα οι λέξεις δεν μπορούν. Εσύ, στο πιο χαρακτηριστικό σου έργο «φωτογραφίζεις» και εκφράζεις μόνο με λέξεις και με έναν εξαιρετικό τρόπο, αναμνήσεις, στιγμές ζωής, συναισθήματα, εικόνες… Δεν ήταν δύσκολο αυτό;

Όντως, οι εικόνες είναι κείνες που μας καθορίζουνε στην αρχή της ζωής μας. Εικόνες, μυρωδιές… Μετά έρχεται ο Λόγος, η λογική, η εκλογίκευση, η εγκεφαλική δηλαδή επεξεργασία. Όσο για το «δύσκολο», όχι δεν είναι δύσκολο. Έρχονται και σε βρίσκουν οι λέξεις. Αυτές μας βρίσκουν.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή; Ποια εσωτερική σου ανάγκη καλύπτει η ενασχόλησή σου με αυτή;

Ξέρεις, όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την «ανακοινωτικότητα», την τάση γι’ ανακοίνωση. Όλοι, μέχρι τα 5-7 τους χρόνια. Ας είναι και ψέματα. Μετά, μεγαλώνοντας μαζεύονται, σοβαρεύουν. Ε, οι συγγραφείς αρνούνται να σοβαρέψουν και διηγούνται τα ψέματά τους κι αργότερα, μέχρι να πεθάνουν. Έτσι κάπως ξεκινάνε να γράφουν. Αντί να τα λένε σε πέντε φίλους, τα γράφουν, ούτως ώστε να τα διαβάσουν περισσότεροι.

Άρα, υπάρχουν πολλά βιωματικά στοιχεία στα αφηγήματά σου;

Και βέβαια υπάρχουν βιωματικά στοιχεία… να, όταν μικρός είχα πάει για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη είδα ανθρώπους… «σαμαρωμένους», ναι, χαμάληδες, φορτοεκφορτωτές. Φόραγαν σαμάρια και κουβαλούσαν διάφορα. Κι επίσης έναν γέρο Κούρδο, κουτσό, με μπαστούνι φορτωμένον ίσως και 100 οκάδες που ακροβατούσε πάνω σε δύο σανίδες ενωμένες με πηχάκια…

Ε, όταν γύρισα και τα διηγήθηκα αυτά…

«Εντάξει, κόψε το παραμύθι, ρε Ντίνο» μου είπαν οι φίλοι. «Δε θα κόψεις τα ψέματα ποτέ;» Κατάλαβες; Αλήθεια – ψέματα, αυτά είναι.

Φυσικά τα σαμάρια των χαμάληδων ισχύουν ακόμα. Λέγονται «χαμαλίκες» και τις αναφέρει κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ο Κακόμης». Έχεις διαβάσει Παπαδιαμάντη;

Διαβάζεις αρκετά από ό,τι καταλαβαίνω. Τι σου αρέσει να διαβάζεις; Υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία;

Διαβάζω μετά μανίας, ναι, είμαι αναγνώστης. Και ξένη κι ελληνική λογοτεχνία. Βέβαια, αν είναι κάτι ξενέρωτο, το καταλαβαίνω. Μετά 5-10 σελίδες το πετάω αμέσως. Η καλή λογοτεχνία πρέπει να έχει μαγκιά και μπρίο. Πρέπει να ξεσκίζεται ο συγγραφεύς. Να πιστεύει αυτά που γράφει. Και να ξέρει να γράφει, φυσικά. Όχι εντελώς με τα πόδια!

Τα δικά σου έργα, είτε πρόκειται για κάποιο διήγημα, αφήγημα ή ευθυμογράφημα, τα χαρακτηρίζει μια αφοπλιστική -πολλές φορές- αμεσότητα, η οποία κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη. Πώς προκύπτει αυτή η αμεσότητα;

Ευχαριστώ! Η αμεσότητα βγαίνει όταν δεν παριστάνεις κάτι που δεν είσαι. Ο αναγνώστης δεν είναι χαζός, σε καταλαβαίνει όταν μ’ αυτά που γράφεις θες να πεις ΕΓΩ είμαι, εγώ κάνω και εγώ δείχνω… τι να μας πεις κι εσύ…

Όσο για το εύθυμον των γραφομένων, έχω να σου πω ότι συνήθως οι ευθυμογράφοι είναι (ώρες – ώρες) βαθειά καταθλιπτικά άτομα. Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα.

Ξεχωρίζεις κάποιο διήγημά σου; Περίγράψε μου κάποια στιγμή στη ζωή σου την οποία αναφέρεις σε κάποιο διήγημά σου και η οποία θα σου μείνει αξέχαστη.

Ναι. Υπάρχει ένα διήγημά μου, η «Μαρία», το οποίο, αν δεν το ‘γραφα, θα είχα αρρωστήσει.

Μία γυναίκα που πέρασε από ξενιτιές, εξορίες, πόλεμο, σκληρή δουλειά, ανάθρεψε (με χίλια βάσανα) παιδιά και τελικά «πήγε» από…. μηχανάκι! Τί να πεις;

Νιώθεις πως μέσα από τα έργα σου περνούν κάποια μηνύματα στον κόσμο ή προβάλλονται κάποιες αξίες;

Με τίποτα. Δεν θέλω να περάσω κανένα μήνυμα σε κανέναν. Ο καθένας έχει τις αξίες του, επιδρά σε άλλους και δέχεται, βέβαια, επιδράσεις. Απλώς διηγούμαι ιστορίες, οι οποίες άλλους συγκινούν και άλλους όχι.

Είσαι από αυτούς που ανήκουν στη λεγόμενη «γενιά της αλάνας». Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

Βέβαια! Αλάνα και ξερό ψωμί. Αλάνες, όχι αλάνα. Το πατρικό μου είναι ανάμεσα στον Νέο και τον Παλιό Άγιο Χριστόφορο. Ήταν ένα ρέμα, ένα γεφυράκι πέτρινο (εποχής Τουρκοκρατίας) και κάτι φοίνικες, εκεί που τώρα είναι το Ουζερί του «Μπανάνα».

Από κει άρχιζε ένας τεράστιος αγρός, καπνοχώραφο, του Κατσιαμπούρα το χωράφι, ο «Άμπλας» (πηγή νερού), ένα πολυβολείο και μια αγροικία, τίποτα άλλο. Εκεί παίζαμε όλη μέρα, πετάγαμε χαρταετό κ.λπ.

Άλλα χρόνια. Όχι ότι ήτανε κι όλα ρόδινα, και τι ωραία που περνάγαμε, όχι.

Ξέρεις, ο άνθρωπος εκ φύσεως έχει την τάση να ξεχνάει τις πίκρες και να θυμάται μόνο τα ευχάριστα.

Όχι, ήταν άγριες εποχές.

Θα μου επιτρέψεις να σου πω μια ιστορία; Δεν την έχω γράψει ακόμα…

Παρακαλώ…

Δεκαετία του ’50, γλυκιά Άνοιξη, Μεγάλη Εβδομάδα στο Αγρίνιο, Παράδεισος… Κι άγρια μετεμφυλιακά χρόνια. Ειδοποίησαν τον πατέρα μου να πάει μαζί με κάποιον άλλον φίλο του, στις Φυλακές της Αγίας Τριάδας (δεν υπάρχουν τώρα, είναι ένα Νηπιαγωγείο εκεί). Κάποιος γνωστός τους είχε μόλις γυρίσει από την εξορία σε κάποιο ξερονήσι κι εκρατείτο στις φυλακές μέχρι να εγγυηθούν (!) δύο άτομα ότι θα είναι «νομιμόφρων» από ‘κει και πέρα.

Με είχε πάρει κι εμένα ο πατέρας μου μαζί. Βγήκε ο άνθρωπος και πήγαμε μια βόλτα στην Παπαστράτου. Χρόνια είχε να περάσει και το ‘θελε πολύ. Παιδάκι εγώ, βγάζει ο εξόριστος κάτι ψιλά από την τσέπη του και μου αγοράζει δύο μεζεδάκια, από μια ψησταριά. Τα πήρα, αλλά δεν τ’ άγγιξα, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και νήστευα. Ε, εκείνη τη μυρωδιά απ’ το κοκορέτσι θα την έχω πάντα μέσα μου.

Έχεις εργαστεί ως Εκπαιδευτικός σε Σχολεία της Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Διαφορετικά συστήματα, υποδομές, νοοτροπίες… Εσύ, προσωπικά, ποιο σύστημα προτιμάς;

Τα περί Παιδείας τα έχω αφήσει εδώ κι 8 χρόνια περίπου. Εν τω μεταξύ οι εξελίξεις τρέχουν τόσο που νομίζω ότι έχει περάσει ένας αιώνας.

Η εκπαίδευση στη Γερμανία έχει την τάση να βλέπει τις δυνατότητες του κάθε μαθητή και να τον κατευθύνει (εν πολλοίς υποχρεωτικά) προς την Ανώτατη Παιδεία, την Τεχνική ή Επαγγελματική Εκπαίδευση. Έχω μελετήσει κάπως διάφορα συστήματα και κατέληξα ότι καλόν βαθμό παίρνουν η Εκπαίδευση της Δανίας και της Φινλανδίας. Αλλά απαιτεί τεράστια συζήτηση αυτό το θέμα.

Ως δάσκαλος, βρέθηκες επί σειρά ετών κοντά στα παιδιά. Αυτή η γενιά που μεγαλώνει με τα τάμπλετ και τα κινητά είναι πιο ευτυχισμένη από «τη γενιά της αλάνας;»

Βέβαια οι διαφορές των εποχών είναι πολύ μεγάλες. Εδώ, δεν ενδιαφέρονται τα παιδιά για τις βιβλιοθήκες των παππούδων τους.

«Τι να τα κάνω τα βιβλία, παππού; Ό,τι θέλω το βρίσκω στον υπολογιστή μου…»

Ο φιλόσοφος Νίκος Δήμου μου έλεγε ότι έχει 11.000 τόμους στη βιβλιοθήκη του. Παιδιά δεν απέκτησε, είπε να τα κάνει δωρεά. Ε, ξέρεις τί δύσκολο ήταν; Υπάρχουν Δημόσιες Βιβλιοθήκες που έχουν 10 και 20 σειρές από κάθε εγκυκλοπαίδεια. Δε θέλουμε, όχι άλλες, λένε.

Και, ειδικά ο Νίκος Δήμου, έχει σπανιότατα βιβλία. Παλαιότυπα, βιβλία Τέχνης κ.λπ. Τελικά οι 11.000 αυτοί τόμοι θα βρουν θέση στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Δηλαδή, τάμπλετ και πάλι τάμπλετ, τα εγγόνια μας. Πάντως, η νέα γενιά γενικά είναι πιο ελεύθερη, πιο πληροφορημένη, καλύτερα γλωσσομαθής από εμάς. Εύχομαι να είναι και πιο ευτυχισμένη.

Πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου; Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής στη ζωή σου;

Τώρα το βρήκες! Μουσική βέβαια. Η μουσική είναι το πιο ευγενές μετά τη σιωπή.

Και ξέρεις, το ωραίο είναι να μην είσαι κολλημένος μ’ ένα είδος και να μισείς τα άλλα.

Μια φορά είχα παρακολουθήσει στην Αθήνα ένα ροκ συγκρότημα σε κάποιο μπαρ. Συνεχάρην τα παιδιά, πιάσαμε κουβέντα, από πού είστε κ.λπ.

– «Από το Αγρίνιο» λέω εγώ.

– «Αλήθεια;» ρωτάει ο ροκ-κιθαρίστας. «Δε μου λέτε; Ο Τάκης ο Καρναβάς ζει;»

– «Καρναβάς; Από πού κι ως πού τον ξέρεις εσύ;»

– «Αμ τον Τακούλα τον Καρναβά; Τί λες τώρα; Σπουδαίος! Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Ροκ μουσική παίζω, αλλά ακούω και ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια» είπε ο ροκάς.

Πότε θεωρείς ότι ο άνθρωπος φτάνει στην ολοκλήρωσή του ως άνθρωπος;

Ποτέ! Σα να μου λες να φτάσουμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Αυτό είναι ολοκλήρωση.

Υπάρχουν κάποιες δραστηριότητες με τις οποίες θα ήθελες να ασχοληθείς στο μέλλον;

Τώρα πια, «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Θα ήθελα να ευχηθώ Υγεία κι Ευτυχία σ’ όλο τον κόσμο, να τελειώσει κι αυτός ο διάολος ο ιός Corona. Να κάνω 2-3 ταξίδια πριν το «Μεγάλο Ταξίδι».

 «… Ένα τραίνο η ζωή μας που περνάει βιαστικό,

η βαλίτσα μας στο χέρι

κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε Σταθμό».

Ευχαριστώ Νάντια!


Συνέντευξη: Νάντια Μπούτα
«Agrinio 365» Media Group | Antenna-Star.gr και AgrinioTimes.gr