Ο Γιώργος Ζιόβας στο Antenna-Star.gr: «Ζούμε την εποχή του γκρεμίσματος, της αποδόμησης»

Ο Γιώργος Ζιόβας γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1958, λέει το βιογραφικό του, και μεγάλωσε στην Μυρτιά της Αιτωλοακαρνανίας. Από το 1968 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και εργάζεται ως ηθοποιός.

Τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων, έχει παίξει στις παραστάσεις «Ηρακλής Μαινόμενος», του Ευρυπίδη, στο Εθνικό Θέατρο (2011), «Δαμάζοντας τα κύματα» του Λαρς φον Τρίερ, στο Εθνικό θέατρο (2016), «Δεύτερη φωνή» των Ρέππα, Παπαθανασίου, με την Νένα Μεντή στο θέατρο Αποθήκη (2016), «Η δύναμη του σκότους», του Λέοντα Τολστόι, στο Σύγχρονο θέατρο (2017), «Ο θάνατος του εμποράκου», του Άρθουρ Μίλλερ, στο Θέατρο Εμπορικόν, με τον Δημήτρη Καταλειφό (2019), «Οιδίπους Τύραννος», του Σοφοκλή, με τον Δημήτρη Λιγνάδη (2019)

Μέχρι σήμερα έχει γράψει οκτώ ποιητικές συλλογές και ποιήματά του έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία των ποιητών της «Γενιάς του ’80», που εξέδωσε το περιοδικό Νέο Επίπεδο.

Ποιήματα και άλλα κείμενά του, καθώς και κριτικές για το έργο του, έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά: Ακτή, Αναιρέσεις, Διαβάζω, Εμβόλιμον, Νέα Πορεία, Νέο Επίπεδο, Παρέμβαση. Πολιτιστική, Ρωγμή και Τετράδια Μαρξισμού.

Έργα του είναι «Το ύδωρ», Διογένης 1983, «Ο γιός των περιβολιών στο Άστυ», Αθήνα 1984. «Μάγμα», Αθήνα 1987, «Ο αμείλικτος Μίσκιν», Διογένης 1994, «Στίχοι παρά πόδα», Αθήνα 2005, «Το νερό και η νύχτα», Θεατρική Εταιρία Στοά, 2013, «Το τέλος της κρίσης», Αθήνα 2015.

Όλα αυτά λένε πολλά… Λένε όμως λιγότερα από το βλέμμα των ματιών του, που κουβαλάει ακόμα το χρώμα της λίμνης που τον «ταξίδεψε», τις γωνίες των δρόμων που περπάτησε με το χέρι απλωμένο, για να προλάβει το φίλο… να μη χαθεί, καθώς και το άρωμα των εσπεριδοειδών του τόπου που τον μεγάλωσε και έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι.

Σήμερα στη συνέντευξη της Δευτέρας ο Γιώργος Ζιόβας.

Λευτέρης Τηλιγάδας


Γιώργος Ζιόβας:

«Ζούμε την εποχή του γκρεμίσματος, της αποδόμησης»

 

«Δεύτερη φωνή» των Ρέππα, Παπαθανασίου, με την Νένα Μεντή στο θέατρο Αποθήκη (2016),

 

Λ.Τ. Ο κοινωνικός χώρος, Γιώργο, από εκείνα τα πρώτα χρόνια που πρωτοξεκίνησες τη διαδρομή σου στην τέχνη -δεν αναφέρομαι μόνο στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο και στην λογοτεχνία, μορφές έκφρασης στις οποίες έχεις δώσει σημαντικά και αξιόλογα «δείγματα γραφής», είναι αδιαμφισβήτητο θαρρώ αυτό, έχει αλλάξει κατά πολύ. Αν το θέατρο λοιπόν είναι έκφραση των αναγκών της κοινωνίας, πόσο έχει αλλάξει η δομή της παράστασης όλα αυτά τα χρόνια και ποια τα εργαλεία στη προσέγγιση ενός ρόλου τότε και σήμερα;

Γ. Ζ. Η παλιά σχέση συγγραφέα, έργου, σκηνοθέτη και ηθοποιών για το ανέβασμα μιας παράστασης έχει διαταραχθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν αλλάξει ακόμα και οι κώδικες της υποκριτικής.

Σήμερα οι περισσότερες ομάδες και οι μεταμοντέρνοι σκηνοθέτες είτε συγκολλούν ετερόκλητα κείμενα είτε επινοούν κατά τη διάρκεια των προβών το έργο και τη μορφή του είτε αποδομούν και κατά την τρέχουσα ορολογία “πειράζουν” κλασσικά και νεώτερα έργα, τα διορθώνουν και τα διαστρέφουν. Όλη αυτή η κατάσταση αντανακλά τον γενικότερο κατακερματισμό, την κόπωση, τη βαθιά σύγχιση, την αμηχανία και παρακμή της εποχής μας. Η έλλειψη μιας αφήγησης που θα ενοποιούσε την κοινωνία, η έλλειψη ενός συνεκτικού μύθου οδηγεί τους ανθρώπους του θεάτρου να δημιουργούν κατά κανόνα με τον τρόπο που σας προανέφερα. Ζούμε την εποχή του γκρεμίσματος, της αποδόμησης. Το αντίδοτο θα ήταν η προσπάθεια για παραγωγή νέων έργων και παραστάσεων που δεν θα φωτογράφιζαν μηχανικά τα θραύσματα του κόσμου μας αλλά θα στόχευαν σε πιο δομημένες αφηγήσεις. Ζητούμενο νομίζω δεν είναι ούτε το εύπεπτο και ευτελές αλλά ούτε και το στριφνό, το απογειωμένο και δήθεν πρωτοποριακό. Μπορείς να είσαι μπροστά από την εποχή σου χωρίς να την αγνοείς, κλείνοντας την ψαλίδα εμπορικού – ποιοτικού, μπορείς, χωρίς να κάνεις εκπτώσεις στην τέχνη σου, να σκύβεις στα προβλήματα του κόσμου, να επιδιώκεις την αποδοχή του ευρύτερου κοινού.

 

«Οιδίπους Τύραννος», του Σοφοκλή, με τον Δημήτρη Λιγνάδη (2019)

 

Λ.Τ. Είναι κοινός τόπος πια, Γιώργο, ότι ο χώρος του θεάτρου, οι σκηνές δηλαδή που λειτουργούν σήμερα στην Αθήνα και στην επαρχία φυσικά, έχουν πληθύνει εκρηκτικά. Αποτέλεσμα αυτής της έκρηξης είναι μια πληθώρα καλλιτεχνικών σχημάτων που λειτουργούν μέσα και κάτω από μια ατελείωτη σειρά δυσλειτουργιών αρκετά από τα οποία καταφέρνουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις να παράγουν ένα σημαντικό και αξιοπρόσεκτο έργο. Όλα όμως αντιμετωπίζουν ένα πολυδιασπασμένο κοινό, το οποίο, απ΄ όσα μπορώ να αντιληφθώ, δεν μπορεί, οικονομικά τουλάχιστον, να τις στηρίξει όλες. Δεν ξέρω αν η παρατήρηση μου συμφωνεί με την γνώση και την εμπειρία σου, αλλά θα ήθελα τη γνώμη σου γι’ αυτή τη θεατρική έκρηξη από το 2.000 περίπου έως το 2.019. Πόσο χρήσιμες και αναγκαίες ήταν και είναι οι τόσο πολλές θεατρικές ομάδες και ποιο το καλλιτεχνικό και κοινωνικό τους αντίκρισμα;

Γ.Ζ. Μέχρι και την αρχή της πανδημίας ανεβάζονταν κάθε χρόνο στην Αθήνα εκατοντάδες έως χιλιάδες παραστάσεις. Ένας κατακερματισμός, ένα πληθωρισμός που μπορούμε να πούμε αντανακλούσε τον γενικότερο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό πληθωρισμό. Οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις όσο γρήγορα ανέβαιναν τόσο γρήγορα κατέβαιναν. Το ίδιο και οι ομάδες: εμφανιζόντουσαν και χάνονταν με ταχείς ρυθμούς. Όλα δυστυχώς ακολουθούν και υποκύπτουν στην κουλτούρα της ταχύτητας: γρήγορο φαγητό, γρήγορο σεξ, γρήγορο ίντερνετ, γρήγορα αυτοκίνητα κλπ. Αντιλαμβάνεται βέβαια κανείς τη λαχτάρα και την αγωνία τόσων νέων καλλιτεχνών που ασφυκτιούν στα πλαίσια της παρακμιακής εποχής μας και θέλουν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν αμφισβητώντας παλιές αξίες, καταστάσεις και πρόσωπα. Αυτοί έχουν και τα πιο υγιή κίνητρα. (Αφήνω απ’έξω πάρα πολλούς άλλους που τους κινεί μόνον η ευκολία και η αυταπάτη της αναγνωρισιμότητας). Εκείνο που μπορώ να πω είναι πως η τέχνη του θεάτρου, όλες οι τέχνες, δεν είναι για αθλητές ταχύτητας και μικρών αποστάσεων αλλά για μαραθωνοδρόμους. Απαιτούν μαθητεία, υπομονή και δια βίου μελέτη. Όταν ρώτησαν τον Κατράκη τί συμβουλή δίνει στους νέους ηθοποιούς απάντησε: “Μη βιάζεστε”. Επειδή όμως το θέμα δεν είναι μόνο ατομικό αλλά και κοινωνικό, η πολιτεία θα έπρεπε να ενισχύσει με πολύ περισσότερους καλλιτέχνες τις ήδη υπάρχουσες κρατικές σκηνές, να δημιουργήσει νέες και να ξαναζωντανέψει τα ΔΗΠΕΘΕ. Επίσης θέλω να προσθέσω πως η υπέρβαση της θεατρικής κρίσης μπορεί να πραγματοποιηθεί παράλληλα με την υπέρβαση της γενικότερης κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και ηθικής κρίσης. Πάνω σ’αυτό ας αναστοχαστούν και ας πράξουν οι άνθρωποι του θεάτρου αλλά και πολίτες, οι θεατές το κοινό.

 

 

 

«Επτά επί Θήβας», του Αισχύλου, με τον Γιώργο Κιμούλη (2004)

 

 

Λ.Τ. Πόσο δύσκολος ή εύκολος (ρητορικό είναι το δίλλημα) είναι ο βιοπορισμός ενός ηθοποιού με την  οικονομική καταρχάς και την υγειονομική στη συνέχεια κρίση και ποια η γνώμη σου για το ανέβασμα όλων αυτών των διαδικτυακών παραστάσεων; Πόσο άλλαξε το εργασιακό περιβάλλον στο χώρο του θεάτρου και του θεάματος γενικότερα;

Γ.Ζ. Η πανδημία και η υγειονομική κρίση βούλιαξε ακόμα περισσότερο το εργασιακό περιβάλλον. Η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων του θεάτρου είναι κυριολεκτικά τραγική. Ιδίως των νέων. Η κατάσταση δεν σώζεται με τις διαδικτυακές παραστάσεις είτε είναι μαγνητοσκοπημένες είτε σε live streaming. Αποτελούν βέβαια μια αναγκαία λύση ένα, θα λέγαμε, αναγκαίο κακό γιατί το θέατρο είναι άλλο πράγμα. Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μιας ζωντανής παράστασης δεν μπορεί να αποτυπωθεί στην βιντεοσκόπηση. Είναι λοιπόν μια αναγκαία λύση γι αυτούς τους καιρούς αρκεί όλοι οι συντελεστές να αποζημιώνονται επαρκώς, πράγμα που δεν συμβαίνει. Η πολιτεία, η κυβέρνηση απαξιώνει τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, τα χρήματα που έχουνε δοθεί είναι ψίχουλα μπροστά στις πραγματικές ανάγκες. Θα μου πεις, εδώ δίνουν πιο πολλά κονδύλια για την καταστολή παρά για την υγεία και εσύ ζητάς χρήματα για τον πολιτισμό και το θέατρο. Ναι, γιατί το θέατρο είναι μια αναντικατάστατη, συλλογική,βαθιά δημοκρατική διαδικασία, μια τέχνη που λυτρώνει, μορφώνει, ψυχαγωγεί και παρηγορεί. Φαίνεται όμως πως οι ιθύνοντες θέλουν μόνον ανθρώπους κλεισμένους στα σπίτια τους, καταναλωτές τηλεοπτικών και διαδικτυακών προϊόντων υποταγμένων στη δικτατορία της εικόνας.

 

«Ο θάνατος του εμποράκου», του Άρθουρ Μίλλερ, στο Θέατρο Εμπορικόν, με τον Δημήτρη Καταλειφό (2019)

 

 

Λ.Τ. Γιώργο, σχεδόν από την αρχή της καλλιτεχνικής σου διαδρομής, συνεργάστηκες με το Δημοτικό Περιφερειακό θέατρο Αγρινίου. Σε είδαμε ξανά στην πόλη μας πριν από δυο χρόνια περίπου να σκηνοθετείς και να παίζεις «το Μάθημα» του Ιονέσκου. Μίλησε μας λίγο γι αυτή σου τη συνεργασία;

Γ.Ζ. Ήταν μια όμορφη και ευτυχής συνεργασία και θα ήταν μεγάλη χαρά για μένα κάποια στιγμή να επαναληφθεί. Θέλω και από αυτό το βήμα να ευχαριστήσω τον Νίκο Καραγεώργο που μου έδωσε την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με το κοινό της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Είναι ιδιαίτερη η συγκίνησή μου να βρίσκομαι και να δημιουργώ στον τόπο που έζησα τα πρώτα παιδικά χρόνια.

 

 

 

Λ.Τ. Τι θα έλεγες σήμερα γι’ αυτό τον θεσμό, ο οποίος φαντάζει κάπως απαξιωμένος, σε σχέση πάντα με τις αρχικές του στοχεύσεις

Γ.Ζ. Δεν φαντάζει κάπως απαξιωμένος, θα έλεγα πως είναι εντελώς. Η χρηματοδότηση από την πολιτεία είναι ελάχιστη, σχεδόν ανύπαρκτη. Έτσι δεν μπορούν να σταθούν όσα από τα ΔΗΠΕΘΕ έχουν απομείνει. Τα ΔΗΠΕΘΕ ήταν ένας πολύ σημαντικός θεσμός. Έδωσαν εργασία σε χιλιάδες καλλιτέχνες, τεχνικούς και υπαλλήλους. Ένα τεράστιο καλλιτεχνικό δυναμικό πέρασε από αυτά παράγοντας συχνά έργο υψηλού επιπέδου. Η πολιτεία με την υποβάθμιση και το κλείσιμο των ΔΗΠΕΘΕ δείχνει πόσο απαξιεί την περιφέρεια και τις ανάγκες της για πολιτισμό. Είναι μεγάλη ανάγκη το ξαναζωντάνεμα των ΔΗΠΕΘΕ και οι πολίτες πρέπει να πιέσουν προς αυτήν την κατεύθυνση με όλα τα μέσα που διαθέτουν.

Λ.Τ. Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Γ.Ζ. Με τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Άρη Μπαλή, την Όλγα Δαμάνη και σκηνοθέτη τον Γιώργο Σκεύα, έχουμε σχεδόν έτοιμο το εμβληματικό έργο του Σ. Μπέκετ  «Τέλος του Παιχνιδιού». Όταν οι καιροί το επιτρέψουν ευελπιστούμε να το ανεβάσουμε στο Σύγχρονο Θέατρο. Επίσης έχω σχεδόν έτοιμη μια ποιητική σύνθεση και ένα πεζό κείμενο που ελπίζω προς το τέλος του χρόνου να τα έχω εκδώσει.


«Agrinio 365» Media Group | Antenna-Star.gr – AgrinioTimes.gr
Η Φωτογραφία της ανάρτησης είναι του Γιάννη Γιαπράκη