Οι Αιτωλοί από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα

Οι  Αιτωλοί, ως   οντότητα   διοικητική  και  πολιτική, μνημονεύονται  για πρώτη  φορά  στον  Όμηρο, ο  οποίος  γνωρίζει  πολύ καλά  την  παρουσία  τους  και  τη  δράση  τους   που  προηγείται  των  τρωικών  γεγονότων.

  • Στην  Ιλιάδα  λοιπόν  και  ειδικότερα  στον «Κατάλογο  Νεών» (ή Βοιώτεια, όπου  απογράφονται οι συμμετοχές  των  ελληνικών  βασιλείων  στην  τρωική  εκστρατεία),  εμφανίζονται  για  πρώτη  φορά  οι  «Αιτωλοί»,  ως  φυλετική  ομάδα(με  το  δικό  της  όνομα) και ως  βασίλειο, περιφερειακή  στρατιωτική  δύναμη(των μυκηναίων).

« Στους  Αιτωλούς ήταν  αρχηγός  ο  Θόας, γιος  του  Ανδραίμονα,
οι  οποίοι  έμεναν  στην Πλευρώνα, στην  Ώλενο, στην  Πυλήνη,
στην  παραθαλάσσια  Χαλκίδα  και  στην  πετρώδη  Καλυδώνα,
γιατί  δεν  ζούσαν  πια  οι  γιοι  του  αντρειωμένου  Οινέα,
κι  ο  ξανθός  Μελέαγρος  είχε  και  αυτός  πεθάνει.
Γι’  αυτό  σ’  όλους  του  Αιτωλούς ορίστηκε  βασιλιάς  ο Θόας
και  τον  ακολουθούσαν  σαράντα  μαύρα  καράβια.»
Β 638 -644


Γράφει  ο Αδάμης  Ευθύμιος


Συνεπώς  αν  ο  κατάλογος  μεταγράφει  κάποια  μυκηναϊκή  πηγή(αυθεντικό  κείμενο  της  μυκηναϊκής  εποχής), όπως  πολλοί  πιστεύουν,  τότε  οι «Αιτωλοί»  αποτελούν μία  από  τις  πολλές  φυλετικές  ομάδες, που έχουν  το δικό  τους  όνομα, το βασίλειο  και το  πιο  σημαντικό, την δική  τους  μυθολογική  παράδοση, ήδη  διαμορφωμένη  από την  μυκηναϊκή  εποχή, εάν  όμως  ο  κατάλογος  είναι μεταγενέστερο  κείμενο,  τότε  οι  Αιτωλοί, που  αναφέρονται  εκεί, ανήκουν  στον  8ο αι π.Χ.,  την  εποχή  που(όπως  πιθανολογείται)  έζησε  ο  Όμηρος.

Στην  Ιλιάδα  λοιπόν διαπιστώνουμε  ότι  ο  βασιλιάς  τους( των  Αιτωλών), ο Θόας, αναπτύσσει σημαντική  πολεμική δράση  στην  Τροία, γι’  αυτό  και  μνημονεύεται  σε  πολλά  σημεία, εκτός  του  καταλόγου  των  πλοίων,  μάλιστα κατά  τα  λεγόμενα  του  Ομήρου  είναι  σεβαστός  απ’  όλους  τους  Αιτωλούς  π.χ. Ν 216-218
« σ’ αυτόν  απάντησε(ο Ποσειδών) …(με  την  μορφή) του  Θόαντα,
γιου  του  Ανδραίμονα, που  βασίλευε  στους  Αιτωλούς  σε  όλη  την  Πλευρώνα
και  την  τραχιά  Καλυδώνα  και  σαν  θεός  ελάμβανε  τιμές».

Το  βασίλειό  τους, κατά  την  τρωική  περίοδο,  είναι  αρκετά  μεγάλο  αφού  στην  επικράτειά τους  απογράφονται  πέντε  πολιτείες(στον  κατάλογο) που  δεν  είναι  όλες  παραλιακές, Πλευρών, Καλυδών, Ώλενος, Χαλκίς  και Πυλήνη, και δύο  από  αυτές (η Πλευρώνα  και  η Καλυδώνα)  είναι  αρκετά  γνωστές στο  αρχαίο  ακροατήριο  από  την  παλαιότερη  παράδοση,  εκτός  του  Ομήρου.

Αυτή  η  παράδοση ( αιτωλικοί  μύθοι  και  οι  αιτωλοί ήρωες), είναι  γνωστή  στον  Όμηρο  και βρίσκει μια   θέση ιδιαίτερη  στην Ιλιάδα:

Έτσι  ο  Φοίνικας  στην  Ι -529 συγκρίνει  την  συμπεριφορά  του  Αχιλλέα (θυμός – αποχή  απ’  τον  πόλεμο) με  την   συμπεριφορά  των  παλαιοτέρων  ηρώων, και  για  την  σύγκριση  του  καταφεύγει  στις  προτρωικές  συγκρούσεις  της  Αιτωλίας «Κουρῆτές τ᾽ ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι»  και  μνημονεύει  τον  Αιτωλό  ήρωα  Μελέαγρο  που  υπερασπίζεται  αμυνόμενος την  Καλυδώνα(Ι-531) «Αἰτωλοὶ μὲν ἀμυνόμενοι Καλυδῶνος ἐραννῆς» ο  οποίος  λόγω  του  θυμού  του   αποσύρεται  από  τον  πόλεμο  και  ο  εχθρός(Κουρήτες) εισέρχονται  στην  πόλη, αλλά  μετά  από  τις  παρακλήσεις  της  γυναίκας  του  βγήκε  ξανά  στην  μάχη  και  έδιωξε  τον  κίνδυνο   για  τους  Αιτωλούς (Ι – 597) «ὣς ὃ μὲν Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ».
Χαρακτηριστικές  είναι  και  κάποιες  άλλες  αναφορές  του  Ομήρου  όπως  π.χ. για  τον  αιτωλικής καταγωγής ήρωα  Τυδέα  Δ 370-400,  τον  πατέρα  του  Διομήδη, του  οποίου  μνημονεύονται  τα  κατορθώματα  στην  Θήβα, μάλιστα  παρότι  δρούσε  ως  «Αργείος»  στρατηγός(γαμπρός  του  Αδράστου), απ’  τον  Όμηρο  καταχωρείται  στους  Αιτωλούς  ήρωες, Δ 399, «Τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος» ( ο  Αιτωλός Τυδέας),  μνημονεύεται  επίσης  και  στην  Ε 126  ως  ατρόμητος  μαχητής « μένος πατρώϊον ἧκα ἄτρομον, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεύς»  και  αλλού  στην Ε -800 «Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής»  (όπου  η  Αθηνά  υπενθυμίζει  την  στήριξή  της  στον Τυδέα  και  τα  κατορθώματά  του στην  Θήβα), όμως  ο  ίδιος  αναφέρεται  και  στην  Ξ 113,114  όταν  μνημονεύεται  ο  θάνατός  του  στην  Θήβα και  ο  τάφος  του  εκεί.

Βέβαια  την  αιτωλική  καταγωγή  του  υπενθυμίζει  με  υπερηφάνεια σ’  όλους και  ο  Διομήδης, ο  γιος  του  Τυδέα,  και βασιλιάς  του  Άργους, ο  οποίος  (Ξ  114-118)  αναφέρει  το  γενεαλογικό  δένδρο  των  Αιτωλών  προγόνων  του « Πορθεύς – (Άγριος, Μέλας,) Οινεύς – Τυδεύς» (– Διομήδης)  και  έτσι  πληροφορούμαστε  για  τον  παραδοσιακό  βασιλικό  οίκο  της  Αιτωλίας  (βέβαια  ο  πατέρας  του  Θόα  λέγεται  Ανδραίμονας).

Όμως  την  Αιτωλία  μνημονεύει  ο  Όμηρος   και  στη  συνάντηση (στο πεδίο  της  μάχης)  του  Διομήδη  και  Γλαύκου (Λύκιος), η  οποία  γίνεται  αφορμή  για  να  διηγηθεί  ο  ποιητής  την  ιστορία  του Βελλεροφόντη,  ενός  σημαντικού  ήρωα  που  κατά  την  δίωξή  του  φιλοξενήθηκε  για  είκοσι  μέρες  από  τον  Οινέα (στην Αιτωλία):
« τον  άξιο  Βελλεροφόντη  κάποτε  ο  Οινέας
δέχτηκε  ως  ξένο  στο  παλάτι  του  για  είκοσι  ημέρες
κι  ο  ένας  στον άλλο  έδωσαν  δώρα  φιλοξενίας…»
Ζ 215-220

Αυτό  το  γεγονός, η  παλιά φιλοξενία( και η  ανταλλαγή  δώρων) αποτελεί  για  τους  απογόνους  των  πρωταγωνιστών  σημαντικό δεδομένο, έτσι η  προγονική  φιλία  ανανεώνεται  στο  πεδίο  της  μάχης  από  τους  απογόνους  της   τρίτης  γενιάς, τον  Γλαύκο  και  τον  Διομήδη, οι  οποίοι θ’ ανταλλάξουν  τα άρματά  τους  Ζ 232-236.

Αιτωλός  όμως  είναι  και ο  Θερσίτης (στην Β 211-277), μια  μορφή με  αινιγματικό  ρόλο  στην  Ιλιάδα,  αφού  εμφανίζεται  ως  ο  δημόσιος  επικριτής  των  Ατρειδών, και  γενικότερα   των  βασιλέων,  κάτι  που  προκάλεσε  την  οργή  του  Οδυσσέα  και  τον   δημόσιο  ξυλοδαρμό  του.

Ο Nilsson  απέδειξε  με  τις  μελέτες  του1 ότι  οι  βασικοί  πυρήνες  της  ομηρικής  μυθολογίας  έχουν  μυκηναϊκή  προέλευση, γι’  αυτό  πρέπει  να  θεωρηθεί  αξιοπρόσεκτο   δεδομένο  η  παρουσία  των  Αιτωλών  στον  Όμηρο.
Η αιτωλική  μυθική  παράδοση  δεν  διαχέεται  τυχαία  σε  τόσα  πολλά  σημεία  της  Ιλιάδας, αλλά  αποδεικνύεται  αρκετά  προσφιλής  στον  Όμηρο  και  κατ’  επέκταση  στους   ακροατές  του  έπους,  και  αυτό  γιατί  έχει  ρίζες  προομηρικές,  κάτι  που  το  επιβεβαιώνει σήμερα  η  αρχαιολογία  με  τις  έρευνές  της  στην  Αιτωλία .
Πράγματι  οι  ανασκαφές  έφεραν  στο  φως  στοιχεία  από  το  άγνωστο μυκηναϊκό  παρελθόν  της  Αιτωλίας   και  τα  ευρήματα  από  τις  ταφές  (σε  θολωτούς  τάφους), όπως  και  τα  αντικείμενα, ή  η  κεραμική παραπέμπουν  στην  συνήθη  μυκηναϊκή  εθιμοτυπία.

Συνεπώς  ο  Όμηρος  δεν  αποτυπώνει  τυχαία  την  τοπική  αιτωλική  μυθολογική  παράδοση, αφού  αυτή, όπως  άλλωστε  και η  περιοχή  της  Αιτωλίας, δεν  υπήρξε ποτέ   αποκομμένη από  την  υπόλοιπη  Ελλάδα,  αντίθετα  είναι  φανερό  ότι  ως  τοπική  παράδοση  διαπλέκεται  στενά  στον  κορμό της  εθνικής  παράδοσης, στα  βασικά  πρόσωπά  της   με  τις  επιγαμίες και τις  κοινές  δράσεις.

Οι  επιγαμίες  που  ο  Όμηρος  μνημονεύει,  διασυνδέουν  στενά  την  Αιτωλία  με  το  Άργος,  μέσω  του  Τυδέα  και  του Διομήδη( ακόμη  και  με  την  περίπτωση  της  φιλοξενίας  του  Βελλεροφόντη, του  ήρωα  που  συνδέθηκε  με  την  Λυκία  της  Μικράς  Ασίας  κατά  την  άδικη  «ενοχοποίησή  του» από  τον  Προίτο) αλλά   και  με  τους  Ατρείδες, τους  βασιλείς  ενός  ισχυρού  οίκου  που  διοικεί  τις  Μυκήνες  την  περίοδο του  τρωικού  πολέμου.
Η  Αιτωλία  λοιπόν  κατέχει  ιδιαίτερη  θέση  στην  ελληνική  προϊστορία  αφού  βρέθηκε  στο  επίκεντρο  της  δράσης  ηρώων  όπως  του  Ηρακλή, ακόμη  και  του Οδυσσέα…    γι’  αυτό  και  την  πλήρη εικόνα  της  αιτωλικής  μυθολογικής  παράδοσης  την  εντοπίζουμε  σε  πολλούς  συγγραφείς.

Ακολουθώντας  το  νήμα  της  αιτωλικής  «προϊστορίας» μέσα  από  τις  πηγές, με  αφετηρία  τους  μυκηναϊκούς  χρόνους  μπορούμε  να  συνθέσουμε  την  εικόνα  της  αιτωλικής  μυθολογικής  παράδοσης.
Από  πολλές  πηγές  πληροφορούμαστε  για  τα  πρόσωπα  και τα  γεγονότα  που  συνέβησαν  στην  Αιτωλία  αυτή  την  εποχή .

Το  όνομα  της περιοχής  προήλθε  από  τον   επώνυμο  ήρωα «Αιτωλό»2πληροφορία  που  την αναφέρει  και  Στέφανος  ο Βυζάντιος  «Αιτωλία  χώρα (ονομάστηκε) από  τον  Αιτωλό  τον γιο του  Ενδυμίωνα,, ο  οποίος  διώχτηκε  από την   Πίσα  από  τον Σαλμονέα  κα ι κατοίκησε  την  χώρα  που  απ’ αυτόν  ονομάστηκε  Αιτωλία.

Πριν  ονομαζόταν «Υαντίς»  ….  Υπάρχει  όμως  και  Αιτωλία  πόλη  στην  Πελοπόννησο»3 αλλά  και  ο  Έφορος  «αφικόμενος  Αιτωλός  εκ  της   Ήλιδος, Αιτωλίαν  ωνόμασε,  εκείνους (Κουρητας) εκβαλών»4 ο  οποίος  κατάγεται  από  το  γνωστό  δένδρο  του  μυθικού  γενάρχη  Έλληνα.
Ο Απολλόδωρος5 αναφέρει  την  γενεαλογία  του Αιτωλού, θεωρώντας  τον  εγγονό  του Αέθλιου (γιος  του  Δία  και  της Πρωτογένειας), εκείνου  γιος  ήταν  ο Ενδυμίων,  ο  οποίος  με  Αιολείς  από την  Θεσσαλία  κατοίκησε  στην  Ήλιδα  και  με  γυναίκα  του  την  Ιφιάνασσα  απέκτησε τον Αιτωλό, τον Παίονα και  τον  Επειο…μαρτυρία  που καταθέτει  επίσης  και  ο  Έφορος6.

Ο Αιτωλός  σύμφωνα  με  τις   πηγές7 έφυγε από  την Ήλιδα, λόγω  φόνου (σκότωσε τον  Άπι)  και  ήρθε  στην  Αιτωλία,  μια  περιοχή  που  την  κατέλαβε  σκοτώνοντας  τους  γιους  της  Φθίας(Δώρος, Λαόδοκος, Πολυποίτης), παντρεύτηκε με  την Προνόη (κόρη  του Φόρβαντα) και  απέκτησε  τον  Πλευρώνα  και  τον Καλυδώνα8(που  έδωσαν τα  ονόματα  στις  δύο  σημαντικές  αιτωλικές  πόλεις), ο  Πλευρών  και  η Ξανθίππη(κόρη του  Δώρου)  απέκτησαν  τον Αγήνορα, (την Στερόπη, την Στρατονίκη, τον Λαοφόντη), εκείνος (ο Αγήνωρ) και  η Επικάστη9, κόρη  του  Καλυδώνα  απέκτησαν  τον  Πορθάονα  και  τη   Δημονίκη, αυτή  με  τον Άρη  απέκτησε  τον ΄Αρεο, Εύηνο, Μώλο, τον Πύλο  και  τον  Θέστιο, ο Πορθάονας με την Ευρύτη(του  Ιπποδάμαντος) απέκτησε  τον Οινέα, (τον Άγριο, τον Αλκάθοο, τον Μέλανα, τον Λευκωπέα, τη Στερόπη).
Ο  Θέστιος  με  την  Ευρυθέμη απέκτησε  την Αλθαία, την Λήδα(την Υπερμνήστρα, τον Εύιππο, τον  Ίφικλο, τον Πλήξιππο, τον Ευρύπιλο).

Ο  Οινέας  παντρεύτηκε  την  Αλθαία(κόρη  του  Θέστιου)  και  απέκτησε  τον  Τοξέα, τον  Θυρέα, τον  Κλύμενο, τη Γόργη (γυναίκα  του  Ανδραίμονα), τηΔηιάνειρα (γυναίκα  του  Ηρακλή) και τον  Μελέαγρο που  παντρεύτηκε την  Κλεοπάτρα(κόρη του  Ίδα  και  της Μάρπησσας), μετά  τον  θάνατο  της Αλθαίας  παντρεύτηκε  την  Περίβοια 10 και απέκτησε  τον Τυδέα που  έφυγε  από  την  Αιτωλία  γιατί  σκότωσε  τον  αδελφό  του Οινέα (Αλκάθοο) ή  τους  γιούς του  Μέλανα.

Η  Λήδα παντρεύτηκε  τον  Τυνδάρεω βασιλιά  της  Σπάρτης  και  απέκτησε  τους  Διόσκουρους(Κάστορα και Πολυδεύκη) την  Τιμάνδρα, τηνΚλυταιμνήστρα (γυναίκα  του  Αγαμέμνονα) και  την  Ελένη(γυναίκα  του  Μενελάου).

Ο  Αιτωλός  λοιπόν  κατάγεται  από  τους  Αιολείς, και  φέρνει  μαζί  του  στην  Αιτωλία  «Επειούς», οι  οποίοι  διώχνουν  τους  παλαιούς  κατοίκους  που  είναι  οι «Κουρήτες», αυτό  σημαίνει  μακροχρόνιες  τοπικές  συγκρούσεις.

Η  μελέτη  του  κορμού  της  αιτωλικής  μυθολογίας,  όπως  αυτή  περιγράφεται να εξελίσσεται  μέσα  στον  χώρο  της  Αιτωλίας  ή  διακλαδίζεται με  βάση τις  πιο  σημαντικές επιγαμίες των  μορφών,  αποκαλύπτει  τρεις  σημαντικές  προεκτάσεις:

1.Η Αιτωλία  αποτελεί  χώρο  συνάντησης  των  προτρωικών  ηρώων(το κυνήγι  του  Καλυδωνίου  Κάπρου)  και  πεδίο  ανταγωνισμού  στο  κυνήγι, το  οποίο  είναι  για  τους  μυκηναίους  πεδίο  τιμής, άμιλλας και  ικανοτήτων, ενώ,  στην  περίπτωση  του  Καλυδωνίου  Κάπρου,  μετατρέπεται σε αιματηρή  σύγκρουση(Αιτωλοί – Κουρήτες).
2. Η  σύνδεση  του Ηρακλή με  την Αιτωλία, ο  γάμος  του  με  την  Δηιάνειρα  και  η  διαμονή  του  εκεί, κοντά  στον  Οινέα,  αποκαλύπτει  ότι  οι  Αιτωλοί, αποτελούν  βασικό  μέλος  της  προϊστορικής  ελλαδικής  ομοεθνίας  στην  οποία  οι  βασιλικοί  οίκοι  συνδέονται  αναμεταξύ  τους  με  σημαντικές  επιγαμίες(Ο  Στράβων  θεωρεί ότι  η παράδοση  αναφέρεται  στην  διαχείριση  των υδάτων  του Αχελώου).
3. Η  παρουσία  του  Τυνδάρεω  και  του Ικάριου(ηγέτες Πελοποννήσιοι), η  διαμονή  τους  στην  Αιτωλία  και  η  επιγαμία  τους  (Λήδα, αιτωλικός βασιλικός  οίκος  του  Θεστίου) αποδεικνύει  την  εσωτερική  διοικητική  διασύνδεση  της  Αιτωλίας  με  τα  βασικά  κέντρα  δυνάμεως  των  μυκηναίων  π.χ. τη Σπάρτη  και  τις  Μυκήνες.
Ας  παρακολουθήσουμε  όμως  από  κοντά  τα  πιο σημαντικά  μυθολογικά  γεγονότα  της  αιτωλικής  παράδοσης :
Το κυνήγι του  «Καλυδωνίου Κάπρου».

Το κυνήγι του  «Καλυδωνίου Κάπρου»  στην  Αιτωλία  αποτελεί  ένα  γεγονός  της  παλαιότερης  πανελλήνιας  μυθολογικής  παράδοσης  που  εξελίχτηκε  στην  αιτωλική  πόλη  Καλυδώνα  και  την  γύρω  περιοχή  και  δημιουργεί πολλά  ερωτηματικά,  για  τις  καταγραφές  που  αποτυπώνει.

Παραβρέθηκαν οι πιο  σημαντικοί ήρωες  της  προτρωικής  περιόδου(Μελέαγρος, Θησέας, Ιάσονας, Πηλέας, Αταλάντη, Λαέρτης, Νέστορας, Δευκαλίωνας(γιος του Μίνωα ), Αμφιάραος,  Άκαστος, Διόσκουροι(αδέλφια  της  Ελένης)….) οι  οποίοι  συναντήθηκαν  στο  παλάτι  του  Οινέα και  διέμειναν για  εννέα  ημέρες.

Ο  υπερμεγέθης  αγριόχοιρος  εμφανίστηκε  για  τιμωρία  του  βασιλιά  της  πόλης, Οινέα,  διότι  δεν  τίμησε  την  Άρτεμη με  τα  πρωτογεννήματα  της  γης, όπως  έκανε  με τους  άλλους  θεούς, έτσι η  εμφάνισή  του και  η  καταστροφή  των  σπαρτών  του (του  βασιλείου)  υλοποιεί  την  τιμωρία  του  βασιλιά  για  την  αμέλειά του.
Οι ήρωες  κυνήγησαν  με  απώλειες (θανάτους)  και  σκότωσαν  τον  Καλυδώνιο Κάπρο,  αφού  πρώτα  τον  τραυμάτισε  η  Αταλάντη,  κατόπιν  ο  Αμφιάραος(στο  μάτι)  και  τέλος  ο γιος   του  Οινέα, ο Μελέαγρος,  που του  επέφερε το  τελειωτικό  χτύπημα.

Όμως  το κυνήγι  πήρε  άσχημη  τροπή  στο  τέλος  όταν  ο  Μελέαγρος  φιλονίκησε  με  τους  θείους  του  για  το  δέρμα  και  το  κεφάλι  του  κάπρου  τα  οποία  έδωσε, ως  έπαθλο,  στην Αταλάντη  γι’  αυτό  κατά  την  φιλονικία  τους  σκότωσε.

Το  γεγονός  προκάλεσε  την  οργή της μητέρας του(Αλθαίας) που  τον  καταράστηκε  επικαλούμενη  τους  χθόνιους  θεούς, και  η  στάση  της   άναψε το  θυμό  του  ιδίου  του  Μελεάγρου  που  αποσύρεται από την μάχη, έως ότου οι Κουρήτες  εισέρχονται στην Καλυδώνα, στο  τέλος  ο  ήρωας  σκοτώνεται  και η μητέρα  του  αυτοκτονεί( βέβαια  ο  μύθος  μπλέκει  σε  κάποια  σημεία  την Αταλάντη (έρωτας  Μελεάγρου – Αταλάντης), αλλά  και  την  Αλθαία,  η  οποία  ασκεί  εναντίον  του  ένα  είδος  μαγείας καίγοντας  τον  δαυλό  που  οι  Μοίρες  προφήτευσαν  ότι  αν  καεί  θα  πεθάνει  και  ο  γιος  της, ο  Μελέαγρος…)11.

Η  παρουσία  του  Ηρακλή  στην  Αιτωλία

Ο  μεγάλος  ήρωας  φτάνει  στην  Αιτωλία  όταν  ο  Μελέαγρος  έχει  πια  πεθάνει, όμως, κατά  τους  μύθους, ο  Ηρακλής  τον  συνάντησε  στην  κάθοδό  του  στον  Κάτω  Κόσμο, όπου  του  υποσχέθηκε  να  παντρευτεί  την  αδελφή  του, Δηιάνειρα.

Ο  γάμος  του  Ηρακλή  αντιμετωπίζει  το  εμπόδιο  του  Αχελώου, της  ποτάμιας  θεότητας  της  Αιτωλίας  που  διεκδικεί  και  αυτός  την  νύφη.

Ο  Αχελώος  και ο  Ηρακλής  ως  μνηστήρες  έπρεπε  να  παλέψουν  για  να  κατακτήσουν  την  Δηιάνειρα12, όμως  ο  Αχελώος  είχε  την  δυνατότητα  ν’ αλλάζει  μορφές, όπως  κάθε  ποτάμια  θεότητα, έτσι  όταν μεταμορφώθηκε  σε  ταύρο  ο  Ηρακλής  με  την  υπερφυσική  δύναμή  του,  έσπασε  το  ένα  κέρατό  του,  ώστε  ν’ αναγκασθεί  ο  Αχελώος  ν’ αποδεχθεί  την  ήττα  του  και  για  να  το  πάρει  πίσω να  του  παραδώσει  το  κέρας  της  Αμαλθείας(το  κέρας  της  αφθονίας), της τροφού  του Δία.

Ο  Ηρακλής  και  η  Δηιάνειρα  απέκτησαν  ένα  γιο,  τον  Ύλλο (αναφέρονται  κι  άλλα παιδιά)  και  παρέμειναν  στην Αιτωλία  κοντά  στον  Οινέα, όμως  ένας  ακούσιος  φόνος  του  Ηρακλή, τους  ανάγκασε  να  φύγουν.
Στον  δρόμο  προς  την  Τραχίνα(Φθιώτιδα) πέρασαν  τον  ποταμό  Εύηνο όπου  ο  Κένταυρος  Νέσσος  επιχείρησε  ν’  απαγάγει  την  Δηιάνειρα και  ο  Ηρακλής  τον  σκότωσε  τοξεύοντάς  τον, όμως  πριν  πεθάνει  έπεισε  την Δηιάνειρα να  κρατήσει  ένα  φάρμακο  μαζί  με  αίμα  του,  ως  ερωτικό  φίλτρο,  και  κατόπιν  όταν  ο  Ηρακλής  ερωτεύτηκε  την  Ιόλη  βούτηξε  το  χιτώνα  σ’ αυτό  με  συνέπεια  τον  ανυπόφορο  πόνο  του  ήρωα  και  την  αυτοπυρπόλησή  του.

Η  διασύνδεση  του  Ηρακλή  και  των  Αιτωλών, μέσω  της  Δηιάνειρας, ο οποίος  γίνεται  γαμπρός  του  Οινέα, μάχεται  και  νικάει  τον  Αχελώο, βοηθάει  τους  Αιτωλούς (Καλυδωνίους)  στον  πόλεμο  με  τους  Θεσπρωτούς13 φέρνει  κοντά  τους  Αιτωλούς  με  τους  «Ηρακλείδες»(απόγονοί  του), αφού  ο  Ύλλος (ο  γιος  της  Δηιάνειρας)  ηγείται  της  πρώτης  απόπειρας  εισβολής  των Δωριέων  στην  Πελοπόννησο(μάλιστα  σκοτώνεται  από  τον  Έχεμο  στον  Ισθμό), ενώ στην  δεύτερη  απόπειρα  εισβολής  οι  Δωριείς  οδηγούνται  από  τον αιτωλό  Όξυλο,  αποδεικνύει  ότι  οι  Αιτωλοί  και  οι  Δωριείς, το  «πολυπλάνητο  έθνος» κατά τον  Ηρόδοτο, συνδέονταν  με  παλιά  συγγένεια  και  συμμαχία.

Ο Τυνδάρεως  και  ο  Ικάριος  στην  Αιτωλία

Η  άφιξη  του  Τυνδάρεω14 και  του Ικάριου  στην  Αιτωλία  έχει  σχέση με  τις  διενέξεις  στην  Σπάρτη  για  τον  θρόνο  από  τον  ετεροθαλή  αδελφό  τους,  τον  Ιπποκόωντα, ο  οποίος  πήρε  την  εξουσία  και  τους  έδιωξε, όμως  η  παρουσία  τους  στην  Αιτωλία  σχετίζεται  και  με  την  κατάκτηση  της  Ακαρνανίας  από  τους  Αιτωλούς(Ικάριος).
Βέβαια  η  περιπέτεια  των  δύο  αδελφών  συνδέθηκε,  κατά  παράδοξο  τρόπο  και με  τον  Ηρακλή, ο οποίος  ανέλαβε να τους  αποκαταστήσει  ως  νόμιμους  διαδόχους  ξανά  στον  θρόνο  και  να  εκδικηθεί   τον  Ιπποκόωντα  για  τον φόνο  του  νεαρού Οιωνού.

Ο Ηρακλής  πολέμησε  τον Ιπποκόωντα15 (και τους είκοσι γιους  του) συγκεντρώνοντας  στρατό  από  την  Αρκαδία,  έχοντας  ως  βοηθό  του  τον  Κηφέα  και τους  γιους του,  και  αφού  εξόντωσε  τους  σφετεριστές  πέτυχε  να  επαναφέρει  τον  Τυνδάρεω  στο  θρόνο.

Ο  Τυνδάρεως  παντρεύτηκε  την  αιτωλή  βασιλοκόρη  Λήδα(κόρη  του  Θέστιου)  συντηρώντας  τους  δεσμούς  με  την  Αιτωλία  και  οι  κόρες  του,  από  τη  Λήδα, Ελένη  και  Κλυταιμνήστρα  απετέλεσαν  τις  διαβόητες  βασίλισσες  των  Ατρειδών  σε  Σπάρτη  και  Μυκήνες, ενώ  η  κόρη  του  αδελφού  του,  του  Ικάριου, Πηνελόπη,   παντρεύτηκε  τον  πολυμήχανο  Οδυσσέα,  τον  βασιλιά  της  Ιθάκης.

Ο  Αριστοτέλης16 επισημαίνει  την  αντίφαση  του  Ομήρου  στην  Οδύσσεια  όταν  ο  Τηλέμαχος  στην  Σπάρτη δεν  επισκέπτεται  τον  παππού  του, Ικάριο, τον  πατέρα  της  Πηνελόπης(σύμφωνα με  τους μύθους), μάλιστα  κάποιοι αναφέρουν ότι εκείνος (Ικάριος) δεν  ήταν  στην  Σπάρτη, διότι  παρέμεινε  στην  Ακαρνανία,  μια  περιοχή  που  την  έδωσε (ως  προίκα ) στον  γαμπρό του,  τον  Οδυσσέα.

Ο  Οδυσσέας  στην  Ιλιάδα17,  αλλά  και  στην  Οδύσσεια18,  εμφανίζεται  να  ελέγχει  διοικητικά κάποιο  τμήμα  της  Ακαρνανίας, το  οποίο  υπάγεται  στο  βασίλειο  της  Ιθάκης, ενώ  σύμφωνα  με  κάποιες  πηγές  ο  ήρωας  περνάει  τα  τελευταία  χρόνια  της  ζωής  του  στην  Αιτωλία, όταν  πλέον  θα  παντρευτεί  την  κόρη  του  Θόα…
Ο  Οινέας  και  η ανακάλυψη  του  κρασιού  στην  αρχαία  Αιτωλία.

Την  Αιτωλία  όμως  έχει  πατρίδα  και  το  κρασί  σύμφωνα  με  τους  αρχαίους  συγγραφείς  αφού  κατά  τον  Εκαταίο, όταν ο Ορεσθέας( του Δευκαλίωνα) ήρθε  εκεί  μαζί  με  το  σκύλο  του, εκείνος  γέννησε « ένα στέλεχος»  που  το  φύτεψε   και  φύτρωσε  ένα  κλήμα  με  σταφύλια. Από αυτό  ονόμασε  τον  γιο του  Φύλιον  και  τον  εγγονό  του  Οινέα, μάλιστα  όπως  αναφέρει  ο  Αθήναιος  οι  Έλληνες αποκαλούσαν τα αμπέλια «οινάς»19.
Κατ’  άλλους  ο  Αιτωλός βασιλιάς  Οινεύς  είχε  βοσκό  στις  κατσίκες  του  τον  Στάφυλο,  ο  οποίος  διαπίστωσε  ότι μία κατσίκα που αργούσε να επιστρέψει  και έδειχνε πιο εύθυμη  έτρωγε  ένα  άγνωστο  καρπό  και  όταν  διηγήθηκε το γεγονός στον Οινέα  αυτός  σκέφτηκε  να  συνθλίψει  τις ρώγες  του  καρπού  και  μ’  αυτό  τον  τρόπο  ν’ ανακαλύψει το κρασί.

Το  νέο  ποτό  ονομάστηκε  «οίνος»  από  το όνομα του βασιλιά Οινέα και  ο  καρπός  που  το  παρήγαγε «οινάς» (ενώ  από  τον  Στάφυλο  πήρε  το  όνομά  της  η  σταφυλή / σταφυλίς)20.
Ο  Οινέας  μετά  τον  θάνατο  του  Μελεάγρου  και  της  γυναίκας  του  Αλθαίας, θα  παντρευτεί  την  Περίβοια  και θ’ αποκτήσει  τον  Τυδέα, όμως  μετά την  αποχώρηση  του  Ηρακλή  από την  Αιτωλία  και  κυρίως  μετά  τον  θάνατο  του  Τυδέα,  θα   εκθρονιστεί  από  τους  ανιψιούς  του(τους  γιους  του  Αγρίου), ενώ  θα  τον  επαναφέρει  στον  θρόνο  ο  εγγονός  του  Διομήδης,  για  να  δολοφονηθεί  από  τους  ανιψιούς  του  και  να  ταφεί  από  τον  Διομήδη  στο  Άργος, δίνοντας  το  όνομά  του  στην  πόλη  Οινόη20.

– Ο  Οδυσσέας  στην  Αιτωλία (θάνατος)

Όπως  πληροφορούμαστε  ο  Οδυσσέας  μετά  τον  φόνο  των  Μνηστήρων,  για  να  αποφύγει  την  συνέχιση  της  σύγκρουσης  με  τους  συγγενείς  τους,  ζήτησε  να  κριθεί  από  τον  Νεοπτόλεμο, ο  οποίος  όμως  τον  καταδίκασε  και  του ζήτησε να  εγκαταλείψει  την  Ιθάκη,  επειδή   εκείνος  εποφθαλμιούσε  την  Κεφαλληνία.

Αναγκάστηκε  λοιπόν  να  φύγει  από την  Ιθάκη  και  να   βρεθεί  στην  Αιτωλία,  κοντά  στον  συμπολεμιστή  του,  βασιλιά  της  Αιτωλίας,  Θόα, παντρεύτηκε  την  κόρη  του, απέκτησε  μαζί  της  ένα  γιο  τον  Λεοντόφονο  και  πέθανε   εκεί («Ὀδυσσέα δὲ εἰς Αἰτωλίαν πρὸς Θόαντα τὸν Ἀνδραίμονος παραγενόμενον τὴν τούτου θυγατέρα γῆμαι, καὶ καταλιπόντα παῖδα Λεοντοφόνον ἐκ ταύτης γηραιὸν τελευτῆσαι»21).

Όσον  αφορά  τους  λαούς της  Αιτωλίας  κατά  την  προϊστορική  περίοδο  πληροφορούμαστε  ότι  αρχικά  την  κατοικούσαν  Αιολείς, ενώ  ως  ιθαγενείς  κάτοικοι  εμφανίζονται  οι  Κουρήτες, οι  οποίοι  συγκρούστηκαν  με  τους  Αιτωλούς.

Οι  Κουρήτες  της  Αιτωλίας

Οι Κουρήτες  αποτελούν  λαό  της  Αιτωλίας  που  συγχέονται λόγω  της  ονομασίας  με  τους δαίμονες  που  λατρεύονταν  στην Κρήτη,  η οποία  κάποτε  ονομάζονταν  «Κουρήτις» ( τους  Κορύβαντες,  τους  Ιδαίους  Δακτύλους),  όμως   σύμφωνα  με  τον  Όμηρο( και  με  άλλους  συγγραφείς), ήταν  οι  παλαιότεροι  κάτοικοι  της  Αιτωλίας,  οι  οποίοι  εκδιώχτηκαν  από  τους  Αιτωλούς  κατά  τον  εποικισμό  της  Αιτωλίας.

Οι  μεταγενέστεροι  συγγραφείς  συμφωνούν  με  τον  Όμηρο  πως  κατοικούσαν  στην  Αιτωλία,  πριν  τους  Αιτωλούς, μάλιστα  κατά  τον  Στράβωνα22 ήρθαν  από  την  Κρήτη  ή  την  Εύβοια  και  εξαπλώθηκαν  στην  Αιτωλία  και  στην  Ακαρνανία, ενώ  η  ονομασία  τους  προέκυψε  είτε  επειδή  κούρευαν  το  μπροστινό  μέρος  της  κεφαλής  τους, αφήνοντας  το  πίσω  ακούρευτο,  είτε   από  το  βουνό  της  Αιτωλίας  Κούριο (σύγχρονοι  μελετητές  τους  συνδέουν  με  την ανάπτυξη της μελισσοκομίας  στην  αρχαία  Αιτωλία).
Η  Αιτωλία  των  μυκηναϊκών  χρόνων  και  η  Αρχαιολογία.
H εικόνα  της  προϊστορικής  Αιτωλίας  βρίσκει  την  μερική  επιβεβαίωσή  της  στις  πήλινες  πινακίδες  της  Πύλου  στις  οποίες  μνημονεύονται  οι  «κωπηλάτες  της  Πλευρώνας» και  η  ονομασία  της  πόλεως (Πλευρώνα)  παραπέμπει  στον  Όμηρο  και  στους  μύθους.

Σύμφωνα  με  τον  Όμηρο, στην  Αιτωλία  των  τρωικών  χρόνων  βασιλεύει  ο  Θόας και  όχι  ο  Οινέας, αυτός  κατά  την  στρατολόγηση  συγκέντρωσε  τη δύναμη  των σαράντα  πλοίων   αντιπροσωπεύοντας   τις   πιο  σημαντικές   αιτωλικές  πόλεις,  την Πλευρώνα, την  Καλυδώνα, την  Χαλκίδα, την  Ώλενο  και  την  Πυλήνη, εκ  των  οποίων  οι  δύο, η  Πλευρώνα  και  η Καλυδώνα, επί  της  βασιλείας  του  Οινέα  είχαν   πανελλήνια  ακτινοβολία(Καλυδώνιος  Κάπρος, Ηρακλής…).

Η ομηρική μαρτυρία  και  η  μαρτυρία  των  μύθων  για  την  μυκηναϊκή  Αιτωλία, ως  περιφερειακή  δύναμη  που  διατηρούσε  σχέσεις  με  τα  πιο  σημαντικά  μυκηναϊκά  κέντρα της  Πελοποννήσου  δεν  επαληθεύτηκε  ακόμη, με  βάση  τις  επίσημες  έρευνες(περιορισμένες).

Οι  ανασκαφές, στην  περίπτωση  της   Πλευρώνας  και  της  Καλυδώνας (στις  θέσεις  τουλάχιστον  που  έγιναν  ανασκαφές)  έδωσαν  ελάχιστα  μυκηναϊκά  ευρήματα, καθώς  επίσης  στην  Χαλκίδα, στην  Κάτω  Βασιλική, στα  Χάνια  Γαβρολίμνης,  αφού  τα  πιο  σημαντικά  ευρήματα  ήρθαν  στο  φως  από  την  περιοχή  του  Αγίου  Ηλία (κοντά  στην  Σταμνά) στον  κόλπο  της  λιμνοθάλασσας  του  Αιτωλικού.

Εκεί, όπου  υπήρχε  αργότερα η  πόλη  Ιθωρία,  εντοπίστηκε  επίσης  αξιόλογος  οικισμός,  κοντά  στην  Παλαιοσταμνά,  ενώ  κοντά  στο  λόφο  του  Αγίου  Ηλία  βρέθηκαν  θολωτοί  τάφοι της  περιόδου 1450 -1150π.Χ. και  από  τα  ευρήματα  αποδεικνύεται  η  επαφή  της  περιοχής  με  τους  υπόλοιπους  μυκηναίους,  ένας  άλλος  οικισμός  εντοπίστηκε  στην  περιοχή  του  Αγγελοκάστρου (στην  αριστερή  όχθη  του  Αχελώου), ενώ  σπουδαία  ευρήματα  εντοπίστηκαν  στην  Μακρυνεία,  στο  Λιθοβούνι, κοντά  στην  πολιτεία  «Άκραι»,  όπου  βρέθηκε  θαλαμοειδής  τάφος  με  χάλκινα  ευρήματα(ξίφος, αιχμές  δοράτων),  και  στην  περιοχή  της  Γαβαλούς, στο  αρχαίο  Τριχόνειο  όπου  βρέθηκαν  όστρακα  μυκηναϊκών  αγγείων.

Μυκηναϊκός  τάφος   βρέθηκε  επίσης  κοντά  στο  χωριό  Νέα  Αβόρανη,  ενώ  απ’  ότι  φαίνεται  σημαντική  θέση  της  μυκηναϊκής  Αιτωλίας  υπήρξε  η  ακρόπολη  του  Βλοχού (ακρόπολη  των  Θεστιέων), η οποία  δεν  έχει  ακόμη  ερευνηθεί   διεξοδικά,  παρουσιάζει   όμως  «κυκλώπεια  τειχοποιία»  και  σύμφωνα  με  τον  Πορτελάνο23 η  πύλη  της  ακροπόλεως  «έχει  ομοιότητες  με  τις  πύλες  των  Μυκηνών, της  Τίρυνθας  και  της  Τροίας»

Στην  περιοχή  του Θέρμου εντοπίζονται  επίσης  ευρήματα  της  μυκηναϊκής  περιόδου  π.χ. αγγεία  εισαγόμενα  αλλά  και  μυκηναϊκές  μιμήσεις,  ένα  μεγάλο  αψιδωτό  κτίσμα( το  Μέγαρο  Α΄) καθώς  επίσης   και   οικισμός  της  Ύστερης  Εποχής  του  Χαλκού  (17ος-11ος αι π.Χ.),  όμως  είναι  φανερό  ότι   δεν  αποτέλεσε  ισχυρό μυκηναϊκό  κέντρο, ούτε  είχε  στενή  σχέση  με  τα  παραδοσιακά  ελληνικά  κέντρα.

Είναι  γεγονός  ότι  η  περιοχή  του  Αγίου  Ηλία  και  η  κοντινή  της  ζώνη( πιο  εσωτερικά) κοντά  στον  Αχελώο, όπως  και  η  περιοχή  της  Τριχωνίδας,  με  βάση  τα  μυκηναϊκά  ευρήματα, αποτέλεσαν  περιοχές  με  περισσότερο  ενδιαφέρον,  μάλιστα  διατηρούσαν  σχέσεις  με  τους  υπόλοιπους  Έλληνες,  κάτι  που  επιβεβαιώνεται  από  τις  ταφές,  την  τυπολογία  των  όπλων, των  σκευών  και  την  κεραμική.

Συνοψίζοντας  λοιπόν  θα  λέγαμε  ότι  η  «προϊστορική» μυκηναϊκή  Αιτωλία  που  γνωρίζουμε  από  τον  Όμηρο  και  τους  μύθους  με  ήρωες τον Αιτωλό, τον Θέστιο, τον  Οινέα,  τον Μελέαγρο, τον  Αχελώο,  τον Τυδέα,  τον  Θόα, τον  Διομήδη  και   με  πολιτείες  – κέντρα  δύναμης  που  συνδέονται  με τα  βασικά  κέντρα  δυνάμεως  των  Αχαιών  στην  προδωρική  Πελοπόννησο ( οι  ηγεσίες  έχουν  φιλοξενηθεί  στην Αιτωλία, Τυνδάρεως  και  Ικάριος, κατ’ άλλους  ακόμη  και  οι  Ατρείδες), όπου  οι  αιτωλικοί  βασιλικοί  οίκοι  συνάπτουν   επιγαμίες  μαζί  τους ( η  Λήδα (κόρη  του  Θέστιου)  με  την  Σπάρτη  και  μέσω  της  Ελένης  και  της  Κλυταιμνήστρας (των θυγατέρων  της Λήδας), με  τους  Ατρείδες, τις  Μυκήνες), παρ’ όλα αυτά  δεν  βρέθηκαν  ακόμη  αρχαιολογικά  ευρήματα  που  να  τεκμηριώνουν  μια  τέτοια  παράδοση.

Η  διασύνδεση  της  αιτωλικής  και  της  αργειακής  παράδοσης, φανερώνει  επίσης  το  ενδιαφέρον  των  Αιτωλών  για  την  Πελοπόννησο,  αλλά  και  του  Άργους  για  την  Αιτωλία .
Πλησιάζοντας  στους  ιστορικούς  χρόνους  οι  Αιτωλοί  επανεμφανίζονται  δραστήριοι  με   τη  συμμετοχή  τους  στην  «Κάθοδο  των  Δωριέων».

Η  Κάθοδος  των  Δωριέων  και  οι  Αιτωλοί

Οι  Δωριείς  σύμφωνα  με  την  μυθολογία  είχαν  γενάρχη  τους  τον  Δώρο,  τον  γιο  του ‘Έλληνα  και  κατά  τον  Ηρόδοτο, που  περιγράφει  τις  μετακινήσεις  τους,  αποτέλεσαν  έθνος «πολυπλάνητο».
Ο  μεγάλος  ιστορικός  της αρχαιότητας αναφέρει24 ότι  όσο  ζούσε  ο Δευκαλίων, ο  πατέρας  του  Έλληνα  ζούσαν  στην  Φθιώτιδα, δηλαδή  στην  Αχαϊα  Φθιώτιδα, (Νοτιοανατολική Θεσσαλία), στα  χρόνια  του Δώρου, έζησαν μεταξύ Ολύμπου και  Όσσας, την Ισταιώτιδα (μάλλον  όμως  εννοεί  Περραιβία), από εκεί  διώχτηκαν από  τους  Καδμείους  και  κατέφυγαν  στην Πίνδο, όπου   εκεί κατοικούσαν  με το  όνομα «έθνος  Μακεδνόν» και  κατόπιν, από  εκεί  ήρθαν  στην  Κεντρική  Ελλάδα  στην Δρυοπίδα, αφού  εκδίωξαν  τους  Δρύοπες. Αυτή  η  περιοχή  ονομάστηκε  «Δωρίδα»  και  από  αυτή  εκείνοι  πήραν  το  όνομα  «Δωριείς».
Σήμερα  οι  επιστήμονες,  έχοντας  στην  διάθεσή  τους  ένα  πιο  πλούσιο  πεδίο  παρατηρήσεων,  δέχονται  ότι  πράγματι  κάποιο  ελληνικό  φύλο  της  Ηπείρου (Πίνδος) που  μιλούσε  την  Δυτική  διάλεκτο (ηπειρωτική) έφτασε  στην Θεσσαλία  και  κατοίκησε  στην Αχαϊα  Φθιώτιδα (και  πιο  ανατολικά, Περραιβία), το  οποίο  θα  μετακινηθεί  και  πάλι  πίσω  προς  την  Πίνδο,  όπου  θ’ αναμιχθεί  με  άλλα  φύλα  μακεδονικά,  που  ζούσαν  εκεί  στο  όρος  Λάκμος.

Αυτοί (ως  σύνολο) θα   κατεβούν   αργότερα  νοτιότερα, στην  Κεντρική  Στερεά  και  εκεί  πάλι  θα  αναμιχθούν  με τις  ντόπιες  φυλές  για  να  δημιουργηθούν  τελικά  οι  Δωριείς.

Μετά  την   εξάπλωσή  τους  στην  νότια  Ελλάδα,  θα  συνεχίσουν  να  μετακινούνται  δημιουργώντας  «αποικίες»,  τόσο  προς  τα  νησιά  του Αιγαίου (Ρόδος) και στις ακτές  της  Μικράς  Ασίας, όσο  και  προς  την  δύση  στην Ιταλία.

Οι  γλωσσολόγοι, ετυμολογώντας  το  όνομά  τους  το  θεωρούν  κλασικό  ελληνικό  όνομα  σε  -ευς,  που  δηλώνει  το  κάτοικο  της  Δωρίδας. Η  λέξη βέβαια προέρχεται  από  την   ελληνική  λέξη  «δόρυ»,  η οποία  όμως, ως  λέξη,  παράγεται  από  ρίζα  ινδοευρωπαϊκή, η  οποία  είναι  συγγενής με  την  λέξη «δρυς, δένδρο…»  αφού  γενικά   δηλώνει  το  ξύλο  π.χ.  ο  «Δούρειος» Ίππος.

H «Κάθοδος  των  Δωριέων», ως γεγονός, αμφισβητήθηκε από  πολλούς  επιστήμονες  όπως  και  το  ίδιο  το φύλο  των  Δωριέων, διότι  από τις  ανασκαφές δεν  προέκυψαν  ευρήματα  που  να  τεκμηριώνουν  ανάλογα  τα  ίχνη  μιας  γενικευμένης  μεταβολής, της  «Καθόδου» π.χ. αλλαγές  πολιτιστικές   ή  βίαιες  καταστροφές .
Κατά  τις  ανασκαφές  διαπιστώνουμε  ότι  τα  ταφικά  έθιμα  είναι  ίδια  με  εκείνα  των  προκατόχων  τους, όπως  επίσης  και  η  κεραμική  τους,  η  οποία  εμφανίζεται   ίδια  χωρίς  διαφοροποιήσεις.

Μια  ερμηνεία  αυτών  των  δεδομένων  είναι  η  ακόλουθη:

Πιθανό  οι  Δωριείς, ως  ποιμενικός  λαός, να  υιοθέτησαν  την  τέχνη  και  τα  σκεύη  των  κατεκτημένων, αφού  οι  ίδιοι  δεν  θα  έφεραν  μαζί  τους   πήλινα  ή  άλλα  εύθραυστα  σκεύη, διότι  πιο  βολικά  θα  ήταν  τα  δερμάτινα  και  τα  ξύλινα  δοχεία (γνώριζαν όμως τον σίδηρο ! ).
Σύμφωνα   βέβαια  με  κάποιες  άλλες,  νεότερες,  θεωρίες  οι  Δωριείς  ήρθαν  στην  Ελλάδα  από  την  Μικρά  Ασία.

Αινιγματική  όμως  είναι  η  αναφορά  στους  Δωριείς  στην   παλιότερη  ελληνική  γραμματεία.
Ο  Όμηρος  στην  Ιλιάδα  δεν αναφέρει  τους  Δωριείς  ως  ένα  οργανωμένο βασίλειο (π.χ.  μια  θέση (κοιτίδα)) κατά  την  προτρωική  περίοδο, συνεπώς  δεν  συμμετείχαν  ως  ξεχωριστό  φύλο  στον Τρωικό πόλεμο, αντίθετα  τους  κατονομάζει  στην  Οδύσσεια(Τ176)  μαζί  με  άλλους   λαούς  να  κατοικούν  στην  Κρήτη!

Πιθανόν   αυτή  η  παράλειψη  των  Δωριέων, να  μην  οφείλεται  στον  Όμηρο, αλλά  στους  Αθηναίους  που  διαχειρίστηκαν  τα  έπη  του, οι  οποίοι  ίσως  να  το  έπραξαν  λόγω  της  πατροπαράδοτης  έχθρας  με  την Σπάρτη.

Βέβαια  δεν  πρέπει  να  λησμονούμε  ότι  η  εικόνα  της  Ελλάδος  κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους  ήταν  κυρίως  Δωρική, (κυριαρχούσε  το  δωρικό  στοιχείο) ενώ  άφθονες  υπήρξαν  οι παραδόσεις  που  μιλούσαν  για  τους  «Ηρακλείδες»(τους  διωγμένους  γιούς  του  Ηρακλή), οι  οποίοι  επέστρεψαν  στην Πελοπόννησο.
Σύμφωνα  λοιπόν  με  αυτές  τις  παραδόσεις, οι  Δωριείς  ήταν  χωρισμένοι  σε  τρεις  φυλές  στους  Υλλείς, τους  Δυμάνες  και  τους  Παμφύλους .

Οι Δυμάνες  και  οι  Πάμφυλοι  είχαν  γενάρχες  τους  ομώνυμους  γιους του  βασιλιά  των  Δωριέων  Αιγιμιού, ενώ  τα  τρίτο  φύλο, οι Υλλείς,  προέρχονταν  από  τον  γιο  του  Ηρακλή  και  της  (Αιτωλής) Δηιάνειρας, τον  Ύλλο, ο  οποίος (Ηρακλής) επειδή  βοήθησε  τους  Δωριείς  στο  πόλεμο  εναντίον  των  Λαπιθών, απέκτησε  δικαιώματα  στο  ένα  τρίτο  του  βασιλείου  του  Αιγιμιού.

Άλλη  παράδοση  ανέφερε  ότι  ο Αιγιμιός  υιοθέτησε  τον Ύλλο.

Σύγχρονοι  μελετητές  ερμηνεύοντας  αυτές  τις  παραδόσεις  πιστεύουν  ότι  τελικά  οι  Δωριείς  ήταν  μια  μίξη  δύο  φύλων, ενός  που  ήρθε  στην  Κεντρική  Ελλάδα  και ενός  άλλου, που  ήδη  βρισκόταν  εκεί, εξάλλου  η  ονομασία  Πάμφυλοι,  σημαίνει  την  φυλή  που  την  αποτέλεσαν  άνθρωποι  προερχόμενοι από  διάφορες άλλες  φυλές.

Ο  Ύλλος  λοιπόν  ηγήθηκε  της  πρώτης  δωρικής  εισβολής, που  έγινε  περίπου  το  1200 π.Χ.,  αλλά  απέτυχε  να  καταλάβει  την  Πελοπόννησο, διότι  οι  Αχαιοί  μαζί  με  τους  συμμάχους  τους,  περίμεναν  στον  Ισθμό, όπου  εκεί  συμφωνήθηκε  να  κριθεί  σε  μονομαχία  «εάν  θα  περάσουν  στην  Πελοπόννησο».
Συνεπώς  εάν  νικούσε  ο μονομάχος  των  Δωριέων, θα  περνούσαν,  αν  όχι, τότε  θα  επέστρεφαν  πίσω  και  θα  ερχόντουσαν  μετά  από  100  χρόνια.

Από  τους  Δωριείς  μονομάχος  ορίστηκε  ο  Ύλλος, ενώ  από  τους  άλλους  ένας  Αρκάδας  βασιλιάς, ο  Έχεμος, όμως  κατά  την  μονομαχία  σκοτώθηκε  ο Ύλλος  και   οι  Δωριείς  αποχώρησαν .

Η  επόμενη  επιχείρηση  έγινε  περίπου  το  1100 π.Χ.  και  όπως  φαίνεται  είχε  προετοιμασθεί  πολύ  καλά .
Οι  Δωριείς  περνούν  από  το  Μολύκριο  και  στην  διαπέραση  των  στενών  έχουν  βοηθούς  τους  Αιτωλούς,  οι  οποίοι  με  αρχηγό  τον  Όξυλο  τους  συνοδεύουν  και στην  Πελοπόννησο.

Σύμφωνα με  το  μύθο, οι «Ηρακλείδες», πήραν χρησμό από τους Δελφούς, να βρουν  οδηγό με «τρία μάτια». Τότε  συνάντησαν  τον  Όξυλο, εξόριστο από την Αιτωλία,  ο οποίος  είχε διαπράξει ακούσιο φόνο (κατά την διάρκεια αγώνων στο δίσκο),  είχε χάσει το ένα μάτι του και  ταξίδευε  πάνω  σε  μουλάρι( ημίονο), αυτοί  αναγνώρισαν  σ’ αυτόν  το  πρόσωπο  του  χρησμού  και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στην Πελοπόννησο.

Ο Όξυλος τους συμβούλευσε να περάσουν στην Πελοπόννησο  με πλοία  από το Μολύκριο και  εκείνοι  συμφώνησαν να του δώσουν την περιοχή της Ηλείας, μάλιστα  κατά  τους  μύθους  ο  Όξυλος  δεν  ήθελε  να  δουν  οι  Δωριείς  τις  πεδιάδες  της  Ηλείας  γι’  αυτό  τους  οδήγησε  δια μέσου  της  Αρκαδίας.

Οι  Δωριείς  συγκρότησαν  τέσσερις  ομάδες  για  την  εισβολή  στην  Πελοπόννησο, που  αναλαμβάνουν  ένα συγκεκριμένο  στόχο, όπως  πράγματι  και  έγινε.

Η  πρώτη  ομάδα  έχει  αρχηγό  τον Τήμενο  και  κατευθύνεται  στην Αργολίδα  την οποία  καταλαμβάνει

Η  δεύτερη  ομάδα  διοικείται  από  τον  Αριστόδημο, κατευθύνθηκε  στην Λακωνία την  οποία  και  κατέλαβε

Η  τρίτη  ομάδα  έχει  επικεφαλή  τον Κρεσφόντη  η  οποία   κατευθύνεται  στην Μεσσηνία  την  οποία  και  κατέλαβε

Η  τέταρτη  ομάδα  έχει  αρχηγό  τον Αλήτη  η  οποία  καταλαμβάνει  την Κορινθία

Ο Όξυλος ήθελε να  καταλάβει  την  Ηλεία  χωρίς  μάχη, αλλά  ο  Δίος, ο αρχηγός των Επείων,  του  λαού  που  κατοικούσαν  εκεί,  πρότεινε να γίνει μονομαχία( με ένα άνδρα από  κάθε  αντίπαλο).
Οι  Επειοί  της  Ηλείας  επέλεξαν  τον  τοξότη  Δέγμενο, και  οι  Αιτωλοί  τον σφενδονιστή  Πυραίχμη ο  οποίος  νίκησε  και  γι’ αυτό  ο  Όξυλος έγινε βασιλιάς της Ηλείας  και  κατόπιν  έφερε  Αιτωλούς να κατοικήσουν  εκεί.

Στα  χρόνια  που  ακολουθούν  οι  Αιτωλοί  εξακολουθούν  να  κατοικούν  σε  κώμες,  χωρίς  ιδιαίτερη  οικονομική  πρόοδο  και  χωρίς  ν’  αποκτήσουν  κάποιο  ρόλο σημαντικό στα  ελληνικά  πράγματα,  γι’  αυτό  και  οι  πληροφορίες  μας  γι’  αυτούς  είναι  λίγες.

Πολλές  παλαιότερες  μυκηναϊκές  θέσεις  της  Αιτωλίας συνεχίζουν  να κατοικούνται  και  κατά  τους  Γεωμετρικούς   χρόνους (π..χ. το  Τριχόνειο, η  Πλευρώνα…),  όμως  την  πιο  ρεαλιστική  εικόνα  για  την  παρουσία  των  Αιτωλών  (την  στρατιωτική  και  τη  κοινωνική),  την  αποκτούμε  αργότερα  κατά  τον  5ο αι  όταν  τους  αναφέρουν  επίσημα  οι  ιστορικοί.

Οι  Αιτωλοί  από  τον  5ο αιώνα  μέχρι  τους  ρωμαϊκούς  χρόνους

Τον  5ο αι, μετά  τους  περσικούς  πολέμους,  η  Αθήνα  αυξάνει  απειλητικά  τη  δύναμή  της, με  τη  δημιουργία   της  Α΄ Αθηναϊκής  Συμμαχίας  και τη μετατροπή της  σε  αθηναϊκή  ηγεμονία, ένα  δεδομένο  που  προκαλεί  την  άμεση αντίδραση  της  Σπάρτης, η  οποία  συντονίζει  το  αντιαθηναϊκό  μέτωπο, που  τελικά  οδήγησε  στη  πολιτική   και  πολεμική  σύγκρουση  Αθήνας  –  Σπάρτης(Πελοποννησιακός  Πόλεμος).

Οι  ιστορικοί  της  εποχής  θα  γνωρίσουν  πλέον  από  «κοντά»  τους  Αιτωλούς  του  5ου αι,  λόγω  των  γεγονότων  του  Πελοποννησιακού  Πολέμου (ως  φιλο-Σπαρτιάτες), μάλιστα  η  Αιτωλία  θα  γίνει  θέατρο  πολέμου όταν  ο Αθηναίος  στρατηγός  Δημοσθένης  θα  επιχειρήσει  να  την  υποτάξει  (κυρίευσε  την Ποτιδάνια, το  Κρωκύλειο, το  Τείχιο  και  το  Αιγίτιο)  χωρίς  να  καταφέρει  τίποτε  περισσότερο,  υπέστη  δεινή  ήττα  από  τις  συνασπισμένες  δυνάμεις  των  Αιτωλών, ενώ  επιχειρήσεις   διεξήχθησαν  και  κατά  την   στρατιωτική  παρέμβαση  των  Σπαρτιατών.

Αναφέρονται όμως  και  στον  Ηρόδοτο 25 όταν  εκείνος  σχολιάζει  τα  επτά  έθνη της  Πελοποννήσου, μνημονεύοντας  ότι  τα  τέσσερα ήταν  «επήλυδα»  ανάμεσα  σ’  αυτά  οι   Αιτωλοί  στην  Ηλεία, οι  οποίοι  έχουν  την  πόλη  Ήλι«οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά…. τέσσερα ἐπήλυδα ἐστί, Δωριέες τε καὶ Αἰτωλοὶ καὶ Δρύοπες καὶ Λήμνιοι. Δωριέων μὲν πολλαί τε καὶ δόκιμοι πόλιες, Αἰτωλῶν δὲ Ἦλις μούνη»

Ο  Θουκυδίδης26 στην  περιγραφή  της  επίθεσης  του  Αθηναίου στρατηγού  Δημοσθένη  προς  τους  Αιτωλούς(Πελοποννησιακός  Πόλεμος) περιγράφει  το «έθνος»  των  Αιτωλών, όπως  εκείνο  εμφανίζεται  κατά  τον  5ο αιώνα, τόσο  στην φυλετική  του  διαίρεση (σε  τρεις  μεγάλες  ομάδες)  όσο  και  στις  τοπικές  του  ονομασίες:
«το  έθνος (ο λαός) των  Αιτωλών  είναι πολυάριθμο  και  πολεμικό, επειδή  όμως  κατοικούν  σε  ατείχιστες  κώμες, οι  οποίες  βρίσκονται  σε  μεγάλη  απόσταση και  είναι  ελαφρώς  οπλισμένοι,  δεν  είναι  δύσκολο  να  νικηθούν  πριν  συγκεντρωθούν  για  κοινή  άμυνα. Τον  παρότρυναν  λοιπόν(τον Δημοσθένη)  πρώτα  να  επιτεθεί  στους  Αποδωτούς, κατόπιν  στους Οφιονείς,  και  μετά  στους  Ευρυτάνες οι  οποίοι  αποτελούν  το  μεγαλύτερο  μέρος  των  Αιτωλών, ομιλούν(οι  Αιτωλοί)  γλώσσα  πολύ  δυσνόητη   και  τρώνε, καθώς  λένε, ωμό (άψητο) κρέας.»

Η  έχθρα  των  Αιτωλών  προς  τους  γείτονές  τους  Ακαρνάνες   καταγράφεται  στον  Θουκυδίδη, ως  μια  πραγματικότητα  που είχε  παλιές ρίζες(στην  διαχείριση  των  εδαφών  του  Αχελώου  που  άλλαζε  ροή) και  βρίσκει  την  έκφρασή  της  στις συγκρούσεις   που  διεξάγονται κατά την  διάρκεια  του  Πελοποννησιακού  Πολέμου, αφού  οι  Ακαρνάνες  τάσσονται  με  το  μέρος  των  Αθηναίων  και  οι  Αιτωλοί  με  τους  Σπαρτιάτες.
Το  ίδιο  τεταμένες  ήταν  οι  σχέσεις  τους  και  με  τους  γείτονές  τους  προς  ανατολάς  που  ήταν  οι «Οζόλες  Λοκροί» οι  οποίοι  γίνονται βοηθοί  του  Δημοσθένη «και  αυτοί  οι  Οζόλες  Λοκροί (από  τον  Οινεώνα)  ήταν  γείτονες  των  Αιτωλών…»27

Οι  Λοκροί, αν  και  είναι  «συγγενικό»  τους  φύλο, τάσσονται  με  τους  Αθηναίους  στις  επιχειρήσεις  κάτι  που  αποκαλύπτει  ότι  δεχόντουσαν  εδαφικές  πιέσεις  από  τους  Αιτωλούς.

Οι  Αιτωλοί  εισέρχονται  δυναμικά  στη  κεντρική  πολιτική  σκηνή  των  ελληνικών  πραγμάτων  κατά  τον  4ο αι π.Χ.  όταν  δημιούργησαν  μια  πολιτική – διοικητική  ένωση  των  πολιτειών  τους  που  ονομάστηκε  «Αιτωλική  Συμπολιτεία».

Υπολογίζεται  ότι  το  ομοσπονδιακό κράτος  των  Αιτωλών  λειτούργησε  με  βασική  αρχή  του  την  «αυτονομία»  και  την «ισοπολιτεία» των  πολιτειών  του   και  συγκροτήθηκε   περίπου  το  367 π.Χ.  με  την  δημιουργία  του «Κοινού  των  Αιτωλών», ενώ  αργότερα, με  την  διεύρυνσή του,  απετέλεσε  την  γνωστή  μας  «Αιτωλική Συμπολιτεία»(314) .

Οι  πόλεις  της  Συμπολιτείας  είχαν  κοινό  στρατό, κοινή διαχείριση  των  ζητημάτων  τους, κοινό  νόμισμα, κοινούς  νόμους  και  κοινή  εξωτερική  πολιτική,  όσο  για  τον  τρόπο  αντιμετώπισης  των  προβλημάτων  αυτός  συναποφασίζονταν.

Τη  Συμπολιτεία  διοικούσε ένα  συμβούλιο, στο  οποίο  αντιπροσωπεύονταν όλες  οι  ομόσπονδες  πολιτείες,  ανάλογα  με  την  συμμετοχή τους  στον  στρατό( των  Αιτωλών), και  ένα  μικρότερο  ολιγομελές  όργανο (βουλή) που  επόπτευε  άμεσα  τη  διαχείριση στα  οικονομικά  και  πολιτικά  ζητήματα, ενώ  ανώτατος  άρχοντας  (πολιτικός  και  στρατιωτικός) ήταν  ο  Στρατηγός.

Αξιολογώντας   το  σύστημα  διοίκησης  της  Συμπολιτείας  θα  λέγαμε  ότι  ήταν συμμετοχικό και  δημοκρατικό  και  αυτό  προκύπτει  από  τα  όργανά  της  που  γνωρίζουμε  με  ασφάλεια  :  τον Στρατηγό, τον  Ιππάρχη, τον  Δημόσιο  Γραμματέα,  τον  Ταμία,  τους  Αποκλήτους( τη  μόνιμη  Βουλή)  και  την «Κοινή  Σύνοδο»(οι «συμπολιτευόμενοι», δηλ.  οι  αντιπρόσωποι  των  πολιτειών).

Η  δύναμη  της  « Συμπολιτείας»  αυξήθηκε  γρήγορα  όταν  επεκτάθηκε μέχρι  τον  Μαλιακό  κόλπο,  μέρος  της  Θεσσαλίας, την  Φωκίδα  και  την  Ακαρνανία,  με  συμμετοχή  περισσοτέρων  φύλων (Αινιάνες, Δωριείς, Λοκρούς, Δόλοπες),  και  αυτό  συνέβη  λόγω  της  παρεμβατικής  πολιτικής  των  Αιτωλών.

Το  400 π.Χ. συμμετέχουν  δυναμικά  με  1.000  στρατιώτες  στον  «Κορινθιακό»  πόλεμο (Διοδ. Σικ) μαζί με  τους  Ηλείους  εναντίον  των  Σπαρτιατών, ενώ αργότερα  αποδέχονται  την  ηγετική  παρουσία  του  Φίλιππου  Β΄ των  Μακεδόνων, ο  οποίος  τους  παραχωρεί  την  Ναύπακτο,  όμως  το  323 π.Χ.  εξεγείρονται  εναντίον  των  Μακεδόνων  και  με  7.000 στρατιώτες  παίρνουν  μέρος  στον  «Λαμιακό»  πόλεμο  νικώντας  τον  Αντίπατρο.
Όταν  ο  Κρατερός  μαζί  με  τον  Αντίπατρο  νίκησε  τους  Αθηναίους  στράφηκε  με  ισχυρές  δυνάμεις (30.000 πεζούς  και 2.500 ιππείς) εναντίον  των  Αιτωλών  και  αυτοί  ετοιμάστηκαν  να  τους  αντιμετωπίσουν, όμως  οι  Μακεδόνες  αναγκάστηκαν  να επιστρέψουν  πίσω (λόγω του Περδίκκα) και  οι Αιτωλοί ξεσηκώνοντας  τους  Θεσσαλούς  νίκησαν  τον  Αντίπατρο,  μάλιστα  οι  εχθροπραξίες  σταμάτησαν  όταν  ανέλαβε  τον  θρόνο  ο  αιτωλικής  καταγωγής  Πολυσπέρχοντας( έκαναν  μαζί  του  συμμαχία).
Το  300π.Χ.  ενεπλάκησαν  επίσης  στον  Αμφικτιονικό  πόλεμο,  όταν  οι  υπόλοιποι  Έλληνες  τους  κήρυξαν  πόλεμο (επειδή  κατέλαβαν  το  πεδίο  του  Κιρραίου  Απόλλωνα(Δελφοί)),  όμως  απ’ αυτόν  βγήκαν  νικητές  οι  Αιτωλοί.

Το  279π.Χ.  αντιμετώπισαν  με  επιτυχία  την  μεγάλη  επιδρομή  των  Γαλατών  του  Βρένου, σώζοντας  όλους  τους  Έλληνες  και  έγιναν  (επίσημα) μέλη  της  Δελφικής  Αμφικτιονίας.
Αργότερα  στις  συγκρούσεις  του  Φιλίππου  Ε΄ με  την  Ρώμη  οι  Αιτωλοί  τάχθηκαν  με  το  μέρος  των  Ρωμαίων, όταν  όμως  ηττήθηκε  ο  Φίλιππος  και  οι  Αιτωλοί  δυσαρεστήθηκαν  από  την  στάση  τους(επειδή  δεν  έγιναν  δεκτά  τα  αιτήματά  τους ) τότε  στράφηκαν  στον  Αντίοχο  Γ΄, τον  Μέγα, των  Σελευκιδών  και  την  Σπάρτη, όμως  ο Αντίοχος  ηττήθηκε  από  τους Ρωμαίους  191π.Χ.(Θερμοπύλες)  και οι  Αιτωλοί  απέστειλαν  στην  Ρώμη  πρεσβεία,  έτσι  μετά  την  οριστική  ήττα   του  Αντιόχου, το  189π.Χ. υπέγραψαν  με  την  Ρώμη  Συνθήκη  Ειρήνης  αποτελώντας  πλέον  μέρος  της  ρωμαϊκής  κυριαρχίας.

Η  Αιτωλία  από  τον  5ο αι π.Χ.  μέχρι  τους  Ρωμαϊκούς  χρόνους και  η  Αρχαιολογία.

Κατά  τους αρχαϊκούς  και  κλασικούς  χρόνους  η  Αιτωλία  παραμένει  φτωχή, αναπτύσσεται  όμως  πληθυσμιακά, διαθέτει  περισσότερες  κώμες  που  μεταξύ  τους  διασυνδέονται  θρησκευτικά  και  οικονομικά,  ενώ  ο  Πελοποννησιακός  Πόλεμος   τους   αναγκάζει  να  ισχυροποιήσουν  τους  ήδη  υπάρχοντες  εσωτερικούς  δεσμούς.  Τεκμήρια  ανάπτυξης  πόλεων  εντοπίζονται  στα  κατάλοιπα  των  οικισμών  αυτής  της  περιόδου, σε  κάποιες  οχυρώσεις, οι  οποίες  διατηρούν   παλαιότερα   ίχνη και  στη  λατρεία  που  ολοφάνερα  πραγματοποιείται  σε  πολλά και διάσπαρτα  μόνιμα  ιερά (Καλυδώνα, Θέρμο, Ταξιάρχης  Θέρμου(δύο  ναοί), Μαλεβρός, Νερομάνα, Παλιόκαστρο Νεάπολης…) γνωστών  θεοτήτων  με  διαδεδομένη  κοινή  λατρεία.
Από  τα  μέσα  του  4ου αι  μέχρι  τους  ρωμαϊκούς  χρόνους  η  εικόνα  της  Αιτωλίας   με  βάση  την  αρχαιολογία   γίνεται  όλο  και  πιο  φωτεινή.

Σύμφωνα  με  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα,  τα  κατάλοιπα  των  οχυρώσεων  και των  οικισμών,  αλλά  και  τις  γραπτές  μαρτυρίες  (π.χ. επιγραφές,  φιλολογικές  μαρτυρίες)  η  Αιτωλία  παρουσιάζει  την  ακόλουθη  εικόνα:

Το  Θέρμο(ή ο «Θέρμος» και «Θερμά»),  γίνεται  το  κέντρο  της  θρησκευτικής  και  πολιτικής  τους  συνένωσης  που  αποκτά  σημαντικό  ρόλο  στην  αιτωλική  ζωή  και  δράση.
Ονομαζόταν  «Ακρόπολις  της  Αιτωλίας» μάλιστα  επειδή  ήδη  ήταν  θρησκευτικό  κέντρο  ορίστηκε  και  ως  τόπος  που  κάθε  χρόνο  γινόταν  η  «Σύνοδος  των  Θερμικών»  στην  οποία  εκλέγονταν  οι  άρχοντες  των  Αιτωλών.

Ανασκάφηκε   πρώτη  φορά  από  τον  Σωτηριάδη (1897-1908), κατόπιν  από  τον  Ρωμαίο (1912- 1932),  ενώ  οι  ανασκαφές  συνεχίζονται  ακόμη  και  σήμερα.
Στα  ευρήματα  αυτής  της  περιόδου  συγκαταλέγονται  ο ναός  του  Θερμίου  Απόλλωνα, που  χτίστηκε  τον  7ο αι π.Χ.( σώζονται  πήλινες  μετώπες) και είχε  δύο  αρχιτεκτονικές  φάσεις,  την  αρχαϊκή  και  του  3ου αι π.Χ., το  Βουλευτήριο,  η  ανατολική  και  δυτική  Στοά  και  η  Κρήνη σε  μορφή  ορθογώνιας  δεξαμενής.

Το Θέρμο καταστράφηκε  από  τον  Φίλιππο  τον Ε΄ το 218  και  το  206 π.Χ..

Στην  περιοχή  της  νότιας  Αιτωλίας,  προς   τη  θάλασσα,  από  τις  εκβολές  του  Αχελώου  μέχρι  τον  ποταμό  Εύηνο,  αναπτύσσονται  οι  πόλεις  Πλευρώνα, Καλυδώνα, Παιάνιον,  Ιθωρία,  Αλίκυρνα, πιο  εσωτερικά  από  την προαναφερθείσα  ζώνη, κοντά  στον  Αχελώο,  στον  ποταμό  Δίμηκο (που  χύνεται  στον  Αχελώο) (Αγγελόκαστρο), αναπτύσσεται  η  πόλις  Αρσινόη(αρχαία  Κωνώπη) και  πλησίον  της  η  πόλη  Λυσιμάχεια,  πιο  βόρεια  υπήρξε  η  πόλις  Αγρίνιο  και  πλησίον  αυτής   μια  άλλη  άγνωστη  πολιτεία, στο  Παλιόκαστρο  Νεάπολης,  στα  ανατολικά,  όπου   υπάρχει  η  οχύρωση  του  Βλοχού,  βρισκόταν  η  πόλη  των  Θεστιέων  και  στη  συνέχεια  το  Βουκάτιον(κοντά  στην Παραβόλα)  και το  Φίστυον.
Στην  απέναντι  πλευρά  της  λίμνης  Τριχωνίδας (Μακρυνεία) βρίσκονταν  το  Φύταιον,  το  Τριχόνειον,  η  Μέταπα, αι  Άκραι  και  η  Παμφία.

Έξω  από  την  λεκάνη  της  Τριχωνίδας(Υρία),  ακόμη  πιο  μακριά  στον ποταμό  Μόρνο, άκμασε  η  πόλη  Κάλλιο(ή  Καλλίπολις)  την  οποία  κατέστρεψαν  οι  Γαλάτες   το  279π.Χ.,  όπου  βρέθηκαν  σήμερα   πλούσιες  ιδιωτικές  οικίες, το  αρχείο  της  πόλης  με  600 σφραγίσματα  δημοσίων  εγγράφων (με  την  Άρτεμη  Κυνηγέτιδα)  και  δύο  ναοί, ενώ  στην  ίδια  περιοχή  υπήρξε  η  πόλη  Ποτιδάνια(στον Άγιο  Νικόλαο).

Οι  προαναφερθείσες  πόλεις  δεν  αποτυπώνουν   με  πληρότητα  την  εικόνα  της  Αιτωλίας,  παρότι  η  αρχαιολογία  έχει  πιστοποιήσει   την  ταυτότητά  τους,  διότι   υπάρχουν  και  κι  άλλες  πολλές  ακόμη, γνωστές  από  επιγραφικές  μαρτυρίες,  που  δεν  έχουν  ταυτιστεί  με  συγκεκριμένες  θέσεις…

Οι  περισσότερες  αιτωλικές  οχυρώσεις,  που  σώζονται  μέχρι  σήμερα  και  παρουσιάζουν  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον,  έγιναν  τον  3ο αι  και  αποτελούνται  είτε  από  τείχη  σε  πόλεις(π.χ. Βλοχός)  είτε  από   μικρά  ή  μεσαία  οχυρά  π.χ. κατά  μήκος  του  Αχελώου, ώστε  να  δημιουργούν  ένα  πυκνό  δίχτυ  οπτικής  επαφής  και  επικοινωνίας   για  αποτελεσματική  άμυνα.

Όσον  αφορά  τις  ταφές  και  κυρίως  τα  ταφικά  μνημεία, πρέπει  να  πούμε  ότι  στην  Αιτωλία  συναντάμε  και  απλές   αλλά  και  πιο  επιμελημένες  ταφές,  με  επιτύμβιες  στήλες,  περιβόλους,  κτερίσματα  και  γενικά  την  γνωστή  τυπολογία  των  τάφων  που   συναντιούνται  και  έξω  από  αυτή.

Το  Τριχόνειο(Γαβαλού)  αποτελεί  μια  από  τις  πιο  πλούσιες  και  σημαντικές   αιτωλικές  πολιτείες, όπως  αποδεικνύεται  από  τα  ευρήματα  των  ανασκαφών  π.χ.  το  νεκροταφείο  με  τα  πολυτελή  αντικείμενα  και  τα  αγγεία ( και  εισαγόμενης  κεραμικής, όπως  και  στην  πόλη  Άκραι),  αλλά  και  από  το  Ιερό  του  Ασκληπιού,  με  τα  πήλινα  ευρήματα  και  τις  απελευθερωτικές   επιγραφές  των   δούλων,  που  όλα   μαζί  συνθέτουν  την  εικόνα  της  οικονομικής  προόδου,  ενώ  η  συχνή  εμφάνιση  του  Τριχονείου,  ως  τόπος   καταγωγής  πολλών  αιτωλών  στρατηγών,  πιστοποιεί  και  την  πολιτική  του  δύναμη.

omiriki-ereuna.blogspot.com

1 Nilsson Η μυκηναϊκή  προέλευση  της  ελληνικής  Μυθολογίας, 1979
2 Παυσανίας, Περιηγήσεις 5.1.8. 4
3 Στέφανος  ο Βυζάντιος  Εθν. 55.15
4 Έφορος  2 a, 70. F 144/SKYMN. 470-478
5 Απολλόδωρος  Βιβλιοθήκη Α΄ VII 5-10
6 Στράβων  10.3.2
7 Απολλόδωρος Α΄VII.7
8 Απολλόδωρος  Α΄ VII 5-10
9 Απολλόδωρος  Α΄ VII 7
10 Απολλόδωρος  Α΄ VII  1-4.(Ο  συγγραφέας  δηλώνει  ότι αναφέρεται  στη  Θηβαϊδα).
11 Παυσανίας 8, 45, 6.10,31, 3, Οβίδιος Μεταμορ. 8,270.  Διόδωρος Σικ. 4,34. 4, 48, Αντ. Λιβ. Μετ.2 Υγίνος  Fab. 173.
12 Απολλόδωρος Β΄VII. 5, Υγίνος  Fab. 32,  Πλούταρχος «Περί των υπό του θείου βραδύτ. Τιμωρ»….
13 Απολλόδωρος  Β΄VII.6
14 Υγίνος  Fab. 77-80, 92, 117, 119, Απολλόδωρος Βιβλ. Α΄ IX,5, Β΄7,3, Επιτομή 2,15, Παυσανίας 1. 17, 5. 1, 33,7….
15 Απολλόδωρος Β΄VII 3, Διόδωρος Σικ. 4,33, 5, Παυσανίας  2,18,7. 10,6,3
16 Αριστοτέλης  «Ποιητική»  25.
17 Όμηρος  Ιλ. Β΄ 631-637.
18 Όμηρος  Οδύσσεια  Ξ΄ 96-104
19 Αθήναιος 2, 35b, Παυσανίας 10,38,1
20 Σύμφωνα με  άλλη  παράδοση ο Στάφυλος ήταν  γιος του Σιληνού και  αυτός εφηύρε  το κρασί, ενώ  σύμφωνα  με  τον  Απολλόδωρο(Επιτ. Α΄9)  οΣτάφυλος ήταν  γιος  της Αριάδνης και του Διονύσου  και  γεννήθηκε στη Λήμνου (ήταν  αδελφός  του Οινοπίωνα.
20 Απολλόδωρος Βιβλ. Α΄ VIII 1, Υγίνος  Fab.129, 172, Διόδωρος Σικ. 4,34
21 Απολλοδώρου  Επιτομή VII.
22 Στράβων 10,3,1  (επίσης   Νόννος Διον. 13,135  και  Απολλ. Βιβλ. Α΄ Ι, 7. Β΄Ι, 3, Γ΄ΙΙΙ, 1)
23 Πορτελάνος  Αιτωλικές  Οχυρώσεις  σελ. 355
24 Ηρόδοτος  Ιστορία  Α΄ 56
25 Ηρόδοτος Ιστορία Η΄ 73
26 Θουκυδίδης  3, 94,4
27 Θουκυδίδης  3, 95,3

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Ενδεικτική)
Antonetti C., L’Aetolie,mythe et religion,Paris 1990.
Bommelje S.-Doorn P., Aetolia and the Aetolians, Utrecht 1987
Grimal  P.  Λεξικό  της  Αρχαίας  Ελληνικής  και Ρωμαϊκής Μυθολογίας  Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη 1991
Ιστορία  του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Aθήνα 1974 . .
Κακριδής Ι.Θ., Ομηρικές Έρευνες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1944
Κακριδής Ι.Θ., Ομηρικά θέματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1965
Κακριδής Ι.Θ., Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1971
Κακριδής Ι.Θ., Προομηρικά, Ομηρικά, Ησιόδεια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1980
Κακριδής Ι.Θ., Το μήνυμα του Ομήρου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1985
Κακριδής Ι.Θ., Ο ποιητής και η μυθική παράδοση, Παπαδήμας, Αθήνα, 1943
Κακριδής Φ.Ι., Προβλήματα ομηρικής θεολογίας, Γιάννινα, 1981
Κατωπόδη Γ.,Αιτωλική Συμπολιτεία,β’έκδοση,τ.2,Αγρίνιο 1991.
Μποκώρου Θ.,Αιτωλία-Ακαρνανία,μνημεία,ήρωες,θρύλοι,τ.3.Αγρίνιο 1968-69.
Naquet P.V., Ο κόσμος του Ομήρου  Εξάντας, Αθήνα, 2002
Nilson M., ‘Ομηρος και Μυκήνες  Δωδώνη, Αθήνα, 1989
Νεραντζή Ι. Η  χώρα  των  Αιτωλών, Ίφιτος, Αγρίνιο .
Πανταζής Β., Ομηρική γεωγραφία και ομηρική εποχή. Ι. Ο εξομηρισμός της αρχαίας Ελλάδας και το πρόβλημα των Μυκηνών, Καστανιώτης, Αθήνα, 1996
Πρακτικά Α΄Αρχαιολογικού – Ιστορικού Συνεδρίου Αιτωλοακαρνανίας ,Αγρίνιο  έκδοση 1991.
Στεργιόπουλου Κ., Η Αρχαία Αιτωλία   Αθήναι 1939.
Scholten J.B., Aetolian foregn relationships during the era of expansion, c.a.300-217 B.C., Berceley California, 1987.
Woodhouse W., Aetolia, its geography, topography and antiquities, Oxford 1897.
Χαβέλλα  Θ., Ιστορία των Αιτωλών,  Αθήνα 1883.