Το πως επιλέχθηκε το όνομα της κάθε πόλης ή του κάθε χωριού αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας του κάθε τόπου. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Παπατρέχα ανάμεσα στις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τον τρόπο με τον οποίο το Βραχώρι πήρε το συγκεκριμένο όνομα αυτές που ξεχωρίζουν ως οι πιο κοντινές στην αλήθεια είναι έξι, αλλά και αυτές χρήζουν περισσότερο διερεύνησης. Οι έξι αυτές εκδοχές υποστηρίζουν ότι η ονομασία Βαρχώρι, προήλθε : α) Εβραιοχώριον, β) Βραχοχώριον, γ) Βλοχοχώρι, δ) Βλαχοχώρι, ε) Βρακοχώρι και στ) Ιμπραχόρ.
Από αυτές, η εκδοχή, που για τον Ξηρομερίτη ερευνητή είναι η πιο σοβαρή, είναι η τελευταία. Η λέξη «Ιμπραχόρ» αναφέρει, προέρχεται «από τις αραβοπερσικές emir ahur», και σημαίνει σταυλάρχης. «Ήταν τίτλος επί τιμή της σουλτανικής αυλής, όπως επίσης και ο τίτλος σαλαχόρ, που σημαίνει ασπιδοφόρος, σωματοφύλακας του σουλτάνου, ίππαρχος. Πολλοί αξιωματούχοι έφεραν τους τίτλους αυτούς και άλλους, όπως για παράδειγμα κάποιος Αβδουλλάχ μπέης, βοεβόδας κατά το 1800: «… ενδοξότατος μέγας ιμπραχόρ, καπουτσίμπασης, σαλαχόρ και βοεδόβας των ιμλιακί χουμαγιουνίν Πρεβέζης, Βονίτσης, Πάργας και Βουθρωτού», όπως αναφέρεται σε πηγή, που καταγράφει στις παραπομπές της σελίδας 119 με αύξοντα αριθμό 8: (Α. Βρέκοσης, Η συνθήκη της 21Μαρτίου 1800 κλπ, Ηπειρ. Χρονικά τ.3, 1928, σ. 273).
«Πολύ βάσιμα», αναφέρει στη συνέχεια, ο Παπατρέχας «μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση, ότι ο πρώτος οικιστής, αξιωματικός απάχης, έφερε τον τίτλο του ιμπραχόρ κι απ΄ τον τίτλο του πήρε την ονομασία του ο οικισμός, έχουμε δηλαδή ένα κυριώνυμο τοπωνύμιο, το οποίο με ελάχιστη παραφθορά έφτασε στον τύπο Βραχόρ, που εξελληνισμένος και συνηχητικά έγινε Βραχώριον, Βραχώρι».
Αυτή την εκδοχή την θεμελιώνει ακόμα περισσότερο ο χάρτης του BARNARD RANDOLF, που θα βρείτε στη σελίδα 9 αυτού του τεύχους, τον οποίο έχουμε δημοσιεύσει και σε προηγούμενα τεύχη και ο οποίος παρά τις (sic) παρατηρήσεις του Παπατρέχα είναι ιδιαίτερα σημαντικός αφού καταγράφει την πόλη με το όνομά της για πρώτη φορά από το έτος 1560 που τυπώθηκε η πρώτη του έκδοση.[2]
Για το πώς ακριβώς συγκροτήθηκε ο πρώτος οικισμός του Βραχωριού, οι πληροφορίες που έχουμε είναι απειροελάχιστες. Τίποτα δεν έχει απομείνει πια από έναν πολιτισμό που για σχεδόν τέσσερις αιώνες δημιούργησε σπίτια, τζαμιά δρόμους και παζάρια σε αυτόν τον τόπο. Είναι χαρακτηριστικό, πως για να βρεις ένα απειροελάχιστο δείγμα αυτής της ζωής, θα πρέπει να βγεις από τον αστικό ιστό της σημερινής πόλης και να φτάσεις στον κάμπο του Ζαπαντιού. Εκεί, και μόνο εκεί, θα συναντήσεις το ένα και μοναδικό στοιχείο του ιδρώτα, της τέχνης και της θρησκείας των πρώτων Βραχωριτών: έναν ερειπωμένο μιναρέ, που εξακολουθεί να στέκεται όρθιος, σε πείσμα όλων εκείνων που επιθυμούν να τον δουν να γκρεμίζεται σιγά – σιγά.
Σύμφωνα με την παράδοση -αυτό το τεράστιο αποτύπωμα της συλλογικής μνήμης της βραχωρίτικης κοινωνίας πάνω στις συνήθειες και μέσα στις αφηγήσεις των ανθρώπων- η πρώτη έκταση που καταλάμβανε το Βραχώρι, ήταν τα ανατολικά, «ευάερα και ευήλια» λοφοειδή εξάρματα που σήμερα ξεκινούν απ την βορειοανατολική πλευρά της Σταΐκου και φτάνουν μέχρι το ύψος που σήμερα βρίσκονται τα γραφεία του Εμπορικού Συλλόγου στη Βλαχοπούλου.
Μέσα σε αυτό το «αναποδογυρισμένο τρίγωνο», όπως το αναφέρει ο Παπατρέχας, «που σχημάτιζαν τα δυο μεγάλα ρέματα, με κορυφή το σημείο συμβολή τους», ζούσε μια κοινωνία (οι οθωμανοί του Βραχωριού), εξαιρετικά κλειστή, αυστηρά ενδογαμική, που κρατούσε ζωντανή τη μνήμη των προγόνων της και πολέμια στάση απέναντι σε κάθε νεωτερισμό που θα τολμούσε να φτάσει ως το χωριό τους. Αποτελούσαν μια αγροτική αριστοκρατία που δεν επιθυμούσε καμία επαφή ακόμα και με ομόθρησκούς τους από τα γύρω χωριά, όπως για παράδειγμα το Ζαπάντι.
Τρία ήταν τα τζαμιά του οικισμού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Η βάση του ενός από αυτά σωζόταν μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ένα άλλο βρισκόταν στην θέση που σήμερα βρίσκεται η Μητρόπολη και ένα τρίτο ήταν χτισμένο στο νότιο άκρο της πλατείας Χατζοπούλου.[3]
Το πόσο φανατικοί μουσουλμάνοι ήταν, το αποδεικνύει το γεγονός ότι εκτός από τα τρία μεγάλα τζαμιά που μόλις αναφέραμε, διατηρούσαν επίσης, άλλα έντεκα μικρότερα, χωρίς μιναρέ, δύο τεκέδες δερβισάδων, και δύο διδασκαλεία, επωμιζόμενοι μόνοι τους όλο το κόστος της λειτουργίας τους.
Τα σπίτια ήταν χτισμένα σαν μικρά φρούρια. Ήταν εξαιρετικά επιβλητικές σε όγκο και μέγεθος οικοδομές με διπλές και πανύψηλες μάντρες (εσωτερική και εξωτερική) με πολεμίστρες ή «μασχάλια», όπως λεγόταν, και πύργους. Το σκαρίφημα ενός τέτοιου σπιτιού το οποίο βασίζεται σε περιγραφές, φιλοτέχνησε ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Πατρώνης και συμπεριλαμβάνεται στην εισήγησή του στα πρακτικά 1ου Αρχαιολογικού και Ιστορικού συνεδρίου που διοργάνωσε η Ιστορική Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Ελλάδας από τις 21 έως τις 23 Οκτωβρίου του 1988.[4]
«Δεν ήσαν μόνον ογκώδη διώροφα και τριώροφα κτίρια με άφθονον πλούτον εσωτερικώς… αλλ’ αποτελούσαν το καθένα κι από ένα μικρόν φρούριον», αναφέρει ο Δ. Κόκκινος στην «Ιστορία» του.[5] Και συνεχίζει: «Κάθε σπίτι περιβάλλετο από διπλούν και τριπλούν περιτείχισμα με τρεις αυλαίας θύρας και μίαν μεγάλην εσωτερικήν προς την τελευταίαν αυλήν του βάθους. Τα σπίτια αυτά, μοναδικόν φαινόμενον εις ολόκληρον την Ελλάδα, έδειχναν τον δεσποτικόν χαρακτήρα των κυρίων του, την δύναμίν των αλλά και των φόβων των από τους Έλληνες της επαρχίας».[6]
«… κατοικία πλουσίων και ισχυρών Τούρκων, ων αι μεγαλοπρεπείς οικίαι περιείχοντο, ως επί το πλείστον, εντός διπλού ενίοτε δε και τριπλού περιφράγματος».[7]
Η αγορά με τα μαγαζιά και τα εργαστήρια βρισκόταν εκεί που βρ-σκεται και σήμερα ο κεντρικός πυρήνας της πόλης, στο τετράγωνο δηλαδή, που ορίζεται από τους δρόμους Κύπρου, Ι. Σταΐκου, Παπαστράτου και την πλατεία Ειρήνης.
«∆ιαθέτει σαράντα καταστήµατα, χωρίς σκεπαστή «Αγορά» πολύτιµων εµπορευµάτων, αλλά αυτό δεν σηµαίνει τίποτα, αφού στο παζάρι µπορείς να βρεις όλα τα πολύτιµα υφάσµατα κι άλλα ακριβά και σπάνια εµπορεύµατα. Η αγορά βρίσκεται σε πολύ ωραία τοποθεσία, που σου φτιάχνει τη διάθεση για ψώνια. Το κλίµα είναι ευχάριστο. Και η περιοχή είναι γεµάτη µε πελώρια πλατάνια, που όµοια δεν βρίσκεις πουθενά αλλού στη Ρούµελη, την Περσία ή την Αραπιά. Είναι ένας τόπος εξοχικός, θαυµάσιος και παράδοξος».
1. Γεράσιμος Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, Δήμος Αγρινίου, 1991. | 2. RANDOLPH, Bernard. The present state of the Morea, called anciently Peloponnesus, LONDON MDCIXXXIX, the third edition. | 3. Γεράσιμος Παπατρέχας,ο.π. σελ. 119. | 4. Πρακτικά 1ου Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου Αιτωλοκαρνανίας, Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας 1991, σελ. 578. | 5. & 6. Δ. Κόκκινος, Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως , τ. 2. σελ. 310-311 | 7. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α. σελ. 204
Ένα κείμενο του Λευτέρη Τηλιγάδα
«Agrinio 365» Media Group | AgrinioTimes.gr – Antenna-Star.gr
Σχετικά Άρθρα
Πιτσιναίικα: Έκοβε ξύλα και… πέθανε
Βόνιτσα: Κλοπή καμπάνας
Άγρια Άλογα στην Ορεινή Ναυπακτία!