Τον συνάντησα πρώτη φορά το 1997, όταν ενεργοποιώντας τις εσωτερικές μου δικλείδες ασφαλείας αποφάσισα να αφήσω πίσω μου την Αθήνα και να επιστρέψω ξανά στο γενέθλιο τόπο. Για ένα εξάμηνο περίπου, ο Παντελής Φλωρόπουλος ήταν ο μόνος άνθρωπος, με τον οποίο συνομιλούσα σε αυτή την πόλη, αν εξαιρέσει κανείς δυο τρεις παλιούς μου φίλους.
- Αναπολώ πάντα εκείνες τις συζητήσεις… και οφείλω να ομολογήσω ότι εκείνες τις ώρες του απογευματινού μας καφέ ανταμώθηκα ξανά με τις μυρωδιές και τα χρώματα αυτής της πόλης, συναντώντας ξανά το δικό μου Αγρίνιο μέσα στα λόγια ενός εσωτερικού μετανάστη, που έφτασε ως εδώ, διατηρώντας στη φωνή του την ήρεμη ζωηράδα των νερών του Παναιτωλικού και της Τριχωνίδας.
Από τότε μέχρι σήμερα ήταν κάμποσες οι φορές που βρεθήκαμε απέναντι στις θεωρήσεις μας, ποτέ όμως δεν έπαψα να τον εκτιμώ, όχι μόνο για την δυνατότητα της γραφής του, αλλά και για το πάθος, την ευγένεια και την καθαρότητα με τα οποία υποστήριζε και υποστηρίζει τις δικές του αλήθειες. Κυρίως τον εκτιμώ και τον σέβομαι για τη μεγάλη του πίστη στην ελευθερία της έκφρασης και την ελευθεροτυπία.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γεγονός της δημοσιοποίησης ενός κειμένου μου, τον τέταρτο χρόνο της έκδοσης της «Αναγγελίας», περίοδο κατά την οποία εργαζόμουν σ’ αυτή ως συντάκτης, με το οποίο ασκούσα σκληρή κριτική σε προηγούμενη δική του αρθρογραφία. Είναι πολύ λίγοι οι εκδότες (και το γράφω με μία αίσθηση του μέτρου, όντας σίγουρος ότι δεν υπάρχει κανείς) που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο σε συνεργάτη τους, τον οποίο, μάλιστα, θα πρέπει στο τέλος του μήνα, να τον πληρώσουν κι από πάνω.
- Αυτά… για «να λέμε τα σύκα, σύκα και τη σκάρφη, σκάρφη».
Λευτέρης Τηλιγάδας
Ο Παντελής Φλωρόπουλος γεννήθηκε στη Μυρτιά της Αιτωλίας το 1955.
Το 1974 μπήκε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, χωρίς όμως να πάρει το πτυχίο του.
Το 1980 εκδόθηκε το παραμύθι του «Η πολιτεία των λουλουδιών».
Το 1985 εκδόθηκε το έμμετρο παραμύθι του «Ένας ποντικός και μία γάτα» από την σειρά «Παραμυθόκηπος».
Το 1990 «βγήκε» στο ραδιόφωνο του Αγρινίου με την καθημερινή εκπομπή «Ένα φλιτζάνι γέλιο».
Το 1991 ίδρυσε την σατιρική εφημερίδα «Αραμπάς» που αργότερα έγινε περιοδικό. Ο «Αραμπάς» σταμάτησε την έκδοσή του τον Δεκέμβριο του 1997.
Το 2000 ίδρυσε στο Αγρίνιο την εφημερίδα «Αναγγελία», της οποίας υπήρξε εκδότης και συντάκτης μέχρι το 2017. Έκτοτε εργάζεται ως δημοσιογράφος σε αυτήν.
Ο μεγαλύτερος όγκος του έργου του είναι δημοσιευμένος κυρίως στα τοπικά έντυπα που κατά καιρούς υπηρέτησε.
Βιβλία του που κυκλοφορούν είναι:
«Η πολιτεία των λουλουδιών» (παραμύθι),
«Παραμυθόκηπος», σειρά παιδικών βιβλίων που αποτελείται από δέκα αυτοτελή έμμετρα παραμύθια,
«333 ποιήματα», ποιητική συλλογή.
Μερικά από τα ανέκδοτα έργα του είναι:
- «Ημίτονα», συλλογή 144 ποιημάτων, με παραπομπές, άρθρα και σχόλια
- «Συλλαβές», συλλογή ποιημάτων
- «Ποιητικά», συλλογή ποιημάτων και ποιητικά κείμενα
- «Παραμυθόπλοιο», συλλογή 100 παραμυθιών
- «Ο Μυθόκηπος του Αισώπου», διασκευές 465 Αισώπειων Μύθων
- «Παραμυθώνας», συλλογή παραμυθιών
- «Παραμυθολόι», συλλογή λαϊκών παραμυθιών και άρθρα για το λαϊκό παραμύθι
- «Μυρτιά η νύμφη της Τριχωνίδας», λαογραφικές καταγραφές κ.ά.
Αν επιθυμείτε να δείτε το σύνολο του ψηφιοποιημένου έργου του κάντε κλικ στον σύνδεσμο: ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Παντελής Φλωρόπουλος:
«Έγινα ο εργοδότης του εαυτού μου»
Λ.Τ.: Μυρτιά της Αιτωλίας, έτος 1955: ένα «καινούργιο» παιδί έρχεται στην όχθη της λίμνης Τριχωνίδας και αρχίζει να μεγαλώνει ανάμεσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο με καρπούς, αρώματα και χρώματα ενός κόσμου που αρχίζει να «ξυπνάει» μέσα του τις αισθήσεις και να το μεγαλώνει με τον πλούτο των εικόνων του. Ποια η πατίνα εκείνων των χρόνων, Παντελή, όχι μόνο στη μνήμη σου, αλλά και στην καθημερινότητά σου;
Π.Φ.: Ο κόσμος που ήρθα και βίωσα ως παιδί, δεν υπάρχει τώρα. Χάθηκε. Πάει. Έρχεται όμως ολοζώντανος στα όνειρά μου. Όλα μου τα τωρινά όνειρα διαδραματίζονται εκεί. Στην προβιομηχανική Μυρτιά. Στα ρέματα, στην αμμουδιά της λίμνης, στις φεγγαράδες, στα Λουτρά, στους ίσκιους των πλατανιών, στ’ αλώνια, στους νερόμυλους, στις νεράιδες που έλεγαν οι γέροντες ότι είδαν.
Τώρα συνομιλώ με τους νεκρούς μου. Από αυτές τις ονειρικές συνομιλίες πηγάζουν όλα όσα κάνω (εις μάτην) για τη Μυρτιά. Έγραψα πέντε βιβλία για τη Μυρτιά και δεν έχω χορτάσει. Νιώθω σα να μην έχω γράψει τίποτα γι’ αυτήν. Το υλικό που έχω μαζέψει από κείνα τα χρόνια, είναι τα μυθιστορήματα που ακόμα δεν έγραψα.
Λ.Τ.: Εκεί και η πρώτη σου συνάντηση με την ανάγνωση και τη γραφή. Ποιες είναι οι πρώτες αναγνώσεις που γράφουν μέσα σου την επιθυμία της προσωπικής σου έκφρασης;
Π.Φ.: Πριν την ανάγνωση και πριν τη γραφή ήταν η αφήγηση. Τα παραμύθια του παππούλη μου στο τζάκι. Οι σιωπές του ανάμεσα στις λέξεις. Εκείνες οι σιωπές γέννησαν αργότερα (και γεννούν ακόμα) τα ποιήματα, τα χρονογραφήματα και τα παραμύθια που έγραψα ως ενήλικας. Οι σιωπές ανάμεσα στις λέξεις της αφήγησης ήταν εκείνες που μου έδιναν χώρο για να πλάσω τους δικούς μου κόσμους, να βρω τον θεό μέσα μου που δημιουργεί. Ο παππούλης μου πέθανε όταν ήμουν πέντε χρονών. Ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα απώλεια. Ό,τι έκανα σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, ότι κάνω σήμερα, συνιστά ένα φτερούγισμα προς εκείνον… Που πέθανε με τ’ όνομά μου στα χείλη του.
Λ.Τ.: Αν έχει μια τραγικότητα αυτή η εποχή που ζούμε, Παντελή, κυρίως η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι η απομάκρυνση των νέων παιδιών από τον παππού και τη γιαγιά. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό, αναδεικνύεται μέσα από την προηγούμενη απάντησή σου. Μπορείς όμως να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτό το σημαντικό κοινωνικό έλλειμμα των ημερών μας, αν θεωρείς φυσικά ότι υπάρχει στη διάσταση που το βάζω;
Π.Φ.: Στις δικές μας μέρες έγινε ένα μεγάλο κρακ. Ό,τι ερχόταν από τους αιώνες και συναντούσε τις γενιές, έσπασε, όπως ο καθρέφτης που πέφτει στο τσιμέντο… ο καθρέφτης που γίνεται συντρίμμια.
Οι γέφυρες έπεσαν. Οι νέες γενιές έμειναν (και είναι) μετέωρες. Η δική μου γενιά είχε άμεση σύνδεση, όχι με τον παππούλη και τη βάβα, αλλά – μέσω αυτών – με όλους τους αιώνες που προηγήθηκαν και τις γενιές που βίωσαν τις αρχές και την συνέχεια του έθνους. Αυτό ήταν Μνήμη. Κι όπως έλεγε ο Πλάτων, η Μνήμη είναι Γνώση. Είναι η Αλήθεια. Αυτή είναι η Αλήθεια. Η α + λήθη = η μη λησμονιά. Η σημερινή γενιά δεν έχει Μνήμη, άρα δεν έχει αλήθεια, ούτε μπορεί να την καταλάβει. Θυμάται μόνο το σχολείο και την κατάληψη του σχολείου. Τίποτε άλλο. Θα έλεγα ότι αυτό είναι το «τέλος των ημερών». το τέλος δηλαδή ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου και η αρχή ενός νέου.
Λ.Τ.: Εκτός από αυτό το προγονικό, μοναδικό εργαλείο λοιπόν, Παντελή, αυτόν τον άυλο εξάντα του παππού σου, την αφήγησή του, που σε βοήθησε να χαρτογραφήσεις τους δικούς σου ουρανούς, ποιοι ήταν οι άλλοι «παραμυθάδες» της παιδικής και εφηβικής σου ζωής, που με τις αναπνοές των μύθων τους δούλεψαν την επιθυμία της δικής σου γραφής;
Π.Φ.: Οι γέροντες στην «Αγορά». Ως παιδί μου άρεσε περισσότερο ν’ ακούω τους γέροντες, παρά να παίζω. Η Αγορά δεν είχε τη σημερινή έννοια, αλλά την αρχαία. Ζωντανή μέχρι την δεκαετία του ’50 για την οποία τώρα μιλώ. Η Αγορά ήταν ο χώρος που μαζευόταν όλος ο κόσμος του χωριού για να κουβεντιάσει, όχι για να ψωνίσει. Εκεί μεγάλωσα. Ανάμεσα στους γέροντες. Βοήθησε που ο θείος μου είχε καφενείο και ήμουν συνέχεια εκεί. Οι γέροντες λοιπόν, αλλά και οι γριές, στο πεζούλι ή στη ράχη. Όπου μαζεύονταν τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς το σούρουπο. Να σημειώσω εδώ ότι μιλώ για μια εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρικό, άρα ούτε τηλεόραση, ούτε καν ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο ήταν πολυτέλεια. Ερχόταν το σούρουπο και όλοι μαζεύονταν στο τζάκι το χειμώνα και στη ράχη το καλοκαίρι. Οι φάρσες που γίνονταν με διασκεδάζουν ακόμα σήμερα. Και οι ιστορίες που άκουγα, ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου. Αλλά κι εκείνες οι ατέλειωτες αστροφεγγιές και οι μύθοι για τον παπά που έκλεψε το άχυρο, αλλά το σακί του ήταν τρύπιο κι όπως έφευγε για να το κρύψει, γινόταν αυτό το φωτεινό (σαν χρυσαφί άχυρο) μονοπάτι στον ουρανό, ο γαλαξίας…
Λ.Τ.: Και ο προφορικός λόγος αυτής της μικρής-μεγάλης αγοράς αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γραπτός. Ποιοι οι λογοτέχνες που επηρεάζουν και καθοδηγούν το γραπτό σου λόγο στα πρώτα του βήματα;
Π.Φ.: Στην Πέμπτη Τάξη του Δημοτικού ακόμα διάβασα τους «Αθλίους» του Ουγκό και τ’ «απόκρυφα ευαγγέλια». Διάβασα επίσης ένα ερωτικό μυθιστόρημα με τίτλο «Ευδοκία», δεν θυμάμαι όμως το όνομα του συγγραφέα. Διάβασα επίσης την «Γέφυρα των στεναγμών». Είχα συγκλονιστεί. Κλειδί όμως για την γραφή μου δεν ήταν τόσο αυτές οι αναγνώσεις, αλλά μια φράση του δασκάλου μου, του Θωμά Παπασπύρου: «Να μιλάς, όπως γράφεις». Μου την είπε, επειδή όλοι (κι εγώ) μιλούσαμε «ρουμελιώτικα», κόβοντας τα φωνήεντα. Η φράση του όμως σ’ εμένα γέννησε την αρμονία του γραπτού με την αφήγηση. «Ήρθε κι έδεσε» που λέμε. Ξαφνικά, βρήκα τη γέφυρα ανάμεσα στο γραπτό και την αφήγηση του παππούλη που με στοίχειωνε.
Λ.Τ.: 1974: Η αρχή της μεταπολίτευσης, η αρχή της σταδιακής πολιτικοποίησης όλων μας. Πού σε βρίσκει το ξεκίνημα αυτής της εποχής, Παντελή, και με τι καταπιάνεσαι;
Π.Φ.: Στον Σταθμό Λαρίσης κατ’ αρχήν, να ξεπροβοδίζουμε τους επιστρατευμένους που έφευγαν με τα τρένα και φώναζαν το σύνθημα «Χούλια, πλύσου, ερχόμαστε». Μιλούσαν για την Χούλια Χότσιγιτ, την «Αλίκη Βουγιουκλάκη» της Τουρκίας. Και την άλλη νύχτα, στην πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα. Τη νύχτα που ήρθε ο Καραμανλής από το Παρίσι. Λίγους μήνες πριν είχα ζήσει από κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Δεν ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο, αλλά στους δρόμους, εκεί που είχαμε και τους πολλούς νεκρούς. Ήταν η χρονιά που έγινα φοιτητής της Παντείου.
Λ.Τ.: Τι θυμάσαι από κείνη την εποχή και τι είναι εκείνο που σε στιγμάτισε στα αμφιθέατρα; Ποιοι οι δικοί σου “δρόμοι της ανάγκης”, για μια καλύτερη ζωή μέχρι αυτοί να σε οδηγήσουν και πάλι στην ιδιαίτερη πατρίδα, τη Μυρτιά και κατόπιν στο Αγρίνιο;
Π.Φ.: Ήμουν φοιτητής, αλλά δούλευα στο εργοστάσιο. Από 17 χρονών έφηβος συντηρώ τον εαυτό μου. Η οικογένειά μου δε μπορούσε να βοηθήσεις. Μόνο λεμόνια, πορτοκάλια και λάδι μου έστελνε καμιά φορά. Για να πηγαίνω στο αμφιθέατρο, δεν κοιμόμουν. Θα μπορούσε κάποιος εκείνη την εποχή να με πει «ακοίμητο». Είχα φοβερή δύναμη μέσα μου κι έξω μου. Δεν ήξερα τι παναπεί κόπωση. Στο αμφιθέατρο τα ζούσαμε όλα: Η πολιτική μαζί με την λογοτεχνία, τη μουσική και τον κινηματογράφο. Ξενυχτούσαμε ακούγοντας μουσική και κουβεντιάζοντας για όλα αυτά, σα να ήταν ένα. Τώρα δεν είναι. Αυτό μου λείπει. Κατά μόνας όμως, συνεχίζω να τα θεωρώ ένα. Το 1976 είχα ένα ατύχημα στο εργοστάσιο που παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή. Η απόφαση να γυρίσω στα πάτρια ήρθε το 1982.
Λ.Τ.: Με ποια απόφαση για τη συνέχεια;
Π.Φ.: Για να γίνω συγγραφέας. Και να κάνω εφημερίδα στη Μυρτιά (τη “Μυρτιωτική”) με στόχο να κάνω συνδρομητές της τους 2.000 Μυρτιώτες που είχαν φύγει στα ξένα. Είχα συμβόλαιο μ’ έναν Εκδοτικό Οίκο για να γράψω μια σειρά παραμυθιών και ήθελα τη Μυρτιά ως τόπο για να το κάνω. Δεδομένου ότι το 1980 είχα εκδώσει την «Πολιτεία των λουλουδιών» που είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από την «Ακρόπολη» και την «Ελευθεροτυπία» της εποχής. Εφημερίδες με εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις τότε. Έγραψα τότε 215 παραμύθια και άλλα τόσα ποιήματα (για παιδιά), αλλά ο Εκδοτικός Οίκος που είχα συμβόλαιο, έκλεισε το 1984 για φορολογικούς λόγους και το έργο εκείνο δε βγήκε ποτέ στον αέρα.
Λ.Τ.: Από τη «Μυρτιωτική» μέχρι το «Ένα φλυτζάνι γέλιο», τη ραδιοφωνική εκπομπή του «9,37»… «πόσα τσιγάρα δρόμος»; Ποιο το κλίμα εκείνης της εποχής στο Αγρίνιο;
Π.Φ.: Όταν έκλεισε ο Εκδοτικός Οίκος, έμεινα χωρίς διακύβευμα, που λένε. Συνέβη τότε κάτι που δεν είχα προβλέψει: Ένας αγαπημένος φίλος, παλιός κομμουνιστής, κυνηγημένος, με εξορίες κλπ, ο Νίκος Λαμπράκης, ήταν πρόεδρος του Συνεταιρισμού. Ήταν ο γέρος φίλος που του τα είχα πει όλα αυτά. Μόλις έμαθε την κακή εξέλιξη για μένα, μου ζήτησε να γίνω Γραμματέας του Συνεταιρισμού, μέχρι ν’ αποφασίσω τι θα κάνω. Το δέχτηκα. Κι έμεινα τρία χρόνια. Παρέλαβα έναν Συνεταιρισμό με 50 ονόματα σ’ ένα μπλε σχολικό τετράδιο. Το γραφείο του ήταν μέσα στο καφενείο του μπάρμπα Νίκου. Τον παρέδωσα με 250 παραγωγούς με εκατό εκατομμύρια δραχμές ετήσιο τζίρο και με σύγχρονες εγκαταστάσεις. Να μη σταθώ σε λεπτομέρειες, να πω μόνο ότι έφυγα από Γραμματέας, έγινα κηπουρός και λαϊκατζής για άλλα τρία χρόνια. Παράλληλα δούλεψα σερβιτόρος. Ο φίλος μου ο Κώστας Κωνσταντόπουλος που είχε το «ξύλινο» στην Τριχωνίδα, έβαζε διαφήμιση στον «9.37». Κάποια μέρα μίλησε στον Θανάση Καλτσά για μένα, λέγοντάς του, ότι έγραφα καλά. Έτσι βγήκα στο ραδιόφωνο στις 7 Φεβρουαρίου 1990 με το «Ένα φλυτζάνι γέλιο». Ακολούθησε το «Χαιρέτα μας τον πλάτανο». Αυτές ήταν οι δύο καθημερινές εκπομπές που έκαμα στον «9.37». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα συνέβη ακόμα κάτι που δεν είχα προβλέψει: Ο έρωτας με τη Βάσω, ο γάμος το 1985 και η εγκατάσταση στο Αγρίνιο.
Λ.Τ.: Να ΄ρθούμε τώρα, Παντελή, σε μια έκδοση που σημάδεψε την τοπική δημοσιογραφία και έφερε ένα δροσερό αέρα σε όλο τον επαρχιακό τύπο της εποχής: στην έκδοση του «Αραμπά». Τι είναι εκείνο που σε οδηγεί σε αυτή την απόφαση, να γίνεις δηλαδή ο «εργοδότης τους εαυτού σου», όπως έχεις πει κατά καιρούς;
Π.Φ.: Το 1985, μία τετράδα επενδυτών μου έκαμε πρόταση να γίνω Διευθυντής ημερήσιας (κομματικής) εφημερίδας στο Αγρίνιο. Το αρνήθηκα, γιατί είχα μια δική μου φιλοσοφία για την δημοσιογραφία που θεμελιωνόταν στην απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Ήθελα μια εφημερίδα που να κάνει κριτική σε όλα τα πολιτικά κόμματα, της δεξιάς και της αριστεράς. Όχι μόνο σ’ αυτά, αλλά και στην Εκκλησία, η οποία βρισκόταν στο απυρόβλητο. Οι αρχές αυτές ήταν αδύνατο να γίνουν δεκτές από οποιονδήποτε επενδυτή. Γι’ αυτό έγινα εργοδότης του εαυτού μου. Οι σατιρικές εκπομπές μου στο ραδιόφωνο του “9.37” με έκαναν δημοφιλή. Ο σταθμός κατέγραφε στις έρευνες σταθερά 52% ακροαματικότητα σε όλη την Δυτική Ελλάδα. Όταν οι εκπομπές μου σταμάτησαν, η ακροαματικότητα έπεσε στο 8%. Χωρίς αυτή την δημοφιλία δεν θα πετύχαινε ο “Αραμπάς”. Όταν έβγαλα το πρώτο φύλλο, τον Αύγουστο του 1991, έγινε σεισμός. Εκδοτική επιτυχία πρώτου μεγέθους. Και ανεπανάληπτη.
Ο «Aραμπάς» για μένα ήταν το τρίτο μου παιδί. Το παιδί που έχασα.
Λ.Τ.: Από τον «Αραμπά» μέχρι την «Αναγγελία», Παντελή, δημιουργείς ένα ραδιόφωνο, το «Ράδιο Αραμπάς» και μια σειρά από λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία όμως έχουν λίγα φύλλα στη διαδρομή τους. Τι είναι εκείνο, θεωρείς, που δεν βοήθησε αυτές τις προσπάθειες να συνεχίσουν και να διατηρηθούν μέχρι τις μέρες μας;
Π.Φ.: Οι συντεχνίες. Όχι μόνο οι κομματικές, αλλά και οι συντεχνίες των λογίων. Δεν στήριξα ποτέ το αφήγημα καμιάς συντεχνίας. Γεγονός που με έφερε απέναντι σε όλες. Χωρίς να έχω σκοπό την σύγκρουσή μου μαζί τους, κατέθετα τον λόγο μου θετικά και με ευγένεια πάντα, όμως στο τέλος της μέρας, αυτό που έκανα, χάλαγε το δικό τους αφήγημα. Κι αυτό δεν μου το συγχώρεσαν ποτέ.
Λ.Τ.: Σ΄ ένα τόσο αδιέξοδα αχαρτογράφητο λογοτεχνικό περιβάλλον, όπως αυτό της Αιτωλοακαρνανίας, υπάρχουν «συντεχνίες λογίων» ικανές για τόσο κακό, Παντελή;
Π.Φ.: Η «διασπορά ψευδών ειδήσεων» δεν εφευρέθηκε από τους δημοσιογράφους, αλλ’ από τους λόγιους. Και από την κομματική νομενκλατούρα που έλεγαν οι παλιοί…
Πριν τρία χρόνια συνάντησα μια γηραιά κυρία, γνωστή συγγραφέα και μιλήσαμε αρκετά. Στο τέλος μου είπε το εξής εκπληκτικό: «Τριάντα χρόνια τώρα ακούω ότι είσαι ψηλομύτης και ακατάδεχτος. Εγώ βλέπω μπροστά μου ένα γλυκό και ευγενέστατο άτομο. Γιατί συνέβη αυτό;». Δεν της εξήγησα γιατί συνέβη. Γέλασα μόνο. Έκτοτε έχω την αγάπη της κι ας με «σνόμπαρε» επί 25 χρόνια.
Λ.Τ.: Το 2000 προχωράς στην έκδοση της Αναγγελίας, ένα εβδομαδιαίο φύλλο που μετράει ήδη 21 χρόνια ζωής και συνεχίζει πια με «καπετάνιο» το μικρό σου γιο, τον Κωνσταντίνο.
Π.Φ.: Ήταν η στροφή μου στον «ρεαλισμό». Η «Αναγγελία» είναι στην ουσία της η συνέχεια του «Αραμπά», χωρίς όμως το σατιρικό στοιχείο. Και, πλέον, χωρίς καν άρθρο γνώμης ή σχόλιο. Χωρίς δηλαδή τα στοιχεία που – στις μέρες μας – ενοχοποιούν εξ ορισμού μια εφημερίδα. Πάντως, χωρίς την θυσία του «Αραμπά» στον βωμό του Κάλχα, η «Αναγγελία» δεν θα μπορούσε να πετύχει. Χρειαζόμουν έναν «εξαγνισμό» τότε για να κάνω νέο ξεκίνημα, αλλιώς έπρεπε να ξαναγίνω σερβιτόρος ή λαϊκατζής. Πέτυχε, επειδή, πρώτον, έκαμα αυτόν τον εξαγνισμό, και, δεύτερον, δημιούργησα έναν οργανισμό με την δυνατότητα να προσαρμόζεται κάθε τόσο τεχνικά – μέσω του πειραματισμού – στα νέα δεδομένα, χωρίς ν’ απεμπολεί τις βασικές αρχές της. Σήμερα η «Αναγγελία» διευθύνεται από τον Κωνσταντίνο και, στην ουσία της, αποτελεί μία πρόταση για τη μελλοντική βιώσιμη μινιμαλιστική Δημοτική εφημερίδα, το μόνο είδος εφημερίδας που δεν κινδυνεύει από τις «καταιγίδες περιβάλλοντος» που διαδέχονται η μία την άλλη.
Λ.Τ.: «Συναντήθηκες» σε αυτή σου την εκδοτική διαδρομή, Παντελή, με τους εκδότες της τοπικής μας δημοσιογραφίας: το Γρηγόρη Σταυρόπουλο, το Γιώργο Αναστασόπουλο, τον Αντρέα και το Νίκο Κανή, τον Αιμίλιο Κουτσονίκα, το Δημήτρη Μπακή, τη Νάντια Σαμαρά… θα ήθελες να μου πεις μια κουβέντα γι αυτούς;
Π.Φ.: Το 1991 ήμουν ο πρώτος που – με τον «Αραμπά» – αμφισβήτησα την δημοσιογραφική ηγεμονία του Σταυρόπουλου, του Κανή, του Αναστασόπουλου και του Κουτσονίκα. Όμως, παρά την διαφορετική Σχολή Σκέψης που εκόμιζα, πήρα το πρώτο φύλλο του “αραμπά” μου παραμάσχαλα και πήγα στο Γραφείο τους αυτοπροσώπως για να καταθέσω τα σέβη μου. Ήθελα με την ενέργειά μου αυτή να τους πω συμβολικά: “Σας σέβομαι, αλλά έχω εδώ την δική μου πρόταση για την πόλη”. Αυτό που έκαμα εγώ απέναντι σ’ εκείνους, σ’ εμένα μετά δεν το έκαμε κανείς. Και μετά τον “Αραμπά” έγιναν τουλάχιστον δώδεκα εφημερίδες στο Αγρίνιο. Ακόμα σήμερα σέβομαι και τιμώ τους τέσσερις αυτούς εκδότες, παρά το γεγονός ότι δεν συναντιόμαστε πουθενά.
Ο Δημήτρης Μπακής έβγαλε την «Εβδομάδα» και, όπως μου είπε πριν την εκδώσει, θα μου «ριχνόταν». + Είχε μια Σχολή Σκέψης εντελώς διαφορετική από την δική μου και την υπηρέτησε. Ήταν ο τρόπος του για να υπάρξει. Και ως τέτοιο, το σέβομαι. Θύμωσα πολλές φορές μαζί του, αλλά δεν του κράτησα κακία. Γι’ αυτό και του συμπαραστάθηκα, όταν χρειάστηκε τον λόγο ενός συναδέλφου στα Δικαστήρια.
Ο Νίκος Κανής είναι φίλος. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ, παρά το γεγονός ότι διαφέρουμε σε πολλά. Μας ενώνει όμως ότι δίνουμε τον ίδιο αγώνα, στην ίδια πόλη.
Η Νάντια Σαμαρά ξεκίνησε την «Συνείδηση», τον ίδιο καιρό που ξεκινούσα εγώ την «Αναγγελία». Ζήτησε την βοήθειά μου και την είχε. Καθυστέρησα μάλιστα την δική μου έκδοση για να βοηθήσω εκείνη. Για μια νέα γυναίκα το βάρος της εφημερίδας είναι διπλό στους ώμους της. Ότι δεν συνετρίβη από το διπλό αυτό βάρος, αποτελεί επίτευγμα. Αυτό που κατάφερε η Νάντια, έγινε με διπλές θυσίες απ’ όσες είχε κάνει – πριν απ’ αυτήν – ο Γρηγόρης Σταυρόπουλος, όταν ίδρυσε την «Παναιτωλική». Την κατατάσσω στους παραδοσιακούς εκδότες, εκείνους που δεν ξεφεύγουν δηλαδή, από την αυτονόητη γραμμή πλεύσης, όμως αυτό δημιούργησε μοιραία μια απόσταση μεταξύ μας, αν και ήμασταν φίλοι. Νομίζω ότι ήθελε να με καταλάβει, μπορεί και να με κατάλαβε, προτίμησε ωστόσο την δοκιμασμένη συνταγή – και καλά έκαμε – γιατί αυτήν μπορούσε να υπηρετήσει. Αυτό εγώ το λέω «προσωπικό ρεαλισμό», ενίοτε δε και αυτογνωσία, και το εκτιμώ, ακόμα και αν τοποθετούμαι απέναντι.
Η συμπαθέστερη φυσιογνωμία της μικρής μας κοινότητας όμως είναι ο Θοδωρής. Ένας σιωπηλός αγωνιστής που – δεκαετίες τώρα – δεν έκαμε ποτέ «ωχ» και δεν τα χάλασε ποτέ με κανέναν. Απίστευτο κατόρθωμα! Ο Θοδωρής Σβέρκας είναι το «φιλαράκι» όλων. Αν τον προσβάλει κανείς μπροστά μου, μπορώ να παίξω ξύλο ακόμα και με παλαιστή… Θέλω πάντα να μαθαίνω ότι περνάει καλά έχοντας τις δύο πολύτιμες γυναίκες της ζωής του στο πλευρό του.
Λ.Τ.: Δημοσιογραφία, ποίηση παραμύθι, χρονογραφία. Τι είναι αυτό, θεωρείς, που χαρακτηρίζει πιο πολύ τη δική σου ταυτότητα;
Π.Φ.: Ποίηση, παραμύθι και χρονογράφημα είναι η δική μου Αγία Τριάδα, επειδή αυτά τα τρία είδη του λόγου έχουν έναν κοινό παρανομαστή: Τον ποιητικό κώδικα που μεταχειρίζονται για να υπάρξουν. Δεν είπα ποτέ ότι είμαι ποιητής, γιατί ο ποιητής είναι υψηλή έννοια, δεν την κατέχω! Επειδή όμως γράφω ποιήματα, θεωρώ τον εαυτό μου ποιηματογράφο. Ούτε είπα ποτέ πως είμαι παραμυθάς. Ο παραμυθάς ήταν για αιώνες ιερός παρηγορητής του λαού, ένας λαϊκός ιερέας, και στις δικές μας μέρες εξέλιπε. Εγώ δεν γνωρίζω εν ζωή ούτε έναν. Επειδή όμως γράφω παραμύθια, θεωρώ τον εαυτό μου παραμυθογράφο. Χρονογράφος ναι. Το έχω πει. Το έλεγα, για ν’ αποφεύγω να πω τ’ άλλα δύο, και για να λέω κάτι που με αφορά, χωρίς να λέω ψέματα. Οι πολλοί με ξέρουν ως δημοσιογράφο, αλλά δεν είμαι δημοσιογράφος. Είμαι συγγραφέας. Από την Έκτη Τάξη του Δημοτικού που άρχισα να γράφω. Άσκησα την δημοσιογραφία τριάντα χρόνια. Νομίζω ότι την άσκησα καλά, γιατί την άσκησα με την ίδια συνέπεια που δούλεψα εργάτης στο εργοστάσιο ή σερβιτόρος ή λαϊκατζής: Για το μεροκάματο.
Λ.Τ.: Η σχέση σου με το πολιτικό σύστημα της περιοχής ποια είναι;
Π.Φ.: Ψυχρή κι απόμακρη. Ποτέ δεν ήταν ζεστή. Ακόμα και με το ΠΑΣΟΚ στα διάφορα κλιμάκια του οποίου υπηρετούσαν πολλοί παλιοί και νέοι φίλοι μου ως στελέχη. Κάποιοι επιχείρησαν κατά καιρούς να με κάνουν «του χεριού τους», χρειάζονταν την πένα μου, δεν την έδωσα όμως ποτέ. Μετά από τόσα χρόνια μπορώ να πω όμως ότι η σχέση αυτή είναι σεβαστική. Από τότε που «το χώνεψαν» ότι είμαι αυτός που είμαι, το παιγνίδι τελείωσε. Να σημειώσω όμως κάτι που θα φανεί περίεργο: Οι της Νέας Δημοκρατίας, το πήραν απόφαση από την αρχή ότι δεν είμαι δικός του και μ’ άφησαν στην ησυχία μου. Ούτε μ’ ευνόησαν ποτέ, ούτε με πείραξαν. Με αγνοούσαν και με αγνοούν, αλλά δε μου βάζουν τρικλοποδιές. Αντιθέτως, οι δυνάμεις του «Δημοκρατικού τόξου» που με θεωρούσαν δικό τους, μου έδωσαν και κατάλαβα. Όλες οι μαχαιριές στα πλευρά μου ήρθαν από τα κόμματα που αυτοαποκαλούνται προοδευτικά.
Λ.Τ.: θα σου δώσω μερικές λέξεις, Παντελή, και θέλω μερικές σύντομες απαντήσεις σ’ αυτές: Αγρινιώτης ή Μυρτιώτης;
Π.Φ.: Είμαι Αιτωλός, αλλά δεν είμαι Αγρινιώτης. Είμαι αυτοεξόριστος Μυρτιώτης στο Αγρίνιο. Το Αγρίνιο ήταν επιλογή μου, όταν αποφάσισα να δημιουργήσω κάτι χειροπιαστό. Είχα από την αρχή μια φιλοσοφική θεωρία για την δημοσιογραφία και χρειαζόμουν μια πόλη έξω από τα σύνορα του Αθηναϊκού κράτους για να τη βάλω σ’ εφαρμογή. Γι’ αυτό άλλωστε έφυγα κι από την Αθήνα. Κι αφού το Αγρίνιο ήταν επιλογή ζωής, δεν πόνεσα ποτέ, όσες φορές κι αν χώθηκε το μαχαίρι στα πλευρά μου.
Αγαπώ το Αγρίνιο. Στην Κλινική Παπαγιάννη, απέναντι από τις Καπναποθήκες Παπαστράτου, γεννήθηκα το 1955. Είναι το σημείο που όρισαν για μένα οι Τρεις Μοίρες. Όταν έκλεισα τον «Αραμπά», το 1998, ήθελα να φύγω μακριά. Πήγα στην Αθήνα. Υπήρχε μια ευκαιρία. Κοιμήθηκα το βράδυ στο σπίτι της αδερφής μου με την απόφαση να ψάξουμε την επόμενη μέρα για σπίτι. Ξύπνησα με την απόφαση να μην… Εκείνη την απόφαση ζωής δεν την πήρε το μυαλό, αλλά η ψυχή, μέσα στα όνειρα εκείνης της νύχτας.
Η Βάσω κατάλαβε. Είδε το μάτι μου. Χωρίς να πει λέξη, μάζεψε τις βαλίτσες και, αντί να πάμε για να ενοικιάσουμε σπίτι, πήγαμε στο ΚΤΕΛ. Γυρίσαμε στο Αγρίνιο, χωρίς να πούμε λέξη σε όλη την διαδρομή. Όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο, ήθελα να γονατίσω και να φιλήσω το χώμα της πόλης. Δεν το έκαμα μη με περάσουν για τρελό, όσοι θα μ’ έβλεπαν.
Λ.Τ.: Σύστημα;
Π.Φ.: Δε με σήκωνε το σύστημα, δεν ήταν όμως λόγος αυτός για να μπήξω τα κλάματα. Σκέφτηκα απλά να φτιάξω ένα δικό μου, ένα μικροσύστημα. Είναι ο μόνος λόγος που έγινα εργοδότης του εαυτού μου: Για να γράφω ελεύθερα χωρίς να μου τραβάει κανείς το αυτί.
Λ.Τ.: Σύγκρουση;
Π.Φ.: Η σύγκρουση δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός για μένα. Αγαπώ τους ανθρώπους, αγαπώ τους φίλους, αγαπώ τη ζωή. Συγκρούστηκα όμως με όλους και με όλα, επειδή εννοούσα να πω οπωσδήποτε αυτό που είχα στο νου μου. Αγόγγυστα πλήρωσα το τίμημα των συγκρούσεών μου, κι ήταν βαρύ, αλλά δεν κλάφτηκα ποτέ σε κανέναν, για τίποτα.
Λ.Τ.: Κόμματα;
Π.Φ.: Έγινα μέλος του ΚΚΕ το 1975. Στην διάρκεια της πρώτης απεργίας της μεταπολίτευσης που είχα οργανώσει, στα 20 μου, στο εργοστάσιο της Perfil, στο Μοσχάτο. Όταν αποστασιοποιήθηκα από το ΚΚΕ, θεωρούσα έντιμο για μένα να ΜΗΝ γίνω μέλος άλλου κόμματος και δεν έγινα.
Πολιτικά, κινούμαι στο κέντρο, γιατί σιχαίνομαι τις ακρότητες τόσο των μεν, όσο και των δε. Είμαι ακραιφνής Δημοκράτης. Αλλά το πολιτικό κέντρο που φρονώ, δεν εκφράζεται στη Βουλή. Αν ποτέ εκφραστεί, αν εκφραστεί χωρίς δεξιά ή αριστερά δεκανίκια, ακόμα κι αν εκφραστεί εκτός Βουλής, θα γίνω μέλος
Λ.Τ.: Δόγμα;
Π.Φ.: Άσκησα ολομέτωπη κριτική στην Εκκλησία, γνωρίζοντας ότι ελάχιστοι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα το τόλμησαν. Όλοι την αφήνουν απέξω, αλλά είναι η δύναμη που (πολιτικά) διαποτίζει τα πάντα. Δεν πείραξα όμως ποτέ παπά. Εμένα μ’ ενδιαφέρει μόνο η φυλακή του νου. Τα κάγκελα αυτής της φυλακής λιμαρίζω νυχθημερόν. Οι δεσμοφύλακες ζουν στην ίδια φυλακή μ’ εμένα, επομένως είναι φίλοι μου. Δεν ανήκω σε κανένα πολιτικό ή θρησκευτικό δόγμα, σε καμία κοσμοθεωρία, δεξιά ή αριστερή.
Δεν είμαι όμως “φλου”. Είμαι ερευνητής και χρησιμοποιώ ως μέθοδο σκέψης την Ελληνική φιλοσοφία. Ψάχνοντας την δική μου αφετηρία για ένα στέρεο άρθρο που ήθελα για την εφημερίδα μου, μελέτησα σε βάθος και τις δύο κοσμοθεωρίες που υπάρχουν, τον κομμουνισμό και τον χριστιανισμό. Ανακάλυψα αναποφεύκτως κάτι που υπερέβαινε και τις δύο: Την Ελληνική Φιλοσοφία. Έμεινα έκπληκτος από την έκταση του σφετερισμού που είχαν διαπράξει και οι δύο αυτές κοσμοθεωρίες σε βάρος του Ελληνισμού. Ο μεν κομμουνισμός οικειοποιούταν την διαλεκτική και την Δημοκρατία, ο δε χριστιανισμός την ηθική.
Λ.Τ.: Κριτική
Π.Φ.: Άσκησα κριτική σε όλα τα πολιτικά κόμματα, τα τοπικά στελέχη των οποίων είναι όλα τσαντισμένα μαζί μου, γιατί χάλασα πολλές φορές το κομματικό τους αφήγημα. Δημοσιογραφική κριτική άσκησα και σε όλα τα πολιτικά πρόσωπα του τόπου, πλην ενός, γιατί – από τύχη – βρέθηκε στο προσωπικό μου απυρόβλητο, αλλά κανείς – εξ αιτίας αυτού – δε μπορεί να με κατηγορήσει για μεροληψία.
Στην κριτική του ο δημοσιογράφος ξεκινάει το άρθρο του από την στενή ή την ευρεία κομματική οπτική του. Εγώ είχα αποφασίσει από την αρχή να σταθώ απέναντι σε όλα τα κόμματα, της δεξιάς και της αριστεράς. Με ποια οπτική όμως θα έκανα την αρθρογραφία μου στην εφημερίδα, χωρίς να βρεθώ μετέωρος; Είχα ορατό πρόβλημα, διότι, απορρίπτοντας την κομματική οπτική, έμεναν μόνο οι δύο κοσμοθεωρίες: Ο κομμουνισμός και ο χριστιανισμός. Μεθοδολογικά μιλώντας, έπρεπε να ξεκινάω από την ηθική του ενός ή του άλλου.
Η υπέρβαση των δύο κοσμοθεωριών που έκαμα και η εφαρμογή της στην πράξη μ’ έφερε αντιμέτωπο με όλα τα πολιτικά κόμματα, όσο και με το ιερατείο. Είναι η πιο ακραία συνθήκη επιβίωσης για τον δημοσιογράφο, μία κατάψυξη, ένας Βόρειος Πόλος. Κατέκτησα όμως έτσι ελευθερία πνεύματος και γι’ αυτό νιώθω ευτυχής.
Λ.Τ.: Δημοκρατία;
Π.Φ.: Δημοκρατία σήμερα υπάρχει μόνο κατ’ όνομα. Εκτός από την τυπική διαδικασία των εκλογών, δεν έμεινε τίποτε άλλο για να θυμίζει την ουσία της. Αλλά και οι εκλογές διεξάγονται με χειραγώγηση της μάζας ή, για να κυριολεκτούμε, χειραγώγηση αλληλοσυγκρουόμενων «ποδοσφαιρικών ομάδων» της μάζας. Αυτό δεν είναι Δημοκρατία. Στον δικό μου κώδικα η Δημοκρατία έχει άλλο περιεχόμενο. Για να είμαι σύντομος, θα πω τούτο: Τ’ αρχηγικά κόμματα έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο. Χρειαζόμαστε ένα Κίνημα που δεν θα γίνει από έναν αρχηγό, αλλά από μια Ομάδα Πολιτών που, όταν έρθει η ώρα, θα εκλέξουν τον καλύτερο ανάμεσά τους για αρχηγό. Αυτό είναι το ένα. Το αμέσως επόμενο θέμα είναι ο Τύπος. Δε νοείται Δημοκρατία χωρίς Τύπο. Από το 2005 έχω γράψει εκτενές άρθρο και λέω ότι η ιδιοκτησία των Μέσων Ενημέρωσης πρέπει να φύγει διά νόμου από τους «επενδυτές» και να πάει σε Ανώνυμες Εταιρείες των Αναγνωστών. Μόνο έτσι θ’ ανθίσει πάλι η δημοσιογραφία. Όταν η ενημέρωση (βάσει κανόνων) περάσει στα χέρια (όχι του λαού, γενικώς και αορίστως, αλλά συγκεκριμένα) των αναγνωστών της εφημερίδας ή των θεατών ενός τηλεοπτικού Σταθμού. Τότε θ’ αρχίσουμε πάλι να μιλάμε για Δημοκρατία. Μέχρι τότε θα καταβροχθίζει ο ένας τον άλλο και άκρη δεν θα βγαίνει…
Λ.Τ.: Εδώ τελειώνει αυτή η κουβέντα.
Με τον Παντελή θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες, επιλέγουμε όμως να βάλουμε μια άνω τελεία και να πάμε παρακάτω, αφού έτσι κι αλλιώς θα ανταμώσουμε ξανά και θα πούμε ακόμα περισσότερα. Αν θέλετε όμως να γνωρίσετε καλύτερα αυτόν ασταμάτητο γραφιά αυτής της πόλης, μπορείτε να επισκεφθείτε τον παρακάτω προσωπικό του ιστότοπο, όπου υπάρχει ψηφιοποιημένο ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του, κάνοντας κλικ πάνω στο όνομα του: Παντολέων
Λευτέρης Τηλιγάδας
«Αgrinio365» Media Group | Antenna-Star.gr – AgrinioTimes.gr
Σχετικά Άρθρα
Ο Λίνος Μπλέτσας στον Antenna Star 103.5: «Στρατηγικές νίκες προς όφελος των πολιτών»
Ο Γιώργος Ξενάκης στον Antenna Star 103.5: «Κυνηγούν τον Κασσελάκη επειδή δεν μπορούν να τον ελέγξουν»
Αγρίνιο – Νέα Αριστερά: Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος εισηγητής στη Συνδιάσκεψη της Νομαρχιακής