Προχθές με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού & Αθλητισμού κ. Μενδώνη, εγκρίθηκε η εκτέλεση των εργασιών του έργου: «Συντήρηση και επισκευή του υφιστάμενου ξύλινου «νάρθηκα» της παραποτάμιας πύλης του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Παλαιομάνινας. (Δείτε ΕΔΩ). Ήταν ένας ξύλινος «νάρθηκας», ο οποίος τοποθετήθηκε…προσωρινά πριν από 23 χρόνια το 1997 και συγκρατούσε όχι μόνο την πύλη αλλά και μία σειρά από πύργους, πύλες πυλίδες ενός τείχους που κινδύνευε να καταρρεύσει σαν ντόμινο, μετατρέποντας ολόκληρη την πλαγιά πάνω στην οποία εκτείνονταν σε ένα αρχαιολογικό νεκροταφείο!
«..Η μεγάλη πόρτα που είχαν κατασκευάσει ήταν απλώς για τα μάτια: δεν μπορούσαν να μπουν στο οχυρό τους ούτε με αμάξια ούτε με τα ζώα, αν κουβαλούσαν πράγματα. Ένας έφιππος ήταν αναγκασμένος να κατέβει στο έδαφος. Όλα θυσιάζονταν για την ασφάλεια του χώρου, που μοιάζει μάλλον να ήταν για να μπορεί να αμυνθεί κανείς παρά για να χρησιμοποιηθεί για την επιβίωσή του. Αναρωτιέται μάλιστα κανείς πώς μπορούσαν, σε μια επείγουσα στιγμή, να βάλουν μέσα τις σοδιές τους, τα κοπάδια τους και τα εργαλεία τους…» (L. Heuze, Γάλλος αρχαιολόγος. Φωτογραφία του νάρθηκα της πύλης: Διονυσία Κατσίγιαννου)
Υπάρχουν αντιγνωμίες για το αρχαίο όνομα και την ιστορία της περιοχής της Παλαιομάνινας και τελικά φαίνεται πως η απάντηση θα δοθεί μόνο από την αρχαιολογική σκαπάνη. Ο L. Heuzeuy στο βιβλίο του “Le mont Olympe et l’ Acarnanie’ (1860) θεωρεί πιο πιθανή την ονομασία Αρχαία Οιναία, επειδή ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι μεταξύ της περιοχής της αρχαίας Στράτου και της θάλασσας υπήρχε ένα φρούριο με το όνομα αυτό. Ο W.M.Leake κάνει μνεία στο βιβλίο του “Travels in the Morea” στην πόλη Ερυσίχη (η Ερυσίχη ήταν τοπική ηρωίδα κόρη του Αχελώου) καθώς επίσης και στην ακαρνανική σημαντική αρχαία πόλη Μητρόπολη. Η Μητρόπολη αναφέρεται ως σημαντική ακαρνανική πόλη, με ακρόπολη, κοντά στον Αχελώο ποταμό, την οποία κατέλαβε και κατέστεψε ο Φίλιππος ο Ε΄της Μακεδονίας (238 – 179 π.Χ.) μετά την αρχαία πόλη των Φοιτιών και Στράτου στην προσπάθειά του να αποδυναμώσει την Αιτωλική Συμπολιτεία.
Στην Ιλιάδα η περιοχή της Ακαρνανίας εμφανίζεται να κατέχεται στο μεγαλύτερο τμήμα της από το βασίλειο των Επειών. Αντίθετα στην Οδύσσεια, μέρος της Ακαρνανίας εμφανίζεται να κατοικείται από Κεφαλλήνες και να ανήκει στο βασίλειο του Οδυσσέα. Η σημερινή έρευνα θεωρεί πολύ πιθανόν ότι η παράδοση για την φυγή του Ακαρνάνα από την ΒΑ Πελοπόννησο και την εγκατάστασή του στην Ακαρνανία δημιουργήθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. την εποχή του αποικισμού, οπότε οι Κορίνθιοι ίδρυσαν στην δυτική Ακαρνανία αποικίες και ζητούσαν ένα μυθολογικό υπόστρωμα για να στηρίξουν την επεκτατική τους πολιτική (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα). Πάντως μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής (1150/1100 π.Χ.) οι Ακαρνάνες είναι άγνωστοι και η χώρα τους κατοικείται από Κεφαλλήνες.
Πρώτος ο L. Heuze, το 1856, ως μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής, επισκέφτηκε το Παλιόκαστρο της Ρίγανης και δημοσίευσε τα συμπεράσματά του στο βιβλίο “Le Mont Olympe et l’ Acamanie” (1860). Όπως υποστηρίζει ο Γάλλος αρχαιολόγος, «αρκεί να ανοίξουμε τον Πολύβιο, για να πειστούμε ότι αυτά τα ερείπια είναι της αρχαίας Μητρόπολης. Ο Φίλιππος … κατασκήνωσε, σε απόσταση δέκα σταδίων από τη Στράτο, στη δεξιά όχθη του Αχελώου … από κει προχώρησε προς νότο, με σκοπό να περάσει στην Ήλιδα. Τότε κατέστρεψε όλες τις πόλεις που συνάντησε, πάνω στις δύο όχθες του ποταμού, που ανήκαν στους Αιτωλούς, … Βάδισε καταρχάς προς τη Μητρόπολη και την Κωνώπη … αφού κατέστρεψε μερικά την πρώτη, διέσχισε το ποτάμι στα ρηχά με το στρατό του … Ο Πολύβιος αναφέρει ότι με την προσέγγιση των Μακεδόνων, η αιτωλική φρουρά αρκέστηκε να υπερασπίσει την ακρόπολη, αφήνοντας το Φίλιππο να πυρπολήσει την κάτω πόλη … Καταλαβαίνουμε ότι σ’ αυτό το μέρος, μη όντας περιτριγυρισμένο από έναν κανονικό περίβολο, οι Αιτωλοί δεν σκέφτηκαν προς στιγμήν να αμυνθούν εκεί…”.
Την άποψη του L. Heuze, ότι το Παλιόκαστρο της Ρίγανης ταυτίζεται με τη Μητρόπολη, ασπάζονται: ο Ε. Oberhummer (1887), o W. Powell (1904), o K. Ρωμαίος (1918), ο Ε. Μαστροκώστας (1968), ο G. C.affenbach (1957), η Κ. Αξιώτη (1980), ο Γ. Φερεντίνος (1986), ο Ν. Καπώνης (1995) κ.ά., οι οποίοι συνεκδοχικά ταυτίζουν τα ερείπια της Παλαιομάνινας με την αρχαία Σαυρία.
Ο Ε. Kirsten (1941), στηριζόμενος στον Πολύβιο, ο οποίος διαχωρίζει την ακρόπολη από την κάτω πόλη, ταυτίζει την Παλαιομάνινα με την αρχαία Μητρόπολη και το Παλιόκαστρο της Ρίγανης με τη Σαυρία. Με την άποψή του συντάσσονται οι: W. K. Pritchett (1991) και Δ. Στεργίου (1996) κ.ά.
Οι υποθέσεις και των δύο πλευρών στηρίζονται στα τοπογραφικά δεδομένα και κυρίως στη σύντομη αναφορά του Πολυβίου, στα γεγονότα του 219 π.Χ. Όλα αυτά όμως μόνον η ανασκαφική έρευνα και τα in situ ευρήματα θα τα επιβεβαιώσουν ή όχι.
Οι περιηγητές για την περιοχή
Ο Γουλιέλμος Ληκ (W Leake) στο έργο του “Tαξίδια εις την Βόρειο Ελλάδα” γράφει για το ταξίδι του στην Παλαιομάνινα, το οποίο πραγματοποιήθηκε τη 19η Μαρτίου του 1809 με πολυάριθμη ακολουθία από ανθρώπους και υποζύγια.
Αφού γευματίσαμε με κάτι εφόδια που φέραμε απ΄το Μαχαλά, κατά τον τρόπο των κλεφτών, για τους οποίους μας νόμισαν (οι καλόγεροι), κατεβήκαμε μέσα από τα δάση βελανιδιάς μεταξύ των οποίων υπάρχουν και μερικά σιταροχώραφα και λίγα άλογα ανήκοντα στο μοναστήρι και πέσαμε στον κατ΄ ευθεία δρόμο από Σκορτού για Πρόδρομο. Περάσαμε ανάμεσα από μερικά μεγάλα κοπάδια προβάτων που τα φυλάγουν «Βλάχοι Καραγκούνηδες» της Πινδου και φθάσαμε στον Πρόδρομο στις 4.30΄ μμ.
20 Μαρτίου 1809: Απ΄ τον Πρόδρομο ως την «Ποδολοβίτσα» η απόσταση διανύθηκε σε 4 ώρες και 7 λεπτά, με τους Αλβανούς πεζούς. Ξεκινήσαμε στις 9.25 ανεβήκαμε στο διάσελο πίσω του Προδρόμου και σε λιγότερο μισής ώρας φθάσαμε στην κορυφή της βουνοσειράς, που μπροστά μας ξανοίγεται απέραντο δάσος βελανιδιών, ενδιαίτημα Κλεφτών και καραγκούνηδων με τα κοπάδια τους, διασχιζόμενο με στριφογυρίζοντα μονοπάτια , δύσκολα για άλογα και μάλιστα μ΄αποσκευές. Καλείται δάσος της «Μάνινας». Πήρα ένα μονοπάτι προς τα αριστερά του κατ΄ευθείαν δρόμου με σκοπό να βρω πέρασμα για επίσκεψη μερικών αρχαίων ερειπίων στην όχθη του Άσπρου που καλούνται «Παλαιά Μάνη». Στο διάστημα μιας στάσης που κάναμε -απ΄ τις 11.40΄έως τις 12.30΄- να γευματίσουμε σένα πηγάδι καταμεσής του δάσους και σε μικρό ξέφωτο , πέρασαν μερικές οικογένειες καραγκούνηδων. Αποτελούτανε κυρίως από απιδιά και γυναίκες , οι οποίες βαδίζανε στα πλάγια των φορτηγών ζώων φορτωμένων με σκηνές, σιτηρά, κριθάρι και όλα τα σπιτικά χρειώδη. Τα νήπια ήταν σε κούνιες κρεμασμένες στις πλάτες τους, με τα σώματα κυρτά από το βάρος, αλλά το βήμα τους ήταν ταχύ. Έσερναν από ένα άλογο, ή τα σχοινιά από δύο τρία και ταυτόχρονα ήταν απασχολημένες στο γνέσιμο του μαλλιού.
Για την «Αυλόπορτα» και την αρχαία τοποθεσία ο Ληκ γράφει, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:«…Όπως και με τα ερείπια της Στράτου, μια από τις πύλες βρίσκεται πολύ κοντά στον Αχελώο, σε ένα παρακλάδι του ποταμού που διαχωρίζεται από την κυρίως κοίτη. Η πύλη έχει πλάτος 8 ποδών (σημείωση:2,44 μέτρα), αλλά στενεύει όσο πλησιάζει προς την κορυφή. Αποτελείται από δύο αντιδιαμετρικά τοποθετημένους λίθους, τοξωτούς, οι οποίοι δεν εφάπτονται, αλλά καλύπτονται από ένα τετράπλευρο λίθο, μήκους 10 ποδών (3,04 μέτρα), ύψους 3 και 1/4 ποδών (0,99 μέτρα), ενώ το χαμηλότερο σημείο είναι 2 και 1/4 ποδών (0,68 μέτρα)…
Σχεδόν απέναντι από τον πύργο, μια μικρή πύλη οδηγεί στον κεντρικό περιτειχισμένο χώρο της πόλης ή του οχυρού. Η εσωτερική πύλη βρίσκεται σε μια πλαγιά. Οι πέτρινοι λίθοι πάνω από την πύλη προεξέχουν. Ο ένας είναι πάνω από τον άλλο, σαν να σχηματίζουν ανεστραμμένο σκαλοπάτι. Ίσως και να υπάρχει ή να υπήρχε και κάτω σκαλοπάτι επικοινωνίας, το οποίο τώρα να είναι θαμμένο στη γη και στα ερείπια. Οι ντόπιοι ονομάζουν την εξωτερική πύλη “Αυλόπορτα”, γιατί στην πραγματικότητα είναι η είσοδος σε ένα είδος αυλής ή θαλάμου του οχυρού, το οποίο αποτελούσε μια καλή προστασία για την εσωτερική πύλη. Δεν έχω δει αλλού κάποιο παρόμοιο δείγμα αμυντικών έργων…»
«… Από την εσωτερική πύλη, τα δύο τείχη του κεντρικού περιτειχισμένου χώρου ανεβαίνουν σε μια μικρή τετράγωνη ακρόπολη στην κορυφή του λόφου. Το ένα τείχος στα δεξιά ανεβαίνει απ΄ ευθείας, ενώ το αριστερό όχι και τόσο (διαμορφώνει μια καμπύλη). Πάντως, και τα δύο τείχη καμπυλώνουν στην εξωτερική τους πλευρά. Η ακρόπολη έχει έναν εξωτερικό χώρο περιτριγυρισμένο από πύργους…»
«…Τα αρχικά τείχη έχουν σε μερικά σημεία πλάτος 11 ποδών (3,35 μέτρα), αλλά είναι φτιαγμένα στη μέση από χαλίκια (μικρές πέτρες), ενώ εξωτερικά καλύπτονται από κονίαμα. Ανάμεσα στις μεταγενέστερες προσθήκες βρίσκονται τα υπολείμματα ενός πύργου στο χαμηλότερο σημείο της ακρόπολης, από τον οποίο έχουν διασωθεί 10 ή 12 σειρές της κανονικής τειχοποιίας στη μια πλευρά, καθώς και ένα μικρό τμήμα της γειτονικής πλευράς. Εδώ το τείχος αποτελείται από λίθους πάχους όχι περισσότερο των 2,5 – 3 ποδών (0,76 – 0,91 μέτρα). Σε αυτά τα τμήματα της τειχοποιίας, τα οποία έχουν διασωθεί, υπάρχει, στο μέσον περίπου, ένα άνοιγμα, το οποίο προεξέχει μερικά εκατοστά. Μια παρόμοια προεξοχή υπάρχει και στη βάση του τείχους.
Το αμυντικό σύστημα της ακρόπολης στη χαμηλότερη πλευρά προς την πόλη αποτελείται μερικώς από ένα κατακόρυφο σκάψιμο στο βράχο, πάνω στο οποίο έχει χτισθεί ένα τείχος που περιλαμβάνει ακανόνιστους λίθους. Αυτοί εφαρμόζουν ακριβώς, τόσο μεταξύ τους όσο και στο βράχο. Τα ερείπια δεν είναι σε κανένα σημείο πάνω από 8 ή 10 ποδών ψηλά (2,43 – 3,0 μέτρα), εκτός από την “Αυλόπορτα”. Ο εσώκλειστος χώρος είναι τόσο απότομος, ώστε κάποιος εκπλήσσεται με την ιδέα ότι κατοικούνταν κάποτε. Δεν έχουν βρεθεί όμως τα θεμέλιά του.Το μέγιστο μήκος από την ακρόπολη έως την “Αυλόπορτα” είναι 600 υαρδών (548,4 μέτρα)…»
Ο L. Heuze γράφει στο βιβλίο του Le mont Olympe et l’ Acarnanie (Παρίσι 1860) στο κεφάλαιο «Les Valaques en Acarnanie»: «Μέσα στο κανονικό πληθυσμό της Ακαρνανίας υπάρχει ένας αριθμός Βλάχων, οι οποίοι τον χειμώνα διαμένουν-ξεχειμωνιάζουν με τα κοπάδια τους στο δάσος και το καλοκαίρι επιστρέφουν στα βουνά των Αγράφων. Όμως τα εθίματά τους διαφέρουν αυτών των γύρω κατοίκων και αποτελούν αντικείμενο μελέτης. Οι περισσότεροι κατοικούν στην Ήπειρο και Θεσσαλία.
Μια μερίδα αυτών κατοικεί στο Ξηρόμερο, μάλιστα κοντά στον Αχελώο και στο δάσος της Μάνινας. Τους ονομάζουν Καραγκούνηδες από την τουρκική λέξη «καρά=μαύρο και από το ένδυμα «γκούνα» στη βλάχικη γλώσσα) και Αρβανιτόβλαχους, διότι τα παλαιότερα χρόνια κατοικούσαν στην Βόρειο Ήπειρο, ή σημερινή νότια Αλβανία. Υπάρχουν και άλλες νομάδες Βλάχων αυτών, των Σαρακατσανέων, οι οποίοι μιλούν μόνο ελληνικά και διαμένουν στο Βάλτο. Οι Καραγκούνηδες μιλούν τρεις γλώσσες , τη βλάχικη ή Αρωμάνικη, τα ελληνικά και τα αρβανίτικα. Είναι ένας πληθυσμός ο οποίος παλιά ήταν τρίγλωσσος. Οι Καραγούνηδες διαμένουν σε οικισμούς, οι οποίοι αποτελούνται από 50 έως 100 οικογένειες. Καθένας από τους συνοικισμούς σχηματίζουν ανεξάρτητα από τους άλλους μαζί με τα κοπάδια τους μια στάνη. Στην Ακαρνανία υπάρχουν 12 τέτοιες στάνες. Οι δε Βλάχοι-Καραγκούνηδες αριθμούν σ΄αυτή την περιφέρεια σε 800 οικογένειες. Ο βοσκός Καραγκούνης διαμένει όλες τις εποχές έξω (στη φύση), δηλ είναι ξωμάχος, χωρίς κάλυμμα, τον χειμώνα στα χιόνια, το φθινόπωρο στην βροχή και όλην την νύχτα. Η μόνη προστασία του (σά υτές τις καιρικές συνθήκες) είναι μια μάλλινη κάπα, η χλαίνη, η οποία (είναι χειροποίητη) γίνεται από πυκνή ύφανση, την οποία φορούν από την εποχήν του Ομήρου. «αμφί δε χλαίναν εέσσατ’ αλεξάνεμον, μάλα πυκνήν» (Οδυς. ΧΙΩ, 530).
O Εζέ επίσης αναφέρεται και στην «Αυλόπορτα» τα τείχη και την ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Παλαιομάνινας ως εξής:«..Στην άκρη της μύτης, που κατεβαίνει προς τον ποταμό, βρίσκεται η μνημειώδης πύλη που οι χωρικοί την ονομάζουν «Αυλόπορτα» και που αναφέρεται ήδη από τον συνταγματάρχη Ληκ σαν ένα από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της Ελλάδος. Αυτή σχηματίζει, μαζί με τα έργα που συνδέονται μαζί της, ένα είδος εισόδου που θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν πέμπτο οχυρωματικό έργο. Αντί να «κοιτάζει» προς την όχθη του Αχελώου, είναι στραμμένη προς το πλάι και «κοιτάζει» προς το νότο. Μια χοντρή και ακανόνιστη ελληνική κατασκευή, με τεράστιους λίθους, βγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σαν ένας τεράστιος πύργος, μέσα στον οποίο έχουν ανοίξει ένα πέρασμα πλάτους 2,45 μέτρων και βάθους 11,25 μέτρων. Η πόρτα, ύψους 4,35 μέτρων έχει ένα ημικύκλιο σαν τις μικρές πόρτες του Καραβασαρά (σημείωση: Αμφιλοχία) και του Σωροβιγλίου (σημείωση: Στράτος). Δηλαδή, ο θόλος (τόξο) της φαίνεται μόνο με δύο λίθους που πλησιάζουν και που σχηματίζουν ένα ημικύκλιο. Η διευθέτηση αυτή είναι εύκολο να γίνει, όταν είναι μικρή η κλίμακα. Αλλά ο ταξιδιώτης, που θα βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε αυτά τα μνημεία, αφού θα έχει περάσει μέσα από τις βελανιδιές και αναρριχώμενα φυτά, θα εκπλαγεί βλέποντας να στρογγυλεύει πάνω από το κεφάλι του το τόξο μιας μεγάλης πύλης με δύο απλώς λίθους. Παρά τις κολοσσιαίες διαστάσεις των λίθων, που χρησιμοποίησαν, οι εργάτες δεν μπόρεσαν να τις ταιριάξουν: χρειάστηκε, για να κρατηθεί και να ολοκληρωθεί το τόξο, να μπει και ένα πρέκι μήκους τριών μέτρων, το οποίο ακόμα βρίσκεται εκεί. Αναμφίβολα, χρειάζεται στην τοποθέτηση των λίθων και στην ισορροπία μιας σειράς από πέτρες που τοποθετούνται στο χώρο, πολύ περισσότερη επιστήμη και τέχνη απ’ ό,τι σε μια χονδροειδή απομίμηση που καταργεί κάθε κατασκευαστική δυσκολία. Ωστόσο, όταν βλέπουμε το τόξο αυτό που σχηματίζεται από δύο κομμάτια, δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε την, δεν ξέρω και εγώ, δεξιοτεχνία ή την τόλμη, όταν δεν διαθέτεις την τέχνη, που είναι ακριβώς και η τέχνη των πρωτόγονων ή άξεστων λαών. Ο ίδιος ο χονδροειδής χαρακτήρας των υλικών και η αδεξιότητα στην εκτέλεση, οι ακανόνιστες πέτρες, ο κύκλος που είναι άσχημα σχεδιασμένος, προσθέτουν αυτή τη συνολική εντύπωση και ενισχύουν το παράξενο θέαμα.
Κατά τα άλλα, η «Πόρτα» στο Παλαιό-Μάνι, με τα υπόλοιπα έργα που την περιβάλλουν, είναι ίσως λιγότερο παλαιά από τα κυκλώπεια τείχη των οχυρών. Οι Ακαρνάνες, υιοθετώντας τις στρογγυλές αυτές μορφές για τη στρατιωτική τους αρχιτεκτονική, δεν προσέθεσαν πολύ μεγαλύτερη λεπτότητα ή φροντίδα απ’ ό,τι στο παρελθόν: εξακολουθούσαν να έχουν την επιβλητική σταθερότητα, έστω και πιο άγρια και πιο μαζική, των πρώτων χρόνων. Εδώ, όπως και στις πιο μικρές πόρτες του Καραβασαρά, το τόξο, που διακρίνεται μόνο από τα έξω, δεν συνεχίζει στο εσωτερικό της οικοδομής. Το πλατύ πέρασμα, που ακολουθεί την πόρτα, ήταν σκεπασμένο από μια σειρά τεράστιων και ίσων λίθινων τεμαχίων Δύο από αυτά συνεχίζουν και υπάρχουν και σήμερα στη θέση τους. Το δεύτερο είναι μόλις 2,15 μέτρων από το έδαφος, περίπου στο ήμισυ του ύψους του πρώτου: είναι προφανές ότι το πέρασμα κόνταινε απότομα προς το μέσον του.
Όταν έχει περάσει κανείς την πόρτα, βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό οχυρό σε σχήμα ακανόνιστου τετραγώνου, που είναι μάλλον μακρύ, παρά πλατύ. Η μόνη είσοδος από αυτό το είδος της πύλης στο πρώτο οχυρό της πόλης είναι μια μικρή πόρτα πλάτους μόλις 1,40 μέτρων. Καθώς το έδαφος αρχίζει να υψώνεται αρκετά γρήγορα, η πόρτα αυτή υψώνεται και αυτή ακολουθώντας το πάχος του τείχους. Οι τέσσερις ίσοι λίθοι, που την καλύπτουν, σχηματίζουν το καθένα μια μύτη (εξοχή) και είναι βαλμένα σαν τα σκαλοπάτια μιας ανάποδης σκάλας. Ίσως αν έσκαβε κανείς να έβρισκε και στο δάπεδο τέσσερα αντίστοιχα σκαλοπάτια. Να, μια ιδιαίτερα άβολη είσοδος για πόλη: και μόνο με αυτή την ένδειξη μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο απλή και πρωτόγονη ήταν η ζωή των κατοίκων. Έτσι, η μεγάλη πόρτα που είχαν κατασκευάσει ήταν απλώς για τα μάτια: δεν μπορούσαν να μπουν στο οχυρό τους ούτε με αμάξια ούτε με τα ζώα, αν κουβαλούσαν πράγματα. Ένας έφιππος ήταν αναγκασμένος να κατέβει στο έδαφος. Όλα θυσιάζονταν για την ασφάλεια του χώρου, που μοιάζει μάλλον να ήταν για να μπορεί να αμυνθεί κανείς παρά για να χρησιμοποιηθεί για την επιβίωσή του. Αναρωτιέται μάλιστα κανείς πώς μπορούσαν, σε μια επείγουσα στιγμή, να βάλουν μέσα τις σοδιές τους, τα κοπάδια τους και τα εργαλεία τους…»
«..Η ακρόπολη σχηματίζει πάνω στο οροπέδιο, που κοσμεί από μακριά τις όχθες του Αχελώου, ένα ακανόνιστο τετράγωνο με πύργους στην άκρη του. Πίσω από την ακρόπολη και στο ίδιο επίπεδο, ένα γκρεμισμένο τείχος περιβάλλει έναν ολόκληρο χώρο, όπου βρίσκει κανείς εδώ και εκεί ίχνη αρχαίων σπιτιών. Τέλος, το κύριο οχυρό, που μετράει για δύο, γιατί χωρίζεται με ένα παχύ εσωτερικό τείχος, κατεβαίνει το βουνό σε ένα έδαφος γεμάτο δέντρα και βράχους. Η γενική του μορφή μοιάζει με γωνία ή με τρίγωνο, του οποίου η βάση στηρίζεται στα βουνά και που επεκτείνεται με μια μακριά μύτη έως την ίδια την όχθη του ποταμού. Το διπλό αυτό τείχος, μάλιστα, μοιάζει πολύ παλαιό και είναι εντυπωσιακό, εξαιτίας της μοναδικής του διευθέτησης, με τους τεράστιους λίθους που το αποτελούν, το πάχος των τειχών του, την αμυντική αξία τους, που εντοπίζεται αποκλειστικά στην ιδιομορφία των γραμμών του, τη σκληρότητα του εδάφους, που δεν ισοπεδώθηκε και που ποτέ δεν μπόρεσε να φιλοξενήσει παρά φτωχικά καλύβια. Ένας πληθυσμός άγριος και πολεμοχαρής άφησε τα σημάδια του σε αυτές τις κατασκευές, που μοιάζουν να έχουν γίνει αποκλειστικά για να κρατήσουν μακριά τον εχθρό, χωρίς να νοιάζεται για τη διευκόλυνσή του…»
Ο Γκούσταβ Βάιγκαντ (Gustav Weigand) στο βιβλίο του Die Aromunen (Οι Αρωμούνοι) το 1894 περιγράφει το ταξίδι στην Παλαιομάνινα στο κεφάλαιο «Ochtu, Katsaros, Kutsobina und Rückkehr» (Όχθια, Κατσαρός, Κουτσομπίνα και επιστροφή):
Αργότερα πήγαμε με οδηγό τον Γιάνγκα, ο οποίος μας είχε φιλοξενήσει, στο πεδινό χωριό Όχθια, το οποίο βρίσκεται νότια του Σουροβίλι (Στράτος) και απέχει μια ώρα . Το χωρίο Όχθια έχει 70 οικογένειες και ανήκει στον τσέλιγκα Νίκο Πάγκιο, όπου μας καλωσορίσαμε φιλικά και μας φιλοξενήσανε με αρνί ψητό.. Μετά το φαγητό πήραμε πάλι τον δρόμο για το επόμενο χωριό, αφού περάσαμε ένα ρυάκι και ένα Μύλο, οδοιπορήσαμε μέσα από καπνοχώραφα , περάσαμε μια απόσταση πυκνού δάσους, με χιλιάδες πεσμένα και κομμένα δένδρα, περάσαμε στα δεξιά μας την μικρή λίμνη Λιγουβίτσα (Οζερός) και ανηφορίζοντας φθάσαμε μετά από μιάμιση ώρα από τα Όχθια στο χωριό Κατσαρός (Γουριώτισσα), το οποίο φέρει το όνομα του Τσέλιγκα.
Συγκεντώθηκαν πολλοί άνδρες, οι οποίοι πληροφορήθηκαν την παρουσία μας στο χωριό , περισσότερο από περιέργεια να μάθουν, ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι. Μιλούσα μόνο ελληνικά μαζί τους και με το συνοδό μου Εφραίμ αλβανικά, τα οποία τα νόμισαν για φράγκικα. ¨Έτσι διασκέδαζα κάπως, ακούγοντας να μιλάνε στην γλώσσα τους για μένα, χωρίς να ξέρουν αυτοί ‘ότι, εγώ καταλαβαίνω τα περιφρονητικά αρουμάνικα (βλάχικα). Κάποιοι με νόμιζαν για υπάλληλο για το υπό κατασκευή σιδηρόδρομο, άλλοι για την κατασκευή ενός δρόμου, άλλοι πάλι με περνούσαν γιοα φοροεισπράκτορα. Την στιγμή αυτή ήλθε ο Τσέλιγκας , τον οποίο χαιρέτισα στα αρουμάνικα (βλάχικα) και του έδωσα τους χαιρετισμούς από το Σουροβίλι και τα Όχθια και το παρακάλεσα για διανυκτέρευση. Οι φωνασκούντες του χωριού εξαφανίστηκαν αμέσως και παρέμειναν μόνο αυτοί οι οποίοι με υπεράσπιζαν φιλικά. Το χωρίο Κατσαρός αριθμεί 90 οικογένειες, μια μιση ώρα δυτικά από αυτό βρίσκεται το χωριό Μπούσα (Μπούτζα) με 50 οικογένειες και μισή ώρα πιο πέρα το χωριό Νούσας (Νουσέϊκα) με 30 οικογένειες (και τα δύο χωριά δεν υπάρχουν σήμερα). Επειδή σε κείνα τα χωριά δεν είναι να πληροφορηθώ κάτι νεότερο , τράβηξα την επομένη μέρα το πρωί για την Κουτσομπίνα (Παλαιομάνινα). Φθάσαμε στην Κουτσομπίνα μετά από μιάμιση ώρα. Η Κουτσομπίνα είναι το μεγαλύτερο από τα χωριά και αριθμεί 150 οικογένειες.
Φέρει και το όνομα Μάνινα και από το όνομα του χωριού ονομάζεται έτσι όλη η περιοχή, έκπληξη είναι, ότι εδώ δεν είναι αρχηγός της κοινότητας ένας άνδρας αλλά μια χήρα γυναίκα του Τσέλιγκα, η οποία θα έχει την αρχηγία του χωριού έως ενηλικιωθεί ο γιός της. Στα βόρεια της περιοχής θα ήταν μια τέτοια περίπτωση αδύνατον, αφού τη θέση του αποθανόντος τσέλιγκα την παίρνει ο επόμενος συγγενής, μέχρι που η ενηλικίωση του γιου (του Τσέλιγκα) γίνει αποδεκτή από την κοινότητα. Στους Βλάχους-Αρωμάνους βοσκούς η θέση της γυναίκας είναι αποτασσόμενη. Ακόμη και στην Μάνινα τα έθιμα των γύρω μη βλάχικων χωριών ασκού λιγοστή επίδραση, τουλάχιστον ότι εδώ τα κορίτσια δεν πρέπει να είναι τόσο απομονωμένα όπως αλλού συνηθίζεται. Οι άνδρες κάθονται στα καφενεία το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ οι γυναίκες κάνουν δουλειές, μάλιστα είδα γυναίκες να μαζεύουν και να κόβουν ξύλα. Μια ώρα δυτικά του χωριού Κουτσομπίνα βρίσκεται το χωρίο Γάκια Πίπα (Παππά) με 54 σπίτια, τα οποία ανήκουν στο γαμπρό της χήρας του Τσέλιγκα».
Ολόκληρη η Αιτωλοακαρνανία, όπως έχει γραφτεί από πολλούς, είναι ένα τεράστιο αρχαιολογικό πάρκο· ο παράδεισος των αρχαιολόγων θα μπορούσε να πει κανείς, αν φυσικά δεν υπήρχαν οι αρχαιοκάπηλοι.
Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας
Πηγές :http://paleomanina.blogspot.com/, https://ellas2.wordpress.com/ Γ. Π. Μπαμπάνης Ανασκαφή
Η φωτογραφία του εξωφύλλου της ανάρτησης: Αεροφωτογραφία της απέραντης Αρχαίας Μητρόπολης
που διακρίνεται η άνω και κάτω ακρόπολη, το εσωτερικό της αρχαίας πόλης.
και το χωριό της Παλαιομάνινας (Αρχείο Βασίλης Λαμπρινουδάκης)
«Agrinio 365» Media Group | Antenna-Star.gr, AgrinioTimes.gr
Σχετικά Άρθρα
Βόνιτσα: Κλοπή καμπάνας
Άγρια Άλογα στην Ορεινή Ναυπακτία!
Πιτσιναίικα: Έκοβε ξύλα και… πέθανε