«Η Σωτηρία Μπέλλου είναι για την Ελλάδα ό,τι και η Μπίλι Χόλιντεϊ για την Αμερική. Αλλά η Ελλάδα τρέφει για την Μπέλλου μεγαλύτερο σεβασμό από ό,τι η Αμερική για τη Χόλιντεϊ», έγραψε τον Οκτώβριο του 2015 η Κάθλιν Ντίξον, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ντακότα. Η μουσική που άκουγε σε ταξί και ταβέρνες μιλούσε στην καρδιά της πριν μάθει τις πρώτες ελληνικές λέξεις. «Εμοιαζε με μια ηθοποιό μεθόδου πάνω στη σκηνή: πνιγόταν η ίδια στον καημό της ιστορίας που αφηγούνταν με το τραγούδι της. Η Μπέλλου έμπαινε τόσο βαθιά στον κόσμο του ρεμπέτικου, ώστε δεν ήταν πλέον γυναίκα την ώρα που τραγουδούσε – ούτε και άντρας. Για αυτόν τον λόγο, είναι δύσκολο να αποφασίσεις πώς θα την αποκαλέσεις, ρεμπέτη ή ρεμπέτισσα;»
- Η ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία της Κάθλιν Ντίξον επικεντρώνονται στη γλώσσα, στο φύλο και στις πολιτισμικές σπουδές. Ομως, μεγαλώνοντας, «με ελκύουν όλο και περισσότερο εκείνα τα πράγματα που μιλούν στην καρδιά μου. Για αυτόν τον λόγο η έρευνά μου αυτόν τον καιρό επικεντρώνεται στη Σωτηρία Μπέλλου». Είναι ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις της Ντίξον στο σημείωμα της, ένα νέο στοιχείο στην επανέκδοση της βιογραφίας «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» (εκδ. Αγγελάκη) που έγραψε η συγγραφέας και δημοσιογράφος Σοφία Αδαμίδου.
Η Αδαμίδου, που έζησε από κοντά την αντισυμβατική τραγουδίστρια και έλαβε την έγκρισή της για το βιβλίο, φωτίζει σε 400 σελίδες τη ψυχοσύνθεση της σπουδαίας ρεμπέτισσας. Μέσα από διηγήσεις της ίδιας πριν φύγει από τη ζωή, ανθρώπων που τη γνώρισαν, άλλων που είδαν από κοντά τις ρωγμές και τα πάθη της. Μια έκδοση που συμπληρώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα, σημειώματα της Μπέλλου κ.ά. Φέτος τον Αύγουστο συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή της και 24 από τον θάνατό της, όμως πόσοι γνωρίζουν ποια ήταν τελικά αυτή η γυναίκα;
Αντισυμβατική, εκρηκτική, ανυπότακτη, παθιασμένη, οξύθυμη, αθυρόστομη, ελεύθερη, είναι χαρακτηρισμοί που ακολουθούν και μετά τον θάνατό της τη Σωτηρία Μπέλλου. Φωνή ατσαλένια, σφράγισε το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το έντεχνο τραγούδι. Μια τραγουδίστρια που οι 20άρηδες μαθαίνουν μέσω του YouTube, ενώ τα τραγούδια της συνεχίζουν να στηρίζουν εκπομπές και προγράμματα. Το θεατρικό κοινό την ανακάλυψε μέσα από τρία ανεβάσματα (Λήδα Πρωτοψάλτη, Ντίνα Κώνστα, Εφη Σταμούλη) του θεατρικού έργου της Σ. Αδαμίδου «Σωτηρία με λένε».
Επαναστατική φύση από μικρή στη Χαλκίδα, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, στάλθηκε να μεγαλώσει με τον παππού της. Με τον παπα-Σωτήρη έζησε μέχρι τα επτά της, γι’ αυτό και αγαπούσε τους εκκλησιαστικούς ύμνους και πίστευε πολύ, αν και αριστερή στις πεποιθήσεις. Στα 13 της ξεμυαλίστηκε με το τραγούδι σαν είδε τη Σοφία Βέμπο στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Ομως ήταν αγύριστο κεφάλι. Οσο ξύλο και αν έφαγε από τη μητέρα της, το τραγούδι δεν το απαρνιόταν. Στα 17 της παντρεύτηκε έναν ελεγκτή λεωφορείων που την έδερνε και την απατούσε. Μια κλωτσιά στην κοιλιά ενώ ήταν έγκυος και η αποβολή που ακολούθησε, την έκανε να τον εκδικηθεί με βιτριόλι. Εκτοτε ο χαρακτηρισμός «βιτριολίστρια» την ακολουθούσε για χρόνια.
Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση, αλλά αποφυλακίστηκε στους έξι μήνες επειδή ήταν ανήλικη. Ομως η συντηρητική κοινωνία της Χαλκίδας δεν ήταν έτοιμη να τη δεχτεί. Ο φόβος της μητέρας της μη γίνει τραγουδίστρια και κομμουνίστρια έγινε πραγματικότητα. Στην Αθήνα έκανε διάφορες δουλειές, πούλαγε τσιγάρα, έπλενε πιάτα, κοιμόταν σε βαγόνια τρένου, οργανώθηκε στο ΕΑΜ, βασανίστηκε στα κρατητήρια της Μέρλιν. Σε ένα ταβερνάκι στα Εξάρχεια την άκουσε ο Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη. Ετσι ξεκίνησε η καριέρα της το 1947, όταν γραμμοφώνησε το «Παιδί που είχες φίλο» και το «Οταν πίνεις στην ταβέρνα». Δεν ήταν εύκολο να σταθεί σε μια ανδροκρατούμενη περιοχή του τραγουδιού. Μια τραγουδίστρια που, όπως περιγράφει η συγγραφέας, βασανίστηκε και ταπεινώθηκε από τις συμπεριφορές των ανδρών. Οπως συνέβη με τον ξυλοδαρμό της στου «Τζίμη του Χοντρού», όπου εμφανιζόταν με τον Β. Τιτσανη.
Επτά χίτες τής ζήτησαν να τραγουδήσει ένα βασιλικό τραγούδι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Τη χτύπησαν άγρια και το παράπονό της ήταν ότι κανείς από τους άντρες του μαγαζιού δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. «Ημουν η πρώτη γυναίκα που ανέβαινε μεταπολεμικά στο πάλκο και “έπιανε” καρέκλα. Μέχρι τότε η καρέκλα ήταν κατοχυρωμένη μόνο για τους άνδρες», υπερηφανευόταν. Ξέφευγε από όλα τα στερεότυπα. Το ντύσιμό της «σπάει το ανδρικό ταμπού», γράφει η συγγραφέας. Τους άνδρες τούς έχει για «φιλαράκια», συνεργάτες, αλλά «στο εξής αναζητά καταφύγιο σε συντροφιές και σχέσεις, αναζητώντας πάνω απ’ όλα τρυφερότητα, γυναικεία τρυφερότητα και κατανόηση, όχι μόνο αδιαφορώντας για την έξωθεν μαρτυρία, αλλά και προκαλώντας τους άνδρες, επιδεικνύοντας με κάθε τρόπο την υποτίμησή της στο φύλο τους».
Ανεργη, περιφρονημένη για καιρό, πείνασε, πόνεσε, έπαθε κατάθλιψη, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, νοσηλεύθηκε δύο φορές στο ψυχιατρείο, πρώτα το 1955. Κανείς δεν δούλευε μαζί της. Ωσπου ο Αλέκος Πατσιφάς έβγαλε στη «Λύρα» το 1966 «Τα ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου». Το άστρο της έλαμψε. Εκεί γνωρίστηκε με τον Δ. Σαββόπουλο. «Ενα πληγωμένο παιδί» την περιγράφει ο τροβαδούρος. Με τον Τσιτσάνη ξαναντάμωσαν το 1973 στο «Χάραμα» για δέκα χρόνια.
Τέρμα τα πιάτα
Στο πάλκο πριν βγει σκούπιζαν τα σπασμένα. Ηταν το σήμα «τέρμα τα πιάτα». Δεν της άρεσαν. Στις λουλουδούδες έκανε νόημα να ρίξουν τα καλαθάκια κάτω, όχι πάνω της. Το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου, για το οποίο βγαίνοντας από το στούντιο είπε το περίφημο «Αχ, ρε Διονύση, μ’ έκανες και τραγούδησα ροκ», διεύρυνε το κοινό της. Το φλερτ με το έντεχνο άνοιξε έναν νέο κύκλο και συνεργασίες όπως με τον Ηλία Ανδριόπουλο στα «Λαϊκά προάστια» το 1980 και με τους Ξαρχάκο, Μούτση, Λάγιο κ.ά. Ο θάνατος του Τσιτσάνη το 1984 ανέτρεψε πάλι τη ζωή της. Η μοναξιά, το πάθος του τζόγου, η έλλειψη χρημάτων, την τσάκιζαν σιγά σιγά μαζί και την υγεία της.
«Αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και όποιος νομίζει ότι είμαι διχασμένος ας έρθει να με ρωτήσει τι μου συμβαίνει», την ξεχώρισε ο Τσαρούχης. Μέχρι και υποβασταζόμενος χόρευε όταν την άκουγε και εκείνη όταν πήγαινε επίσκεψη στο σπίτι του στο Μαρούσι τού έδινε στα κρυφά γλυκά που τα λαχταρούσε, αν και διαβητικός. Το ιερατείο του ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, Γεννηματάς, Τσοβόλας, τη λάτρευε, αλλά εκείνη τον Χ. Φλωράκη. Οταν ο Μ. Κουτσόγιωργας πήγαινε να την ακούσει, η Μπέλλου έκανε σόου τραγουδώντας στην είσοδό του «δε λες κουβέντα, κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα».
Νοσηλεύθηκε στο «Σωτηρία», έκανε τραχειοτομή, πόνεσε, πικράθηκε, αλλά τα ζάρια ήταν πιο απαραίτητα και από το ψωμί. Και άνδρες κυνήγησαν την Μπέλλου, όπως «ο παλαβός μαζί της» ναυτικός που γνώρισε στο μπαρμπούτι. «Περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί» ήταν ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια. Αναζητήστε στο YouTube τη συγκινητική ηχογράφηση με την ανιψιά της Αρετή Μπέλλου –όταν ήταν φοιτήτρια της Ιατρικής–, σε αφιέρωμα του Κ. Χατζηδουλή.
kathimerini.gr
Σχετικά Άρθρα
Λιβανός: «Δέσμευση της Κυβέρνησης οι αυξήσεις μισθών και η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και παιδείας»
Επιστρεπτέα Προκαταβολή: Τέλος χρόνου για την έκπτωση 15% στην εφάπαξ καταβολή
Δ.Ε.Υ.Α.Μ.: Πρόταση για τη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας του πόσιμου νερού