Το μοναδικό φαινόμενο του μυθικού Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ

Με την καμπαρντίνα- σήμα κατατεθέν, το λευκό σμόκιν ή ακόμη και με τα σχισμένα ρούχα, με το αγέρωχο και διαπεραστικό βλέμμα, τον ρομαντικό κυνισμό, την αυτοπεποίθηση ενός που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ κατάφερε να γίνει θρύλος και να επηρεάσει περισσότερο απ’ όλους τους κορυφαίους ηθοποιούς τον κινηματογράφο, αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους που τον ήθελαν πάνω από το κρεβάτι ή το γραφείο τους να τους συντροφεύει, να τους δίνει έμπνευση και κουράγιο.

Μία μοναδική περίπτωση ηθοποιού, που κατάφερε ένα θαύμα, να δημιουργήσει έναν ακατάρριπτο μύθο, να γίνει συνώνυμο της ανδρείας, της αυτοθυσίας, της γοητείας, να κερδίσει με τον χαρακτήρα του ακόμη και ανθρώπους που τον έχουν δει σε δυο- τρεις ταινίες ή ακόμη και ποτέ! Και όλα αυτά χωρίς να είναι όμορφος, χωρίς να έχει πάνω του ένα από τα συστατικά που συνθέτουν τον ορισμό του σταρ. Δεν ήταν όμορφος, ψηλός, σωματώδης, λαμπερός. Δεν βοηθούσαν ούτε τα μικρά του μάτια, αλλά ούτε και η άρθρωσή του. Και όμως όλα αυτά εξαφανίζονταν με το που έμπαινε στο πλάνο ή ακόμη περισσότερο τα γύριζε ανάποδα και τα έκανε ξεχωριστά προτερήματα. Αν σε αυτά όλα προσθέσουμε και ότι δεν είχε το βάθος υποκριτικής ενός Τζίμι Στιούαρτ ή ενός Σπένσερ Τρέισι, τότε, ναι, πράγματι μοιάζει με θαύμα αυτό που κατάφερε.

Με αφορμή την ημερομηνία θανάτου του 14 Ιανουαρίου του 1957, θα επιχειρήσουμε μία μικρή αποτίμηση του έργου του και της ζωής του -στην οποία βασίστηκε ως ένα σημείο και ο μύθος του-, αλλά και μια προσπάθεια κατανόησης του μοναδικού φαινομένου του, το οποίο θα απασχολεί για χρόνια τους θαυμαστές του και τους φίλους του σινεμά, ακόμη και όταν ο κινηματογράφος θα μεταλλαχθεί πλήρως σε ένα προϊόν της τεχνολογίας.

Ε, όχι και γιατρός!

Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 25 Δεκεμβρίου του 1899, αν και η Warner Bros είχε αλλάξει την ημερομηνία γέννησής του, τοποθετώντας την στις 23 Ιανουαρίου του 1900, με επιχείρημα ότι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε τα Χριστούγεννα δεν μπορεί να ερμηνεύει ρόλους κακοποιού! Αυτή όμως η προκατάληψη του υπερσυντηρητικού Χόλιγουντ πήγε περίπατο και ο Μπόγκαρτ έγινε ο ήρωας εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι γονείς του ήταν εύποροι, ο πατέρας του καρδιοχειρουργός και η μητέρα του εμπορική εικονογράφος με μεγάλη επιτυχία, και γι’ αυτό του έδωσαν την ευκαιρία να σπουδάσει ιατρική. Αυτός, όμως, από μικρός έδειχνε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να χειραγωγηθεί από κανέναν, ούτε από τους γονείς του. Ήξερε ότι είναι για άλλα πράγματα πλασμένος. Έτσι πολύ γρήγορα έκανε ό,τι μπορούσε για να αποβληθεί από την Ιατρική Σχολή. Κάποιοι υποστήριξαν ότι εκτός από το τσιγάρο, το ποτό και την άστατη φοιτητική ζωή του, αναγκάστηκε να ρίξει στη λιμνούλα της πανεπιστημιούπολης τον διευθυντή της, για να δώσει τέλος στο μαρτύριο των σπουδών.

Αντισυμβατικός και λάτρης της θάλασσας

Το πάθος του για τη θάλασσα τον οδήγησε στο Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως είχε πει ο ίδιος αργότερα, «στα δεκαοχτώ ο πόλεμος ήταν πολύ σπουδαίο πράγμα. Σέξι κορίτσια από τη Γαλλία!». Πάντως, στο Ναυτικό θα έχει και το ατύχημα με τον τραυματισμό στο χείλος του, όταν θα “πλακωθεί” με κάποιον ανώτερό του. Ένας τραυματισμός που θα του αφήσει και το χαρακτηριστικό κουσούρι ενός ελαφρού ψευδίσματος, για πάντα.

Ο Μπόγκαρτ, επιστρέφοντας στο σπίτι, βρήκε τον πατέρα του άρρωστο και σε άσχημη οικονομική κατάσταση, λόγω κακών επενδύσεων που είχε κάνει. Η παραμονή του στο Ναυτικό τον άλλαξαν ακόμη περισσότερο και τον έφεραν κόντρα στις αξίες του σπιτιού του.

Ο ίδιος δεν ήταν σνομπ, περιφρονούσε τις ελίτ, ήταν απέναντι στο κατεστημένο, μισούσε τις υψηλές προσδοκίες, την εξουσία και τη συμβατική συμπεριφορά, κάτι που ανέδειξε μέσω και της υποκριτικής του στις ταινίες. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τους καλούς τρόπους, την ευγένεια, τη σεμνότητα, ενώ αναγκάστηκε να εργαστεί και σε χειρονακτικές δουλειές για να τα φέρει βόλτα.

Όταν θα συναντηθούν ο Σπένσερ με τον Μπόγκι

Θα ανακαλύψει το θέαμα και το σινεμά και με κάποιες γνωριμίες θα μπει στο χώρο παίζοντας δεύτερους ρόλους στο Μπρόντγουεϊ χωρίς να έχει λάβει κάποια μαθήματα ηθοποιίας. Η σύντομη πρώιμη καριέρα του στο θέατρο ήταν μάλλον αποτυχημένη. Το 1922 θα γνωριστεί με την ηθοποιό Έλεν Μένκεν και θα παντρευτούν. Ο πρώτος γάμος από τους τέσσερις συνολικά που θα κάνει. Το 1928 θα παντρευτεί την επίσης ηθοποιό Μαίρη Φίλιπς.

Το οικονομικό κραχ του 1929 θα οδηγήσει πολλούς ηθοποιούς στο Χόλιγουντ. Ένα δρόμο που πήρε και ο Μπόγκαρτ. Θα υπογράψει συμβόλαιο με την FOX. Εκεί θα συναντηθεί με τον Σπένσερ Τρέισι, που είχε ήδη κατακτήσει το σεβασμό των συναδέλφων του. Θα γίνουν στενοί φίλοι, αργότερα και αδελφικοί. Είναι αυτός που θα τον πει «Μπόγκι». Αρχικά θα παίξει κάποια ρολάκια, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ειδικά σε γουέστερν και γκανγκστερικές ταινίες. Για τον Μπόγκαρτ όλα μοιάζουν δύσκολα και η πορεία του στον κινηματογράφο αβέβαιη.

Ένα Γεράκι θα τον απογειώσει

Το 1935 όμως θα του δοθεί η μεγάλη ευκαιρία και δεν θα την αφήσει να πέσει κάτω. Ο Άρτσι Μάγιο θα γυρίσει το κλασικό γκανγκστερικό φιλμ “Το Απολιθωμένο Δάσος” με τον Μπόγκαρτ δίπλα στην Μπέτι Ντέιβις και τον Λέσλι Χάουαρντ. Αυτό ήταν. Ο Μπόγκι μπαίνει στο πάνω ράφι των πρωταγωνιστών. Θα γυρίσει ακόμη ορισμένες καλές ταινίες δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Τζέιμς Κάγκνεϊ (“Η Πόλη του Αίματος”, “Κολασμένες Ψυχές”), ενώ θα ξεχωρίσει στο αντιρατσιστικό φιλμ «Μαύρη Λεγεώνα». Έτσι θα έρθει η ώρα του Τζον Χιούστον, τον σκηνοθέτη που μαζί με τους Χοκς και Κέρτιζ θα σημαδέψουν τη σταδιοδρομία του. Στην προχωρημένη ηλικία των 42 ετών θα πρωταγωνιστήσει στο εμβληματικό φιλμ νουάρ «Το Γεράκι της Μάλτας», στον ρόλο του ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ, ήρωα του φημισμένου συγγραφέα Ντάσιελ Χάμετ. Δίπλα του, στον ρόλο της μοιραίας η Μαίρη Άστορ. Τεράστια επιτυχία και για τον Χιούστον και για τον Μπόγκι.

«Καζαμπλάνκα»

Πλέον ο δρόμος έχει ανοίξει, και τον επόμενο χρόνο θα του δοθεί ο ρόλος που θα μείνει για πάντα στην ιστορία του κινηματογράφου. Πρόκειται για την για πολλούς ίσως καλύτερη ταινία όλων των εποχών, το κλασικό αριστούργημα «Καζαμπλάνκα». Όμως δεν στάθηκε τυχερός μόνο ο Μπόγκαρτ απ’ αυτήν. Τυχερός ήταν και ο Μάικλ Κέρτιζ, αυτός ο μάστορας του Χόλιγουντ που θα είχε μείνει απλώς ως ένας αξιόλογος σκηνοθέτης, αν δεν είχε την επιτυχία της «Καζαμπλάνκα». Αλήθεια, ποια θα ήταν η τύχη της ταινίας αν τελικά έπαιρνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρικ η αρχική επιλογή των παραγωγών Ρόναλντ Ρίγκαν; Τι θα είχε μείνει από την κόντρα πλακέ ερμηνεία του ατάλαντου ηθοποιού και μετά από περίπου 40 χρόνια Προέδρου των ΗΠΑ;

Η Μεγαλοπρέπεια του Ρομαντισμού

Ο μεγαλοπαραγωγός της Warner Χαλ Γουόλις πείστηκε από τη σεναριογράφο Άιριν Ντάιαμοντ να αγοράσει τα δικαιώματα του θεατρικού έργου των Μάρεϊ Μπουρνέτ και Τζόαν Άλισον “Everybody Comes To Rick’s” που ακόμη δεν είχε ανέβει στο θέατρο. Ο Γουόλις ήθελε για σκηνοθέτη τον Γουάιλερ, αλλά ήταν απασχολημένος και τελικά στράφηκε στον φίλο του Κέρτιζ. Για το καστ υπήρξαν πολλές επιλογές, αλλά τελικά μετά από ορισμένες καραμπόλες -συνηθισμένες για το Χόλιγουντ- κατέληξαν σε Μπόγκαρτ, Κλοντ Ρέινς, Πολ Χέντριτ και Ίνγκριτ Μπέργκμαν. Ήταν μία παραγωγή μεσαία – θα ‘λεγε κανείς της σειράς -, απ’ αυτές που δεν πήγαιναν για ψηλά. Κι όμως πέρα από τη φήμη που απέκτησε κέρδισε και τα τρία βασικά Όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου).

Η «Καζαμπλάνκα» είναι τυπικά ένα ρομαντικό δράμα. Όμως περιέχει και πολλά άλλα στοιχεία, όπως μυστήριο, περιπέτεια, στοιχεία από νουάρ, χιούμορ και φυσικά θετικά μηνύματα για τη συμμετοχή στον αγώνα κατά των Ναζί, καθώς η ταινία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία τοποθετείται στην Καζαμπλάνκα -στο θεατρικό η ιστορία διαδραματιζόταν στη Βιέννη- γυρίζεται εξ ολοκλήρου σε στούντιο και έχει ως κεντρικό ήρωα τον Ρικ, έναν Αμερικανό τυχοδιώκτη, που είχε πολεμήσει εναντίον του Φράνκο στην Ισπανία, έζησε στο Παρίσι, το οποίο εγκατέλειψε όταν μπήκαν οι Γερμανοί, και είχε καταλήξει στο Μαρόκο, όπου είχε ανοίξει ένα δημοφιλές κλαμπ. Ο Μπόγκαρτ, ομολογουμένως, κάνει μία ανεπανάληπτη ερμηνεία και μάλιστα στον πρώτο του ρομαντικό ρόλο. Είναι συγχρόνως σκληρός, κυνικός, θαρραλέος, δοτικός, ψυχρός, καυτός, αλλά πάνω απ’ όλα ευαίσθητος και ρομαντικός. Είναι ο άνθρωπος που θα αντιμετωπίσει το ηθικό δίλημμα, να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού.

Η «Σειρήνα» Λορίν

Μετά απ’ την «Καζαμπλάνκα» ο Μπόγκαρτ περνά σε άλλη διάσταση, γίνεται ο πιο καυτός ήρωας του σινεμά. Θα ακολουθήσουν τεράστιες επιτυχίες, οι περισσότερες πλέον κλασικές, που γύρισε με τον Τζον Χιούστον, τον Χάουαρντ Χοκς και άλλους σπουδαίους σκηνοθέτες. Το 1944 θα γνωρίσει στα γυρίσματα της ταινίας του Χοκς «Η Σειρήνα της Μαρτινίκα» τη νεαρή λυγερόκορμη, με τη βαθιά φωνή και μια πρωτόγνωρη για την εποχή γοητεία, Λορίν Μπακόλ. Θα την ερωτευθεί κεραυνοβόλα και θα την παντρευτεί, χωρίζοντας προηγουμένως την τρίτη σύζυγό του Μάγιο Μέθοτ. Όχι για να κάνει ακόμη έναν γάμο, αλλά γιατί πραγματικά ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Από τον γάμο του με την Λορίν Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά.

Τεράστιες επιτυχίες – Ένα μόνο Όσκαρ

Ευτυχισμένος όσο ποτέ, θα συνεχίσει τη θριαμβευτική του πορεία. Μερικές μόνο από τις καλύτερες ταινίες που πρωταγωνίστησε: «Ο Μεγάλος Ύπνος» του Χοκς, «Στη Βοή της Καταιγίδας» του Χιούστον, «Δραπέτες της Κολάσεως» του Μάικλ Κέρτιζ, «Σκοτεινή Διάβασις» του Ντέλμερ Ντέιβις, «Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» του Χιούστον, «Διψασμένος για Ηδονή» του Νίκολας Ρέι, «Σιρόκο» του Κέρτις Μπέρνχαρντ, «Γλυκιά μου Σαμπρίνα» του Γουάιλντερ, «Η Ξυπόλητη Κόμισσα» του Τζόζεφ Μανκίεβιτς, «Σιδερένιες Γροθιές» του Μαρκ Ρόμπσον, «Τιμωρός Χωρίς Οίκτο» του Ρίτσαρντ Μπρουκς και φυσικά η «Βασίλισσα της Αφρικής». Εδώ στεκόμαστε. Ο Χιούστον θα γυρίσει μία ρομαντική περιπέτεια στην Αφρική, με πολλά κωμικά στοιχεία που στηρίζονται στην ερμηνεία του Μπόγκαρτ, ο οποίος τσαλακώνει ως ένα βαθμό την εικόνα του. Έχει δίπλα του την υπέροχη Κάθριν Χέπμπορν, αλλά το βασικότερο είναι η παρέα και οι εξωφρενικές οινοποσίες της, στο περιθώριο των γυρισμάτων. Εκτός από τον Μπόγκι και τον Χιούστον στα γλέντια συμμετέχει και ο Σπένσερ Τρέισι, σύντροφος της Χέπμπορν. Ο Μπόγκαρτ με τη «Βασίλισσα της Αφρικής» θα κερδίσει το 1951 και το μοναδικό Όσκαρ ερμηνείας της καριέρας του.

Ένας άντρας με αξίες

Ο Μπόγκαρτ όμως έγινε μύθος γιατί πέρα από τις ερμηνείες του ήταν και μια ισχυρότατη προσωπικότητα, ένας άνδρας με αρχές, που παρέπεμπε και στον Ρικ της «Καζαμπλάνκα» και στον Φρανκ στη «Βοή της Καταιγίδας» και στον Εντ, τον μαχητικό και ανυπότακτο διευθυντής εφημερίδας στο «Τιμωρός Χωρίς Οίκτο», αλλά και σε πολλούς άλλους εμβληματικούς ρόλους του.

Πολλές φορές πίσω από πολλούς σταρ ή τεράστιους καλλιτέχνες ανακαλύψαμε ανθρωπάκια, άξια περιφρόνησης. Ακόμη περισσότερες φορές, η πλειονότητα ήταν συμπαθητικοί άνθρωποι αλλά μάλλον αδιάφοροι. Ο Μπόγκαρτ ανήκει σε αυτή την κατηγορία των εξαιρέσεων, που συνδύαζε την καλοσύνη με την ευσυνειδησία, την περιφρόνηση στις ελίτ, την απέχθεια προς τους μεγαλόσχημους – μνημειώδης η δήλωσή του «ο μόνος λόγος για να βγάλεις λεφτά είναι για να μπορείς να πεις σε ένα μεγαλόσχημο καθίκι να πάει στο διάολο»-, η πάση θυσία υπεράσπιση της φιλίας και των αρχών του. Όπως στην εποχή του Μακαρθισμού, όταν βγήκε δημόσια, αν και δεν ήταν αριστερός, να υπερασπιστεί τους καλλιτέχνες και τους ανθρώπους του πνεύματος που διώκονταν από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών.

Το τέλος

Λάτρευε το ποτό, το τσιγάρο, τις γυναίκες, τα ξέφρενα γλέντια και ίσως ακόμη περισσότερο τη θάλασσα. Ήταν αυτή που του έλειψε περισσότερο απ’ όλα όταν τον χτύπησε ο καρκίνος και αναγκάστηκε να παραμένει στο σπίτι. Ένα δύο ποτά τα έπινε μέχρι σχεδόν το τέλος, αν και όπως είπε ο ίδιος λίγο πριν το μοιραίο «δεν έπρεπε να το ‘χα γυρίσει από το ουίσκι στο μαρτίνι».

Λίγο πριν πέσει σε κώμα από τη βασανιστική ασθένεια είχε δει τον αδελφικό του φίλο Σπένσερ Τρέισι. Όπως είχε πει η Λορίν Μπακόλ, του έπιασε το χέρι, του γέλασε και έκλεισε τα μάτια. Για πάντα. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1957 από καρκίνο του οισοφάγου, προκαλώντας παγκόσμια συγκίνηση, αλλά όχι θλίψη. Άφησε πίσω τις ταινίες του και πάνω απ’ όλα τον χαρακτήρα του. Μια μορφή μοναδική, που θα συνεχίσει να εμπνέει όσο υπάρχουν άνθρωποι…

 

zougla.gr