Αιρεσιμότητα: Tι είναι και πως λειτουργεί

Η αιρεσιμότητα είναι ένα σύστημα που συνδέει τις στρεμματικές ενισχύσεις και τις ενισχύσεις με βάση το ζωικό κεφάλαιο μέσω της Κ.Γ.Π. (στο πλαίσιο του πυλώνα I ή του πυλώνα II) με μια σειρά υποχρεώσεων.

  • Όταν οι αποδέκτες αυτών των ενισχύσεων (κυρίως γεωργοί, αλλά ενίοτε και άλλοι διαχειριστές γης) δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις, το ύψος των ενισχύσεων μπορεί να μειώνεται.

Οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν είτε από τη νομοθεσία για την ΚΓΠ (στην περίπτωση των «προτύπων για την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση» – ΚΓΠΚ) είτε από οδηγίες και κανονισμούς που δεν αφορούν ειδικά την ΚΓΠ (στην περίπτωση των «κανονιστικών απαιτήσεων διαχείρισης» – ΚΑΔ).

Όλα τα πρότυπα ΚΓΠΚ και κάποιες από τις ΚΑΔ έχουν περιβαλλοντικό χαρακτήρα, καθώς αφορούν την κλιματική αλλαγή, τα ύδατα, το έδαφος και τη βιοποικιλότητα/τα φυσικά τοπία.

  • Με το νέο σύστημα ουσιαστικά συγχωνεύονται και εξορθολογίζονται δύο στοιχεία της ΚΓΠ – γνωστά ως «πολλαπλή συμμόρφωση» και «οικολογικός προσανατολισμός».

Χάρη στα στοιχεία αυτά προκύπτουν ήδη οφέλη για το περιβάλλον και το κλίμα αλλά θεωρείται ότι έχουν περιθώρια βελτίωσης.

Ποια θα είναι τα οφέλη για το περιβάλλον και το κλίμα

Το νέο σύστημα της αιρεσιμότητας θα βασίζεται στο περιεχόμενο και στα πλεονεκτήματα των  συστημάτων  πολλαπλής συμμόρφωσης και οικολογικού προσανατολισμού, επιφέροντας, ωστόσο, αρκετές βελτιώσεις.

Ουσιαστικά, όταν ένα κράτος μέλος εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύει να εφαρμόσει την αιρεσιμότητα στην πράξη, στο μέλλον θα το πράττει στο πλαίσιο του οικείου σχεδίου της ΚΓΠ —αποσαφηνίζοντας τους τρόπους με  τους  οποίους  η προσέγγιση που σχεδιάζει θα συμβάλλει στην επίτευξη των  περιβαλλοντικών  (και  άλλων)  στόχων  της ΚΓΠ, σύμφωνα με την ανάλυση ΠΑΕΑ και την αξιολόγηση αναγκών του κράτους μέλους.

Επιπλέον, δεδομένου ότι σκοπός της αιρεσιμότητας είναι η εξασφάλιση ενός ευρέος «θεμελιακού» επιπέδου περιβαλλοντικής μέριμνας, θα καλύπτει όλους όσοι λαμβάνουν στρεμματικές ενισχύσεις και ενισχύσεις με βάση το ζωικό κεφάλαιο μέσω της ΚΓΠ —καθώς και τις περισσότερες γεωργικές εκτάσεις της ΕΕ.

Επίσης, ορισμένες υφιστάμενες υποχρεώσεις θα αναπροσαρμοστούν με στόχο την εξασφάλιση μεγαλύτερων περιβαλλοντικών οφελών —όταν κάτι τέτοιο είναι απολύτως σκόπιμο. Για παράδειγμα, η υφιστάμενη απαίτηση για «διαφοροποίηση» καλλιεργειών (παρουσία περισσότερων από μία καλλιεργειών στις αρόσιμες εκτάσεις μιας γεωργικής εκμετάλλευσης οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή) θα αναβαθμιστεί σε υποχρέωση «αμειψισποράς».

Τέλος, θα καθιερωθούν νέα πρότυπα (ΚΓΠΚ) και  σύνδεσμοι  με  σημαντικές  οδηγίες  (δηλ.  ΚΑΔ) —και πάλι, όταν κάτι τέτοιο είναι απολύτως σκόπιμο.

Για παράδειγμα:

  • θα απαιτείται κατάλληλη προστασία των υγροτόπων και τυρφώνων, δεδομένου ότι αποτελούν σημαντικές αποθήκες άνθρακα (ο οποίος, αν απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα, θα επιτείνει την κλιματική αλλαγή)·
  • θα τεθεί στη διάθεση των γεωργών εργαλείο για τη βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων για τα θρεπτικά συστατικά, μέσω του οποίου θα τους παρέχονται χρήσιμες συστάσεις/ειδοποιήσεις σχετικά με τη χρήση θρεπτικών συστατικών στα αγροτεμάχιά τους, συντελώντας έτσι στη μείωση της απορροής θρεπτικών συστατικών και εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και, παράλληλα, συμβάλλοντας θετικά στην ποιότητα του εδάφους (επίσης, οι συστάσεις θα αποφέρουν οικονομικά οφέλη συντελώντας στην αποφυγή της υπερβολικής ή της ανεπαρκούς λίπανσης)·
  • στο πεδίο εφαρμογής της αιρεσιμότητας θα περιληφθούν στοιχεία δύο πολύ σημαντικών περιβαλλοντικών οδηγιών — της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα και της οδηγίας για τη βιώσιμη χρήση των φυτοφαρμάκων.

Σε τι συνίσταται η απλούστευση

Η αιρεσιμότητα, εν συγκρίσει με τα δύο υφιστάμενα συστήματα τα οποία πρόκειται να αντικαταστήσει, θα έχει ομοιότητες με τους μηχανισμούς της πολλαπλής συμμόρφωσης, αλλά θα είναι σημαντικά απλούστερη από τον οικολογικό προσανατολισμό.

Οι κανόνες της ΕΕ για τον οικολογικό προσανατολισμό είναι σχετικά εκτενείς, λεπτομερείς και περιοριστικοί — επειδή δεν περιέχουν μόνο το «πνεύμα» των τριών βασικών γεωργικών πρακτικών τις οποίες αφορούν, αλλά και όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να εφαρμόζονται ανάλογα με τις πολλές και ποικίλες ιδιαιτερότητες των κρατών μελών.

Οι λεπτομέρειες αυτές περιλαμβάνουν καταλόγους επιλογών, εξαιρέσεων και αριθμητικών τιμών (π.χ. σε σχέση με τις εκτάσεις που θα καλύπτει μια συγκεκριμένη πρακτική). Η συγκεκριμένη προσέγγιση είχε σκοπό να εξισορροπήσει την ανάγκη για κοινά στοιχεία με την ανάγκη για έναν ορισμένο βαθμό ευελιξίας ως προς την εφαρμογή, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, δέχθηκε επικρίσεις καθώς θεωρήθηκε ανελαστική και πολύπλοκη.

Αντίθετα: εντός του συστήματος της αιρεσιμότητας, τα βασικά πρότυπα θα εφαρμόζονται, ομοίως, με διαφορετικό τρόπο υπό διαφορετικές συνθήκες, αλλά οι κανόνες της ΚΓΠ δεν θα ορίζουν με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται αυτό—κάθε κράτος μέλος θα έχει πολύ μεγαλύτερο λόγο στη σχετική διαδικασία. Έτσι θα έχει την ευκαιρία να προσαρμόζει καλύτερα την εφαρμογή των προτύπων στις ιδιαίτερες συνθήκες των γεωργών του. Όπως προαναφέρθηκε, η προσέγγιση που θα σχεδιάζει το εκάστοτε κράτος μέλος θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ανάλυση ΠΑΕΑ και την αξιολόγηση αναγκών του και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι κανόνες που θα προκύπτουν σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο αναμένεται να είναι πιο αποδεκτοί από εκείνους τους οποίους επηρεάζουν.

Στην περίπτωση των προτύπων ΚΓΠΚ, οι κανόνες σε επίπεδο ΕΕ θα εκθέτουν την ουσία του κάθε προτύπου εν συντομία — χωρίς καταλόγους επιλογών, εξαιρέσεων κ.λπ. και τα κράτη μέλη θα αποφασίζουν τις λεπτομέρειες της εφαρμογής, εκθέτοντας τουλάχιστον κάποιες από αυτές στο οικείο σχέδιο της ΚΓΠ.

Κατ’ αρχήν, κάθε πρότυπο ΚΓΠΚ θα έχει εφαρμογή σε κάθε γεωργό τον οποίο αφορά (το πρότυπο για την αμειψισπορά δεν θα έχει εφαρμογή όπως είναι φυσικό σε γεωργούς χωρίς καλλιέργειες κ.λπ.). Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το κάθε πρότυπο με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες περιφέρειες —ανάλογα με το έδαφος, το κλίμα, τη χρήση γης, τις γεωργικές δομές κ.λπ. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίζουν πρόσθετα πρότυπα για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ΚΑΔ, τα κράτη μέλη έχουν ήδη ασκήσει το δικαίωμα επιλογής κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου των προτύπων, δηλ. όταν αποφάσισαν πώς θα εφαρμόσουν την εν λόγω νομοθεσία ενώ δεν αφορά ειδικά την ΚΓΠ.

e-ea.gr