Ίφιτος και Ολυμπιακοί Αγώνες

«Ίφιτε, μήλειον καρπόν μη θης επί νίκη,

αλλά τον άγριον αμφιτίθει καρπώδη έλαιον,

ος νύν αμφέχεται λεπτοίσιν υφάσμασ’ αράχνης».

Δηλαδή:

«Ίφιτε, μην αθλοθετείς για τον νικητή βραβείο κάποιο πρόβατο,

αλλά να στεφανώνεις με κλαδί αγριελιάς γεμάτο καρπούς,

που τώρα καλύπτεται γύρω – γύρω με λεπτό πλέξιμο αράχνης».

Ποιος ήταν ο Ίφιτος που έλαβε τέτοιον χρησμό και ποια σχέση μπορεί να έχει η σύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων με την Αιτωλία;

Πριν απαντήσουμε θα πρέπει να παραθέσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία. Είναι αδύνατο βέβαια να ακολουθήσει κανείς σε αντίστροφη πορεία τον ιστορικό ρου των Ολυμπιακών Αγώνων και να καταφέρει να φτάσει μέχρι την πηγή και την αφετηρία τους, καθώς και σ’ αυτή την περίπτωση η αναζήτηση χάνεται στον ορίζοντα των γεγονότων, εκεί που ο μύθος σμίγει με την ιστορία. Επίσημοι κατάλογοι των Ολυμπίων αθλητών ετηρούντο από του 776 έτους προ Χριστού, με πρώτο εγγεγραμμένο όνομα Ολυμπιονίκου αυτό του Ηλείου Κοροίβου.

Το γεγονός δε της τήρησης καταλόγου απεδείχθη ανέλπιστα σπουδαίο, καθώς αποτέλεσε ουσιαστικά το πρώτο κοινό χρονολογικό σύστημα του Έλληνος κόσμου. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες όμως δεν ξεκίνησαν τη χρονολογία εκείνη.

Η καθιέρωσή τους χρονολογείται απ’ τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Στην Ολυμπία υπήρχε αρχαιότατος βωμός και μαντείο της Γης (όπως και στους Δελφούς), αλλά και μαντείο του Διός. Η καθιέρωση των εορτών που περιελάμβαναν τους γυμνικούς αγώνες (αρχικά αγώνας δρόμου ενός σταδίου), σύμφωνα με την παράδοση έγινε όταν στην περιοχή πήγαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι (Κουρήται). Ιδρυτής των Αγώνων εθεωρήτο μάλιστα ο Ιδαίος Ηρακλής, ο οποίος και παρίστατο στη γέννεση του Διός στο Ιδαίο άντρο στην Κρήτη (στον Ψηλορείτη), απ’ όπου απέκτησε και το προσωνύμιό του.

Ο Ηρακλής μάλιστα είχε αναθέσει την εποπτεία των Ολυμπιακών Αγώνων στους Διόσκουρους Κάστωρα και Πολυδεύκη, παιδιά της κόρης του βασιλιά της Αιτωλίας, Θέστιου, της Λήδας. Υπήρχε μάλιστα βωμός αφιερωμένος στους Διόσκουρους όπου οι αθλητές απέθεταν τα αναθήματά τους ύστερα από κάθε τους νίκη στους Αγώνες. Άλλος μύθος ανάγει την εορτή στον πρώτο βασιλιά της Ήλιδος, τον Αέθλιο, απ’ όπου και πήραν το όνομά τους οι αθλητές. Κατά μια άλλη εκδοχή, ήταν ο Πέλοψ που είχε έρθει είτε απ’ τη Φρυγία είτε απ’ τη Βόρειο Ελλάδα και νίκησε σε αγώνα αρματοδρομίας τον Βασιλιά της Πίσης, τον Οινόμαο, και πήρε ως έπαθλο την κόρη του, την Ιπποδάμεια. Αυτή ίδρυσε προς τιμήν της Ήρας αγώνες δρόμου παρθένων.

Επικρατέστερη εκδοχή πάντως είναι αυτή του Ιδαίου Ηρακλέα. Να σημειωθεί δε ότι και ο γνωστός μας Ηρακλής, ο γιος της Αλκμήνης και του Δία, είχε τελέσει αγώνες στην Ολυμπία μετά τον άθλο της καθάρσεως της κόπρου του Αυγείου. Σε κάθε περίπτωση οι Ολύμπιοι αγώνες, πολύ πριν λάβουν τον χαρακτήρα της μεγάλης πανελλήνιας εορτής, υπήρχαν ως μικρής εμβέλειας και σημασίας, τοπικό γεγονός.

Επήλθε, όμως, μεγίστη μεταβολή στον Ελλαδικό χώρο και ήταν αυτή που δημιούργησε το θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων, το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα του Ελληνικού Πνεύματος, αυτό που μετουσίωσε την έμφυτη επιθετικότητα του ανθρώπου σε ευγενική άμιλλα, διακηρύσσοντας τις υπέρτατες αξίες του πολιτισμού μας.

Η μεταβολή εκείνη δεν ήταν άλλη απ’ τη γνωστή ως «κάθοδο των Δωριέων» επάνοδο των Ηρακλειδών. Όταν πέθανε ο Ηρακλής, ο Ευρυσθεύς εξεδίωξε απ’ την Πελοπόννησο τα παιδιά του. Ο γιος του Ηρακλή, Ύλλος, προσπάθησε βέβαια να ανακτήσει τα πάτρια εδάφη, αλλά απέτυχε.

Οι Ηρεκλειδείς, οι απόγονοι του Ηρακλή δηλαδή, δεν εγκατέλειψαν όμως την προσπάθεια και μετά το θάνατο του Ύλλου επανείλθαν. Για την ιστορική ακρίβεια καταφεύγουμε στον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο και στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:

«…Οι Ηρακλείδαι απήλθον προς τους Δωριείς, συναπεδήμησαν μετά τούτων εκ Θεσσαλίας εις την Δωρίδα, και εντεύθεν τελευταίον οι του Ύλλου δισέγγονοι, Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος, επέτυχον του σκοπού, τη συνδρομή των Δωριέων, υπό Πάμφυλον και Δύμαντα, τους υιούς του βασιλέως των Δωριέων Αιγιμιού, και τη συμπράξει των Αιτωλών, υπό τον ηγεμόνα αυτών Όξυλον. Ο Τήμενος και οι αδελφοί αυτού απεφάσισαν να προσβάλωσι την Πελοπόννησον, όχι δια του ισθμού, όπως άλλοτε ο Ύλλος, αλλά δια του μεταξύ Ρίου και Αντιρρίου στενού πορθμού.

Και επειδή όχι μόνον οι Αιτωλοί, αλλά και οι Λοκροί οι Οζόλαι εβοήθουν αυτούς, οι τελευταίοι έδωκαν εις αυτούς λιμένα ίνα ναυπηγήσωσι τα πλοία των, όστις έκτοτε ωνομάσθη Ναύπακτος. Εκείθεν λοιπόν αναχωρήσαντες, διαπέρασαν εις την αντίθετον παραλίαν και ώρμησαν κατά του μεγίστου των τότε ηγεμόνων της χερσονήσου, Τισαμενού, του υιού του Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος. Συγκροτηθείσης δε μάχης κρισίμου, ενικήθη μεν κατά κράτος ο Τισαμενός έπεσον δε ο Πάμφυλος κα ο Δύμας, οι δε Δωριείς, γενόμενοι κύριοι της Πελοποννήσου, επεχείρησαν ήδη την διανομήν αυτής. Και την μεν εύφορον της Ήλιδος γην επέτρεψαν εις τον Όξυλον και τους περί αυτόν Αιτωλούς…».

Στην Ηλεία, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν οι περί τον Όξυλο Αιτωλοί. Η επάνοδος των Ηρεκλειδών, αυτό που η ιστορία καταγράφει ως κάθοδο των Δωριέων συνέβη περί τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. Η εγκατάσταση στην Πελοπόννησο, με οδηγό τον Όξυλο, έγινε το 1104 π.Χ.

Έκτοτε οι Αιτωλο-Ηλείοι, οι Αιτωλοί κάτοικοι της Ήλιδος δηλαδή «γενόμενοι κύριοι της παρακείμενης Πισάτιδος, συμπαρέλαβαν και την του αγώνος προεδρίαν». Η τοπική εορτή των Ολυμπίων όμως εξακολούθησε να είναι ένα άνευ ιδιαίτερης σημασίας γεγονός. Προϊόντος του χρόνου δε ατόνησε έτι περαιτέρω, λόγω των ειδικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτειακών συνθηκών της ενδιαμέσου περιόδου. Αυτό άλλαξε το 884 π.Χ. όταν ο απόγονος του Οξύλου, ο γιος του Αίμονος, βασιλιάς της Ηλείας Ίφιτος, έλαβε τον χρησμό που προαναφέραμε και μαζί με τον μέγα νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο και τον βασιλιά της Πίσης (Κορίνθου) Κλεισθένη, ανέλαβε την αναζωογόνηση των αγώνων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα την «ιεράν εκεχειρίαν». Ο Ίφιτος απευθύνθηκε στο μαντείο των Δελφών ζητώντας απαντήσεις για το πώς θα αντιμετωπίσει τον λοιμό που είχε ενσκήψει.

Από του έτους 884 π.Χ. συνεπώς ξεκινά η λαμπρή ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, ως πανελλήνια εορτή. Ήταν τότε που για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των Αγώνων σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, ήταν τότε που για πρώτη φορά ειδικοί κήρυκες γνωστοποίησαν παντού στην Ελλάδα τη γραμμένη σε χάλκινο δίσκο και φυλασσόμενη στο Ηραίον διάταξη της ιεράς εκεχειρίας.

Ο Ίφιτος έλαβε το χρήσιμο και στη δική του χώρα οργανώθηκαν ασφαλώς οι αγώνες. Σε μια χώρα με Αιτωλό βασιλιά και Αιτωλούς στην καταγωγή κατοίκους που περισσότερο από δύο αιώνες πριν είχαν μετοικήσει στην Ήλιδα, υπό τον παππού του Ιφίτου, τον Όξυλο τον Αιτωλό.

Η μοίρα επεφύλαξε να είναι Αιτωλίας γέννημα και ο μέγας Κωστής Παλαμάς, ο Εθνικός μας ποιητής που στα «μεγάλα οράματά» του το 1895, λίγο πριν αναβιώσουν οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (1896) θα έγραφε τον Ολυμπιακό Ύμνο:

Αρχαίον Πνεύμα αθάνατον, αγνέ πατέρα

Του ωραίου του μεγάλου και του αληθινού

Κατέβα, φανερώσου, κι άστραψε εδώ πέρα

Στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλαιμα και στο λιθάρι

Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή

Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

Και σιδερένιο πλάσε κι άξιο κορμί.

Κάμποι, Βουνά και Πέλαγα φέγγουν μαζί σου

Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός

Και τρέχει στον ναό εδώ προσκυνητής Σου

Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατον, κάθε Λαός.

Σημείωση:

Σώζεται και δεύτερη παραλλαγή του χρησμού που η Πυθία έδωσε στον Ίφιτο:

«Τον αγώνα ανανέουν και τοις νικώσιν άθλον διδόναι κότινων εξ αγρίας ελαίας στέφανον».

Δηλαδή:

«Τον αγώνα ανανέωσε και στους νικητές βραβείο άμιλλας να δίνεις, στεφάνι από κλαδί άγριας ελιάς».

Φώτης Μπερίκος 

Από το βιβλίο “Αιτωλία και Ακαρνανία: Εν αρχή ην ο Μύθος”