ΗΡΑΚΛΗΣ – Ο υπερήρωας της αρχαίας ελληνικής μυθιστορίας

Είναι ο πιο γνωστός και ο πιο αγαπημένος ήρωας του αρχαίου κόσμου. Η μορφή του Ηρακλή προβάλει στην αυγή του μύθου, αποκτά όμως χαρακτήρα οικουμενικό.

  • Από τους προϊστορικούς χρόνους έως και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, ο μύθος του Ηρακλή δεν παύει να εξελίσσεται, να συμπληρώνεται, να διανθίζεται με νέα κατορθώματα.

Η φήμη του και η λατρεία του υπερβαίνει τον τότε γνωστό κόσμο, αφού ο ίδιος έχει δράσει σ’ ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου, στην κεντρική Ευρώπη, στη χώρα των Υπερβορείων, στην ανατολή και φεύγει πέρα απ’ τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ) προς αναζήτηση νέων κόσμων και νέων περιπετειών.

Στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκαν όλα τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες με τις οποίες η μυθοπλαστική φαντασία του λαού πάσχιζε να ολοκληρώσει τη δική του ταυτότητα.

Στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται αυτό που εν τέλει ήταν το ελληνικό πνεύμα. Είναι το πρότυπο των γενναίων Ελλήνων, όχι ο εκδικητής Θεός αλλά ο υπερασπιστής και σύμμαχος του ανθρώπου, αυτός που συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της καταστροφής για να ενσαρκώσει τις προσδοκίες της ανθρωπότητας.

Γίνεται φορέας πολιτισμού και ελπίδας. Φορέας των αντιλήψεων του λαού που τον δημιούργησε! Διαλέγει την οδό της Αρετής και σκοτώνει τα μυθικά τέρατα για να απαλλάξει τον κόσμο απ’ τους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν. Με τον Ηρακλή ο άνθρωπος γίνεται κύριος του εαυτού του, υπεύθυνος για τη ζωή και το μέλλον του.

Ηρακλής και Μελέαγρος

Ο Ηρακλής είναι «παγκόσμιος» και δεν δύναται καμιά περιοχή να τον διεκδικήσει αποκλειστικά. Συνέδεσε ωστόσο το όνομά του στενά με τον τόπο μας. Η ιστορία αρχίζει όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη για να πάρει τον Κέρβερο.

Αφού, ύστερα από πολλές περιπέτειες, συνάντησε τον Χάρωνα και τον έπεισε (με απειλή) να τον περάσει απέναντι, στο βασίλειο των νεκρών, στάθηκε μπροστά στον Μελέαγρο και την αδελφή του Γόργη. Όλες οι άλλες ψυχές είχαν σκορπίσει τρομαγμένες. Για να μιλήσει στους νεκρούς ο Ηρακλής έπρεπε να τους προσφέρει αίμα από σφαγμένο ζώο και το έκανε παίρνοντας ένα από τα βόδια του Άδη που τα έβοσκε ο Μενοίτης. Στη μονομαχία που έγινε μεταξύ τους, ο Ηρακλής έτοιμος ήταν να αποτελειώσει τον Μενοίτη και θα το έκανε αν η Περσεφόνη δεν έτρεχε να τον παρακαλέσει να του χαρίσει τη ζωή.

Στην ταραχή του όμως δεν σκέφτηκε ότι ο Μελέαγρος που έλαμπε μέσα στην όμορφη πανοπλία του… δεν ήταν παρά μια σκιά στον Κάτω Κόσμο. Πρώτα τράβηξε το ξίφος να επιτεθεί στη Γόργη, αλλά ο Ερμής τον συγκράτησε θυμίζοντάς του πού βρίσκεται. Τον Μελέαγρο θέλησε μετά να τον τοξεύσει. Και έτοιμο είχε το βέλος, αλλά ο Μελέαγρος τον επανέφερε, λέγοντάς του ότι γι’ αυτόν το βέλος είναι άχρηστο.

Τότε ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι και πώς πέθανε. Ο Μελέαγρος του είπε την ιστορία του. Και διαπιστώνοντας ότι ο Ηρακλής τον συμπονούσε, του ζήτησε μια χάρη: Να παντρευτεί την αδελφή του Δηιάνειρα που είχε αφήσει… επάνω.

Η πάλη με τον Αχελώο

Ο Ηρακλής δεν ξέχασε τον Μελέαγρο και την υπόσχεσή του. Πήγε λοιπόν στην Καλυδώνα για να ζητήσει απ’ τον βασιλιά Οινέα το χέρι της όμορφης Δηιάνειρας που οι πιο τρανοί πρίγκιπες την καλόβλεπαν. Αυτή δεν είχε πάρει ακόμη την απόφαση όταν ο Ηρακλής και ο Αχελώος εμφανίστηκαν ταυτόχρονα για να τη ζητήσουν σε γάμο. Όταν δήλωσαν την υποψηφιότητά τους, οι άλλοι μνηστήρες αποσύρθηκαν. Οι δύο αυτοί λαμπροί αντίζηλοι, ο καθένας από τη μεριά του, δεν ξέχασαν τίποτα από όλα αυτά που εκθέτοντάς τα θα αναδείκνυαν τα πλεονεκτήματά τους και θα έπειθαν, ενδεχομένως, τον βασιλιά να τους δώσει τη θυγατέρα του. Οι αντιδικίες τους όμως δεν έληξαν ειρηνικά: Ο Αχελώος κατηγόρησε τον Ηρακλή ότι ήταν καρπός μοιχείας, ενώ ο ήρωας, απαξιώνοντας να του ανταπαντήσει με ύβρεις, του επιτίθεται με ορμή.

Ο Αχελώος ανοίγει τότε τα χέρια του και τον περιμένει σε στάση αθλητή που είναι έτοιμος να δώσει αγώνα. Τα πόδια τους σμίγουν, οι βραχίονές τους μπλέκονται και το μέτωπο του ενός αγγίζει το μέτωπο του άλλου. Τρεις φορές προσπάθησε μάταια ο Ηρακλής να ελευθερωθεί από τις λαβές του εχθρού του, την τέταρτη όμως τα κατάφερε και τον έσπρωξε με τέτοια δύναμη που λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω. Επωφελούμενος της ευκαιρίας, πέφτει πάνω του, τον αρπάζει από τον λαιμό και τον θέτε εκτός μάχης.

Ο Αχελώος, που δεν διέθετε τη σωματική ρώμη του Ηρακλή, αναγκάζεται να καταφύγει στα συνηθισμένα του τεχνάσματα. Παίρνει τη μορφή φιδιού, γλιστράει από τα χέρια του αντιπάλου του και προσπαθεί να τον τρομοκρατήσει με τους φρικτούς συριγμούς του. Ο Ηρακλής όμως είχε από γεννησιμιού του… εμπειρία στα φίδια (!), γεγονός που δεν παρέλειψε να το επισημάνει στον Αχελώο. Τον αρπάζει λοιπόν από το λαιμό. Μάταια ο Αχελώος προσπαθεί να ξεφύγει.

Καταλαβαίνει ότι δεν του μένει τίποτε άλλο απ’ το να μεταμορφωθεί ξανά, σε ταύρο αυτή τη φορά. Η νέα του μεταμόρφωση όμως δεν αλλάζει την εξέλιξη της πάλης. Ο Ηρακλής τον άρπαξε απ’ τα κέρατα, τον έριξε κάτω και του ξερίζωσε το ένα. Μετά απ’ αυτό ο Αχελώος αναγνώρισε την ήττα και σταμάτησε τον αγώνα. Ο μύθος εδώ απαντά δύο εκδοχές. Η πρώτη θέλει να εμφανίζονται οι Ναΐδες, να μαζεύουν το κέρας και να το γεμίζουν με άνθη και καρπούς. Εξ αυτού το κέρατο του Αχελώου ονομάστηκε έκτοτε κέρας της αφθονίας. Η έτερη εκδοχή φέρει τον ηττημένο Αχελώο να ζητά απ’ τον Ηρακλή να του επιστρέψει το κέρας που κρατούσε στο χέρι του και που μόλις του το είχε σπάσει.

Σε αντάλλαγμα του χάρισε το κέρας της Αμαλθείας που το ζήτησε απ’ την ίδια την κόρη του Ωκεανού. Η Αμάλθεια ήταν η Νύμφη που με την αδελφή της Μέλισσα έθρεψαν τον Δία, ή κατ’ άλλην εκδοχή η κατσίκα, το γάλα της οποίας έθρεψε τον Δία όταν η μητέρα του Ρέα τον έκρυψε στη σπηλιά της Ίδης για να τον σώσει απ’ τον Κρόνο. Ο Δίας έπινε το γάλα της Αμάλθειας απ’ το κέρας της. Από ευγνωμοσύνη αργότερα την έκανε αστερισμό και για την ασπίδα, την αιγίδα του (!) χρησιμοποίησε το δέρμα της. Το κέρας απέκτησε την ιδιότητα να βγάζει με τρόπο μαγικό φαγητά και ότι άλλο επιθυμούσε κανείς.

Η σύνδεσή του με τον Αχελώο (όποια εκδοχή κι αν διαλέξουμε) είναι προφανές ότι υποδηλώνει τη γονιμότητα που τα νερά του ποταμού έδωσαν στις εκτάσεις, αφού πρώτα ο Ηρακλής – που εδώ μπορεί να ταυτιστεί με τον άνθρωπο ως έννοια – τον νίκησε, μπόρεσε δηλαδή να ελέγχσει τη ροή του και να σταματήσει τις πλημμύρες και τις καταστροφές. Η μορφή του φιδιού συμβολίζει την ελικοειδή μορφή του ποταμού, ενώ η μεταμόρφωση σε ταύρο, τη δύναμη και την ορμή του.

Η Δηιάνειρα, ο Κένταυρος Νέσσος και ο θάνατος του Ηρακλή

Αφού νίκησε τον Αχελώο, ο Ηρακλής νυμφεύτηκε τη Δηιάνειρα και έμεινε μαζί της στην Καλυδώνα. Η Δηιάνειρα του χάρισε έναν γιο, τον Ύλλο κι αργότερα άλλους τρεις τον Κτήσιππο, τον Γληνό και τον Ονείτη ή Οδίτη. Ηρακλής και Δηιάνειρα ζούσαν ευτυχισμένοι στο παλάτι του Οινέα. Σ’ ένα συμπόσιο ο νεαρός οινοχόος Εύνομος ή Ευρύνομος έριξε κατά λάθος στα χέρια του Ηρακλή το νερό που ήταν για τα πόδια. Αυτός οργίστηκε και τον γρονθοκόπησε.

Δεν ήθελε να τον σκοτώσει, δεν μπόρεσε όμως και να ελέγχσει την τρομερή του δύναμη. (Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ηρακλής άθελά του σκοτώνει κάποιον και ο Εύνομος δεν ήταν ο μόνος Αιτωλός που είχε αυτή την τύχη. Ένας άλλος Οινοχόος, συγγενείς μάλιστα του Οινέα σκοτώθηκε, παιδί ακόμη, απ’ τον Ηρακλή, επίσης για ένα λάθος του σε συμπόσιο. Το όνομά του ήταν Αρχίας και ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας, δηλαδή με το δάχτυλό του). Ο πατέρας του άτυχου οινοχόου Εύνομου, ο Αρχιτέλης αναγνωρίζοντας ότι ο Ηρακλής δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον γιο του, τον συγχώρεσε, ο ήρωας όμως έπρεπε να εκπληρώσει αυτό που ο νόμος επέβαλε και να εξοριστεί.

Η Δηιάνειρα ασφαλώς θα τον ακολουθούσε (στην Τύρινθα). Όμως ο ποταμός Εύηνος, ύστερα απ’ τις βροχές του χειμώνα, ήταν πλήρης ορμητικού νερού.  Ο Ηρακλής δεν είχε πρόβλημα, ανησυχούσε όμως για την αγαπημένη του σύζυγο. Ο Κένταυρος Νέσσος ζούσε στην περιοχή. Και επ’ αμοιβή περνούσε τους διαβάτες απέναντι «λέγων παρά Θεών την Πορθμείαν ειληφέναι δια δικαιοσύνην» (Απολλόδωρος). Αυτός ήξερε καλά τις διαβάσεις κι όταν προσφέρθηκε να βοηθήσει ο Ηρακλής συμφώνησε να του εμπιστευτεί τη Δηιάνειρα, που φοβόταν τον κένταυρο όσο και το ποτάμι.

Ο ίδιος θα περνούσε τον Εύηνο κολυμπώντας. Πέταξε στην αντίπερα όχθη του ποταμού το ρόπαλο και το τόξο του, κράτησε πάνω του μόνο τη φαρέτρα και τη λεοντή που σκέπαζε τους ώμους του και ρίχτηκε στο νερό, χωρίς να ψάξει για το λιγότερο επικίνδυνο πέρασμα και αδιαφορώντας για την οποιαδήποτε πιθανή διευκόλυνση. Σαν έφτασε στον προορισμό του, άκουσε τη Δηιάνειρα να εκλιπαρεί τη βοήθειά του. Στρέφεται και βλέπει τον Νέσσο έτοιμο να απαγάγει το πολύτιμο φορτίο που του είχε εμπιστευτεί. Μάταια προσπαθεί να τον σταματήσει με απειλές.

Ο Κένταυρος τρέπεται σε φυγή. Η ευκινησία του όμως δεν κατάφερε να τον γλιτώσει από τον θυμό του Ηρακλή που του έριξε ένα βέλος και τον διαπέρασε. Ο Νέσσος, αφού τράβηξε το βέλος από την πληγή, βλέπει το αίμα του να τρέχει ανακατεμένο με το φαρμάκι της Ύδρας και έτοιμος να αφήσει την τελευταία του πνοή, σκέφτεται να πάρει εκδίκηση για το θάνατό του. Αρπάζει τον ματωμένο χιτώνα του και τον δίνει στη Δηιάνειρα παρουσιάζοντάς τον ως το μέσον που θα της εξασφάλιζε την αγάπη όποιου επιθυμούσε.

Πολύ καιρό αργότερα, ο Ηρακλής, νικητής πια της Οιχαλίας, ετοιμαζόταν να προσφέρει θυσία για να εκπληρώσει κάποιο τάμα που είχε κάνει στον Δία, όταν η Δηιάνειρα έμαθε ότι ο σύζυγός της ήταν ερωτευμένος με την Ιόλη. Την ιστορία περιγράφει αριστουργηματικά ο Σοφοκλής στην τραγωδία του Τραχίωνα.

Συντετριμμένη από τη στεναχώρια και μην μπορώντας ν’ αντέξει την ιδέα του θριάμβου της αντιζήλου της, άρχισε να σκέφτεται με τι μέσα θα μπορούσε να ξανακερδίσει τον σύζυγό της. Καθώς λοιπόν βασάνιζε το μυαλό της με χίλια δυο διαφορετικά σχέδια, θυμήθηκε τον χιτώνα του Νέσσου. Δεν χάνει καιρό και τον στέλνει με τον Λίχα στον Ηρακλή, ο οποίος τον φόρεσε λίγο πριν αρχίσει τη θυσία. Δεν είχε όμως προφτάσει να ρίξει στην πυρά τους πρώτους κόκκους λιβανιού και να αρχίσει τις σπονδές, όταν το δηλητήριο της Ύδρας, που είχε στο μεταξύ θερμανθεί, διαχύθηκε σε όλο του το κορμί.

Ξεπέρασε, προς στιγμήν, χάρη στο θάρρος του, τον πόνο που αισθανόταν, αλλά τελικά υπέκυψε στη σφοδρή ενέργεια του δηλητηρίου. Απομακρύνθηκε εγκαταλείποντας τον βωμό και οι κραυγές του αντήχησαν μέχρι τους δρυμούς της Οίτης. Θέλησε να πετάξει από πάνω του τον μοιραίο χιτώνα, αλλά είχε κολλήσει τόσο γερά που, τραβώντας τον, ξέσκιζε τις ίδιες του τις σάρκες. Το αίμα του, ξαναμμένο από το δηλητήριο, έκανε, κυκλοφορώντας στις φλέβες του, τον θόρυβο που κάνει το πυρωμένο σίδερο όταν βυθίζεται στο νερό. Η φωτιά που έκαιγε τα σωθικά του σκέπασε όλο του το κορμί με καυτό ιδρώτα, προκάλεσε τριγμούς στα νεύρα του και έλιωσε το μεδούλι των κοκάλων του. Αρχίζει να τρέχει στο βουνό, όπως ο ταύρος, ο οποίος ξεχύνεται με το βέλος που τον πλήγωσε καρφωμένο ακόμα πάνω του.

Εντείνει τις προσπάθειές του για να βγάλει τον δηλητηριασμένο χιτώνα από πάνω του, αλλά είναι αδύνατον. Τρέμει από μένος, εκβάλλει φοβερές κραυγές, ξεριζώνει δέντρα και τραντάζει τα βράχια. Κάποιες στιγμές που επανέρχεται η ηρεμία του, σηκώνει τα χέρια στον ουρανό και εκλιπαρεί τον Πατέρα του να τον συντρέξει. Τέλος, μην μπορώντας να αντέξει τη φωτιά που τον καίει, κόβει μερικά δέντρα από το όρος Οίτη, ετοιμάζει την πυρά, τη σκεπάζει με τη λεοντή και ζητά από τον Φιλοκτήτη, που τυχαία περνούσε από εκεί, να βάλει φωτιά, αφού ο Ύλλος αρνιόταν να το κάνει. Κατ’ άλλους τη φωτιά άναψε ο Ποίας που έτυχε να περνά ψάχνοντας τα κοπάδια του. Σ’ αυτόν ο Ηρακλής δώρισε τα τόξα του.

Ξαπλώνει πάνω σαν να ήταν κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ρόπαλό του, και το ύφος του απόλυτα ήρεμο, ως να παρευρισκόταν σε εορτασμό. Ήταν γραφτό του Ήρωα, αφού κατατρόπωσε τόσα τέρατα και τυράννους, να παλέψει με τη φωτιά και τον θάνατο. Ό,τι είχε πάρει από την μητέρα του, την Αλμήνη, έμελλε να χαθεί. Ότι είχε πάρει από τον Πατέρα του, τον Δία όμως, ήταν αθάνατο. Όταν η φλόγα εξαφάνισε ό,τι γήινο είχε, ο Δίας τον ανέβασε στους ουρανούς, πάνω σ’ ένα άρμα που το τραβούσαν τέσσερα άλογα, και του έδωσε μια θέση ανάμεσα στους θεούς.

Ο Απολλόδωρος γράφει: «… κομόμενης δε της πυράς λέγεται νέφος υποστάν μετά βροντής αυτόν εις ουρανόν αναπέμφαι. Εκτίθεν δε τυχών αθανασίας…». Η Δηιάνειρα δεν άντεξε τον πόνο για το κακό που είχε προκαλέσει στον Ηρακλή και… έστρεψε το μαχαίρι στον εαυτό της. Η φωτιά όπου κάηκε ο Ηρακλής έσβησε μόνο όταν αναπήδησε απ’ το λόφο ο ποταμός Δύρας (ο Γοργοπόταμος).

Σε μια παραλλαγή του μύθου η Δηιάνειρα μάζευσε σ’ ένα δοχείο το αίμα του Νέσσου (δηλητηριασμένο πάντα απ’ το αίμα της Λερναίας Ύδρας που είχαν τα βέλη του Ηρακλή) και μαζί ανακάτευε το σπέρμα του Κενταύρου που είχε τρέξει προσπαθώντας να την βιάσει.

Οι μαγικές ιδιότητες του σπέρματος των αλόγων (για ερωτικά φίλτρα) ήταν γνωστές στον αρχαίο κόσμο. Έτσι η Δηιάνειρα πείστηκε εύκολα και φύλαξε το μίγμα σ’ ένα χάλκινο δοχείο, που όταν ήρθε η ώρα το θυμήθηκε. Προσποιήθηκε να ετοιμάσει η ίδια το ένδυμα του ανδρός της για την θυσία. Πήρε λοιπόν ένα κομμάτι μαλλί και άλειψε με το φίλτρο τον χιτώνα, μακριά απ’ τις αχτίδες του ήλιου και τις φλόγες, όπως ακριβώς της είχε πει ο Νέσσος. Κατάλαβε όμως ότι εξαπατήθηκε όταν, αφού έστειλε τον χιτώνα στον Ηρακλή, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει την τούφα απ’ το μαλλί με την οποία άλειψε το ρούχο.

Γυρίζοντας να την πάρει, αντίκρισε στη θέση της… στάχτη. Στο σημείο που την είχε αφήσει έπεφταν αχτίδες του ήλιου και αμέσως κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί. Και πράγματι ο Ηρακλής σε λίγο σπαράζει απ’ τους αβάσταχτους πόνους…

Στον Όλυμπο, θεός πια ο Ηρακλής, βρίσκει τη θέση του την αιωνία. Ακόμη και η Ήρα που μια ζωή τον μισούσε, συμφιλιώθηκε μαζί του και τον υιοθέτησε σαν πραγματικό της παιδί. Ο Ηρακλής νυμφεύτηκε στον Όλυμπο την Ήβη, κόρη του Δία και της Ήρας.

Ο μύθος του Ηρακλή, οι άθλοι, οι πράξεις και τα κατορθώματά του, εξακολουθούν να εμπνέουν

Ο Ηρακλής παραμένει ο αγαπημένος ήρωας μικρών και μεγάλων. Και είναι διάσημος όσο και στους μυθικούς χρόνους, σύμβολο όπως και στην αρχαιότητα. Στην Αιτωλοακαρνανία έχουμε ασφαλώς πρόσθετους λόγους να τιμούμε τον Ηρακλή. Να επενδύσουμε σ’ αυτόν και να προβάλουμε σ’ όλο τον κόσμο την ιστορία της ζωής, του θανάτου και της αποθέωσής του.

Το σημείο στον Εύηνο όπου ο Κένταυρος προσπάθησε να βιάσει και να απαγάγει την Δηιάνειρα, δύο βήματα απ’ την αρχαία Καλυδώνα, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σημείο παγκόσμιας αναφοράς, για όλα εκείνα τα εκατομμύρια των πολιτών του κόσμου που λατρεύουν τον Ηρακλή, όχι σαν θεό πια, αλλά… ως τον μέγιστο των μυθικών ηρώων που έγινε κινηματογραφική ταινία, έγινε καρτούν, έγινε κουκλάκι «σουβενίρ» και μπλουζάκι, που έγινε μόδα δηλαδή. Ταυτόχρονα όμως έγινε αντικείμενο σπουδών στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές φημισμένων Πανεπιστημίων, έγινε διατριβή κορυφαίων επιστημόνων που με τις πολυετείς τους μελέτες επιχειρούν τον αποσυμβολισμό των άθλων.

Έγινε μύθος ξανά!

Και είναι πάντα εδώ, δυνατός και πρόθυμος να βοηθήσει τον άνθρωπο. Όπως τότε νίκησε τον Αχελώο και επέτρεψε στους προγόνους μας να ευημερήσουν, έτσι και σήμερα μπορεί να νικήσει ότι μας εγκλωβίζει και να μας προσφέρει ξανά το κέρας της Αμαλθείας. Αρκεί να του το ζητήσουμε…

Φώτης Μπερίκος 

Από το βιβλίο “Αιτωλία και Ακαρνανία: Εν αρχή ην ο Μύθος”