Στις 7 Δεκεμβρίου του 1835 δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος» το διάταγμα του «Όθωνα, ελέω Θεού βασιλέα της Ελλάδας» με αριθμό 19, «περί σχηματισμού των Δήμων εις τας επαρχίας Ναυπάκτου, Μεσολογγίου και Αγρινίου», μετά από πρόταση του «Γραμματέα επί των Εσωτερικών, Γεωργίου Πραΐδου[1] και υπογραφή του αντιβασιλέα, Κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ. Σύμφωνα με αυτό την επαρχία Αγρινίου αποτελούσαν οι Δήμοι: Αγρινίου (με πρωτεύουσα το Αγρίνιο), Θέρμου (με πρωτεύουσα το Θέρμο, σήμερα Βλοχός), Ζακονίνων (με πρωτεύουσα τα Ζακόνινα, σήμερα Παλαιοκαρυά), Εφύρας (με πρωτεύουσα την Έφυρα, σήμερα Σιτόμενα), Ταξιαρχίδος (με πρωτεύουσα τον Ταξιάρχη), Παμφίας (με πρωτεύουσα την Παμφία, σήμερα Αβαρίκος) και Αμβρακίας (με πρωτεύουσα την Αμβρακιά).
- Γράφει ο Λευτέρης Τηλιγάδας*
Το πρώτο σημαντικό στοιχείο του διατάγματος αυτού είναι, ότι ο λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας, Όθωνας και ο αντιβασίλεας του, έκαναν αμέσως αποδεκτή, την εισήγηση[2], όσων υποστήριξαν, παρά την επικρατούσα τότε άποψη, ότι το αρχαίο Αγρίνιο βρίσκονταν στη θέση της οθωμανικής κωμόπολης του Βραχωριού, έχοντας ως στόχο ίσως, ο καινούργιος δήμος να αποποιηθεί εντελώς την προεπαναστατική «τούρκικη» ιστορία του.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι μέχρι το 1923 επικρατούσε η άποψη, ότι το Αρχαίο Αγρίνιο βρίσκονταν νότια του σημερινού χωριού της Σπολάιτας, στην αριστερή όχθη του Αχελώου και ακριβώς απέναντι από την αρχαία Στράτο. Την παραπάνω χρονολογία ξεκίνησαν ανασκαφές στην περιοχή της Μεγάλης Χώρας στην οποία βρέθηκαν πολλά κτίσματα με πέτρες της κλασσικής εποχής, γεγονός που γέννησε τη βάσιμη σκέψη, ότι κάπου εκεί κοντά θα βρίσκεται το αρχαίο Αγρίνιο. Μετά από δύο χρόνια βρέθηκαν κοντά στο δεύτερο χιλιόμετρο της παλιάς εθνικής οδού Αγρινίου – Ιωαννίνων, απέναντι από το χωριό Διαμαντέϊκα και μέσα στο τότε κτήμα των αδελφών Μαρίτσα, υπολείμματα αρχαίου τείχους.
Το καλοκαίρι του 1927 άρχισαν επίσημα οι ανασκαφές από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων, Ιωάννη Μηλιάδη, με 80.000 δρχ. που διέθεσε ο Δήμος Αγρινίου (δήμαρχος Ανδρέας Παναγόπουλος) και συνεχίσθηκαν με 100.000 δρχ, τις οποίες πρόσφεραν οι αδερφοί Παπαστράτου την επόμενη χρονιά.[3]
Όπως συμβαίνει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, σε όλες τις περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας και σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα, κάθε κράτος που «σέβεται» τον εαυτό του και ενδιαφέρεται για την ισχύ των συμφερόντων που το απαρτίζουν και το καθορίζουν, οφείλει να οργανωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι εύκολα αντιληπτό στον καθένα η ύπαρξή του και η κυριαρχία του.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η αντιβασιλεία που κυβερνούσε για λογαριασμό του Όθωνα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αποφάσισε και εξέδωσε μια σειρά από διατάγματα με τα οποία καθορίζονταν τα χωρικά και διοικητικά όρια της κάθε περιοχής.
Βέβαια η παραπάνω διοικητική διαίρεση του β.δ. 19 της 7 Δεκεμβρίου του 1935, δεν ήταν η πρώτη. Είχε προηγηθεί η διοικητική διαίρεση του Καποδίστρια, η οποία είχε διατηρήσει το οθωμανικό όνομα της κωμόπολης, αναβαθμίζοντάς την σε πόλη, το β.δ. 3 της 15ης Απριλίου 1833, με το οποίο το Βραχώρι είχε ορισθεί πρωτεύουσα του νομού της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας με πρώτο νομάρχη τον ψαριανό Αναγνώστη Μοναρχίδη[4] (τον αντικατέστησε αργότερα ο Ανδρέας Ζαΐμης) και πρώτο δήμαρχο τον Αθανάσιο Καστάνη ή Καστανά[5]. Λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1833, η έδρα του νομού μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου παραμένει μέχρι σήμερα.
Ο Δήμος Αγρινίου με την υπογραφή του παραπάνω διατάγματος σχηματίστηκε από τους παρακάτω οικισμούς:
- α) Το Αγρίνιο, στο οποίο ζούσαν 473 οικογένειες και είχε συνολικό πληθυσμό 1850 κατοίκους[5].
- β) Τον Παλαιόπυργο (σημερινό Πυργί), ο οποίος απείχε από το Αγρίνιο μία (1) ώρα, είχε 49 οικογένειες και πληθυσμό 256 κατοίκους.
- γ) Το Τζέλου (σημερινό Σέλο), το οποίο απείχε από το Αγρίνιο μιάμιση (1:30) ώρα, με 9 οικογένειες και 37 κατοίκους.
- δ) Τον Πλάτανο, ο οποίος απείχε από το Αγρίνιο μιάμιση (1:30) ώρα, με 21 οικογένειες και 92 κατοίκους.
- ε) Το Δοκίμι, το οποίο απείχε από το Αγρίνιο μία (1) ώρα, με 22 οικογένειες και 102 κατοίκους.
- στ) Τη Σπολάιτα, η οποία απείχε από το Αγρίνιο δυόμιση (2:30) ώρες, με 56 οικογένειες και 200 κατοίκους.
- ζ) Το Ζαπάντα (σημερινή Μ. Χώρα/Ζαπάντι), το οποίο απείχε από το Αγρίνιο μία (1) ώρα, με 13 οικογένειες και 46 κατοίκους.
- η) Τα Καλύβια, τα οποία απείχαν από το Αγρίνιο τρεις (3) ώρες, με 34 οικογένειες και 123 κατοίκους, και
- θ) τη Μονή Προδρόμου[6], η οποία απείχε από το Αγρίνιο τρεις (3) ώρες.
Ξεκινήσαμε με το συγκεκριμένο διάταγμα την καταγραφή της ιστορίας της πόλης του Αγρινίου, όχι μόνο γιατί με αυτό ορίζεται η σημερινή ονομασία της, αλλά και γιατί θεωρούμε, ότι από αυτή την ημερομηνία και μετέπειτα ο κοινωνικός ιστός της πόλης αρχίζει, μέσα ακόμα και από τις ταξικές αντιθέσεις που χαρακτήριζαν τις κοινωνικές ομάδες που τον αποτελούσαν (Σουλιώτες και Βραχωρίτες) να σταθεροποιείται.
Ήδη, όπως φαίνεται στο τοπογραφικό σχεδίασμα του 1836, έχουν διαμορφωθεί οι δύο συνοικίες της πόλης.
Η πρώτη συνοικία ήταν των Βραχωριτών, οι οποίοι έχουν οικοδομήσει το χώρο αριστερά του ρέματος Κατρουλή, με τον κύριο όγκο των κατοικιών τους να βρίσκεται απλωμένος στα υψώματα που περιέχονται μεταξύ των σημερινών οδών Βλαχοπούλου, Σκαλτσοδήμου και Ι. Σταίκου. Σ΄ αυτή έμεναν κυρίως, οι προύχοντες, οι μεγαλονοικοκυραίοι και οι μεγαλοκαπεταναίοι, όπως ο Στάικος, ο Σκαλτσοδήμος και ο Τσέλιος.
Η δεύτερη συνοικία ήταν αυτή των Σουλιωτών αγωνιστών, οι οποίοι ήρθαν στην πόλη αμέσως μετά την απελευθέρωση και είχαν αναπτύξει τις κατοικίες τους στη δεξία πλευρά του Κατρουλή, στο χώρο ανάμεσα στους σημερινούς δρόμους/πεζοδρόμους, Ηλιού, Καζαντζή, Τσικνιά (πρ. Τσαλδάρη) και 39ου Συντάγματος.
Σύμφωνα με τις ονομαστικές καταστάσεις που υπέβαλε στην κυβέρνηση, ο έπαρχος Τριχωνίας Λάμπρος Ζαβός, στις 12 Μαΐου 1834, στο Αγρίνιο ήταν εγκατεστημένες 157 Σουλιώτικες οικογένειες, οι οποίες αριθμούσαν συνολικά 498 άτομα. Ανάμεσα τους ήταν οι Δαγκλαίοι, οι Ζερβαίοι, οι Μαλαμαίοι, οι Κουτσονικαίοι κ.α. Επίσης ήταν εγκατεστημένες 39 ακόμα οικογένειες στρατιωτικών, συνολικά 86 άτομα, από άλλες περιοχές της Ηπείρου και τέλος 8 οικογένειες εμπόρων και ασημουργών, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Δαβαρούκα[7].
Ανάμεσα στις δύο συνοικίες, εκεί που σήμερα βρίσκεται η πλατεία Ειρήνης, διαμορφώθηκε η πρώτη «αγορά» (το παζάρι) της πόλης.
Πρώτος Δήμαρχος του Δήμου Αγρινίου από το 1833, όπως είπαμε και παραπάνω, ήταν ο Αθανάσιος Καστάνης ή Καστανάς, όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα της εποχής και η καταγωγή του, πιθανολογεί ο Κώστας Μαραγιάννης, μπορεί να ήταν από τα Μεγάλα Βραγγιανά των Αγράφων, αφού εκεί βρίσκεται η γεννεαλογική ρίζα των Καστανάδων[8]. Στο αξίωμα του Δημάρχου παρέμεινε μέχρι το 1840. Το 1850 ο Αθανάσιος Καστανάς εκλέχτηκε βουλευτής της επαρχίας Τριχωνίας[9] και πέθανε κατά την πρώτη σύνοδο αυτής της περιόδο, το 1853.
Η κοινωνική σύνθεση της πόλης είχε στην κορυφή της έναν μικρό α-ριθμό γαιοκτημόνων, οι οποίοι συμπεριφέρονταν ως νέοι αγάδες και αποτελούσαν μια ιδιότυπη αγροτική αριστοκρατία. Αυτή η τάξη κράτησε την πόλη και την οικονομία της κλειστή για αρκετά χρόνια. Αποτελούνταν από μεγαλοκαπεταναίους και προύχοντες, οι οποίοι ήρθαν να γίνουν αγάδες και πασάδες στη θέση των παλιών αγάδων και πασάδων της περιοχής, με πρώτο και «καλύτερο» μεταξύ τους τον Γιαννάκη (Ιωάννη) Στάικο. Όλοι αυτοί δεν κυριάρχησαν απλά κοινωνικά πολιτικά και οικονομικά, αλλά αξιοπώντας κάθε μέσο και προτέρημα που πήγαζε από αυτή την κυριαρχία τους, «καταβρόχθησαν» τεράστιες εκτάσεις της μεγάλης και εύφορης πεδιάδας της πόλης με ένα σωρό φανερές και κρυφές λαθροχειρίες και χαριστικές παραχωρήσεις.
Αμέσως μετά στην κοινωνική πυραμίδα έρχονταν οι Βραχωρίτες νοικοκυραίοι, οι οποίοι κατείχαν σημαντική έγγεια ιδιοκτησία, καθώς επίσης και μερικοί φαλλαγίτες με καταγωγή από τη Ρούμελη και το Σούλι που με το διάταγμα του 1938 που ακολούθησε, προτίμησαν να ανταλλάξουν τον μικρό μισθό που έπαιρναν με γη η οποία με βάση τις αντικειμενικές αξίες της εποχής ισοδυναμούσε με το πενταπλάσιο του ετήσιου μισθού τους.
Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρισκόνταν η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του νεοσύστατου δήμου, οι οποίοι ήταν κυρίως ιδιοκτήτες μικρών κλήρων γης, σέμπροι που καλλιεργούσαν τα χωράφια των προηγούμενων, αλλά και των μεγαλοιδιοκτητών με τη συμφωνία να καρπώνονται ένα μέρος από τη σοδειά, μικροέμποροι, τοκογλύφοι, επιτηδευματίες και τεχνίτες της μικρής αγοράς, οι οποίοι είχαν ένα μικρό ετήσιο εισόδημα.
Στο περιθώριο της παραπάνω κοινωνική συγκρότησης υπήρχε και μια άλλη κατηγορία κατοίκων την οποία την αποτελούσαν τα παλικάρια και οι βετεράνοι των άτακτων σωμάτων, που διώκονταν και ζούσαν κυνηγημένοι από τους Βαυαρούς.
Η γη, όπως προαναφέραμε, βρισκόνταν συγκεντρωμένη στα χέρια των τσιφλικάδων και των μοναστηριών. Τα οθωμανικά κτήματα εθνικοποιήθηκαν αλλά το νεοσύστατο κράτος το μόνο που έκανε ήταν να αντικατέστησει τους Τούρκους φεουδάρχες στις ιδιοκτησίες τους με αποτέλεσμα αυτές να παραμένουν χέρσες και ακαλλιέργητες. Ο Βαυαρός Τιρς, έκανε μία πρόταση για δίκαιη διανομή των εθνικών κτημάτων στους ακτήμονες, ωστόσο δεν εισακούστηκε.
Το Μάρτιο του 1833, διαλύθηκαν τα άτακτα στρατεύματα της επανάστασης, αλλά μόνο δύο χιλιάδες (2.000) από τους άνδρες που τα αποτελούσαν, μπορούσαν να ενταχθούν στο νεοσύστατο Τάγμα των ακροβολιστών (ελαφρύ πεζικό). Έτσι «σώματα πειναλέων αγωνιστών διατρεχόντων πάσαν την χώραν», κάνουν την εμφάνισή τους (άλλοι μιλούν για 5.000, άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 13.000 σε ολόκληρη τη Ρούμελη) κυρίως στις παραμεθώριες περιοχές, όπως αυτή του Αγρινίου.
Για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, το κράτος αποτελούσε, τις περισσότερες φορές, περιστατικό και συνήθως ανεπιθύμητο παρείσακτο και η ληστεία ήταν μια από τις μορφές, που έπαιρνε η βίαιη αλλά σπασμωδική αντίδραση του παραδοσιακού κόσμου της υπαίθρου, στις προσπάθειες του κράτους να τον εντάξει στο νέο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με μεθόδους και μέσα που τόνιζαν τις αντιθέσεις και όξυναν τις προστριβές.
Από τον χειμώνα του 1834 έως και την άνοιξη του 1835, συμμορίες ληστών δρούσαν ανενόχλητα και ανατέθηκε στον φιλέλληνα αξιωματικό Γκόρντον (Thomas Gordon), η αντιμετώπισή τους. Τα στρατεύματα που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν αρχικά, κυρίως, βαυαρικά, αλλά αυτά αποδείχτηκαν ακατάλληλα για την αποστολή αυτή, καθώς οι Βαυαροί δεν άντεχαν τις εξαντλητικές πορείες στα βουνά.
Συμμετείχαν επίσης, πρώην άτακτοι μισθοφόροι Ρουμελιωτών καπεταναίων, κυρίως γιατί γνώριζαν τα κρησφύγετα και την τακτική των ληστών. Τα αποτελέσματα και αυτής της προσπάθειας, ήταν πενιχρά.
Το 1834, ένα χρόνο μόλις πριν την αλλαγή της ονομασίας της πόλης, υπήρξε μεγάλη αναστάτωση, αφού τα κατώτερα και πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα ότι οι εθνικές γαίες δεν μοιράσθηκαν δίκαια στους αγωνιστές της επανάστασης του 1821 και με αφορμή την επιβολή φορολογίας στο αλάτι που χρησιμοποιούσαν οι βραχωρίτες για τα ζώα τους πολλοί από τους βλάχους του Βραχωριού ανέβηκαν στο Παναιτωλικό.
Τον Αύγουστο του 1935 ενώθηκαν κάτω από την αρχηγία του Σωτήρη Στράτου και του Δήμου Τσέλιου, συνέλαβαν και διέλυσαν τα δύο τάγματα του στρατού που υπήρχαν στην πόλη, κατέλυσαν κάθε μορφή εξουσίας και κράτησαν το Αγρίνιο κάτω από την κυριαρχία τους για τρεις ολόκληρες μέρες.
Την τάξη αποκατέστησε ο Θοδωράκης Γρίβας και ο Κώστας Τζαβέλας στις αρχές του 1836. [Μαραγιάννης]
Στο Αγρίνιο της εποχής εκείνης, όπως και των δεκατιών που ακολούθησαν, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν το αγροτικό. Βασικά προϊόντα της τοπικής παραγωγής ήταν τα δημητριακά και σε μικρότερη κλίμακα, οι ελιές, το κρασί, τα κτηνοτροφικά και η σταφίδα, ο οποία ήταν το μοναδικό εξαγώγιμο προϊόν εκείνης της περιόδου, ενώ ο καπνός καλλιεργούνταν σε εξαιρετικά λίγες ακόμα εκτάσεις και η παραγωγή του συνέβαλε τα ελάχιστα στην τοπική οικονομία.
Η αγρινιώτικη σταφίδα, η οποία, όπως είπαμε, ήταν το μοναδικό εξ-αγώγιμο προϊόν της τοπικής παραγωγής, αντιμετώπιζε πάντα σημαντικές δυσκολίες. Η τιμή πώλησης καταρχάς ήταν αναγκαστικά χαμηλότερες από άλλες περιοχές της επικράτειας, οι οποίες διέθεταν καλύτερες και γρηγορότερες προσβάσεις στα λιμάνια εξαγωγής. Το βασικότερο όμως πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε δοθεί στην καλλιέργεια όλη η γόνιμη πεδιάδα του Αγρινίου. Ο μισός και παραπάνω κάμπος περίπου παρέμενε ακαλλιέργητος ακόμα και μετά το 1860 εξαιτίας των αυθαιρεσιών του Γιαννάκη Στάικου, αλλά και όλων των άλλων απλήστων μεγαλοτσιφλικάδων της περιοχής.
Διαμορφώθηκε με αυτό τον τρόπο μια κλειστή οικονομία, η οποία στάθηκε αρνητικός παράγοντας για την πρόοδο και την εξέλιξη της πόλης.
«Με αυτή την κοινωνική σύνθεση», γράφει ο Γεράσιμος Παπατρέχας, «με αυτό το ανθρώπινο υλικό πορεύτηκε το νέο Αγρίνιο για αρκετές δεκαετίες ο νεοσύστατος τον περασμένο αιώνα» (18ος) και μέχρι το τέλος του σχεδόν, που σημειώνεται ο μικροαστικός μετασχηματισμός».
Από το 1850 και μετά συνεχίζεται η εισροή και η εγκατάσταση νέων κατοίκων από την Ήπειρο, την Ευρυτανία, τα Κράββαρα και την Αρκαδία της Πελοπόνησου, οι οποίοι φθάνουν στην περιοχή για αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Είμαστε από αυτούς που πιστεύουν ότι το αρχαίο Αγρίνιο καμία σχέση δεν έχει, πέρα ίσως από την εγγύτητα της γεωγραφίας του, με το οθωμανικό Βραχώρι, όπως και το Βραχώρι ελάχιστη έως μηδενική σχέση με το κατοπινό Αγρίνιο και ας αποτελεί ιστορική μετεξέλιξη του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Γεώργιος Πραΐδης: Γεννήθηκε το 1791 στα Μουδανιά της Βιθυνίας. Ο πατέρας του ήταν από τη Μακεδονία και η μητέρα του από τα Μουδιανά. Μυήθηκε στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας πριν την Ελληνική επανάσταση και κατέβηκε στο Μεσολόγγι το Ιούλιο του 1821 μαζί με τον Μαυροκορδάτο από την Ευρώπη. Τον Νοέμβριο του 1821 έγινε μέλος της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδας και εκλέχτηκε αντιπρόεδρος. Ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του γενικού Φροντιστηρίου της Δυτικής Ελλάδας υπό του Μαυροκορδάτου. Πήρε μέρος στην Συνέλευση του Άστρους και διεύθυνε το γραφείο του Εκτελεστικού της πρώτης κυβερνήσεως της Ελλάδας. Απεβίωσε το 1873 στην Αθήνα.
Στο Αγρίνιο υπάρχει δρόμος με το όνομά του, ο οποίος ξεκινάει από την οδό Ζέρβα και καταλήγει στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου.
2. «[…] Άλλοι υποστήριζαν ότι το αρχαίον Αγρίνιον ήτο εις την χώραν των Αγραίων (τα Άγραφα), άλλοι εις την τοποθεσίαν του Βλοχού, άλλοι το ετοποθετούσαν εις την θέσιν της πόλεως του Βραχωρίου, διά τούτο εισηγήθησαν και την μετονομασίαν του εις Αγρίνιον.» ( Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 1ος, σελ. 176).
3. Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 1ος, σελ. 177
4. Ο Αναγνώστης Μοναρχίδης ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821 και πολιτικός της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1777. Ο πατέρας του, Χατζή Δημήτριος, ήταν ένας από τους ευπατρίδες του νησιού. Ο Αναγνώστης μπήκε στον ναυτικό βίο στην νεαρή ηλικία δεκαοκτώ χρονών. Με την έναρξη της επανάστασης πολέμησε από την αρχή με μεγάλο ενθουσιασμό.
Βγήκε πρώτος πληρεξούσιος των Ψαριανών στην Εθνική συνέλευση της Επι-δαύρου. Εκλέχτηκε βουλευτής της πρώτης περιόδου, και ξανά πληρεξούσιος στην Εθνική συνέλευση του Άστρους και της Επιδαύρου. Εκτός από νομάρχης της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας με έδρα το Αγρίνιο υπηρέτησε και ως νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος το 1836. Ήταν προπάππους του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη
5. Όλα τα πληθυσμιακά στιοιχεία είναι σύμφωνα με την απογραφή του 1934.
5α. Οι αποστάσεις αφορούν τις αποστάσεις των οικισμών από το Αγρίνιο, όπως αυτές είναι καταγε-γραμμένες στο διάταγμα.
6. Άγιος Ιωάννης Ριγανάς Σπολάιτας: Πρόκειται για ένα μνημείο βυζαντινής τέχνης με διαστάσεις 9.50 x 4.70, χωρίς την αψίδα, ενώ είναι σταυροει-δής με τρούλλο. Εσωτερικά το τετράγωνο που δημιουργούν τέσσερις, εφαπτόμενοι στις μακριές πλευρές, πεσσοί στέφεται με τόξα. Τα τόξα αυτά και τα σφαιρικά τρίγωνα υποβαστάζουν τον ευρύ εξωτερικά και ελλειψοειδή εσωτερικά τρούλλο. Οι στέγες καλύπτονται με σχιστόπλακες.
Στην ανατολική πλευρά δημιουργούνται τρεις κόγχες, από τις οποίες η κεντρική εξέχει. Είναι ημικυκλική, αλλά το ημικύκλιο διακόπτεται εξωτερικά, δημιουργώντας στην κάτοψη ανεπαίσθητες γωνίες.
Η τοιχοποιία είναι από ελαφρά επεξεργασμένες ασβεστόπετρες που τοποθετούνται σε οριζόντιες στρώσεις με τη βοήθεια κονιάματος. Εσωτερικά η κατά μήκος και η εγκάρσια καμάρα, όπως και ο τρούλλος, διαμορφώνονται με μαστοριά και τέχνη και θυμίζουν τον εμπειρικό τεχνίτη της Αγίας Παρασκευής Παλιάμπελων.
Το περιθύρωμα της δυτικής εισόδου είναι κατασκευασμένο με πελεκετή μονοκόμματη πέτρα και στο επάνω μέρος ανοίγεται μικρή τυφλή κόγχη, όπου χαράσσεται η χρονολογία κατασκευής του ναού: 1815. Στην ανατολική πλευρά με μυστρί σημειώνεται η ίδια χρονολογία.
Αθ. Παλιούρας, «Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία» (α΄ έκδ. 1985)
7. Γεράσιμος Παπατρέχας, «Ιστορία του Αγρινίου», Δήμος Αγρινίου 1991, σελ. 368.
8. Κώστα Μαραγιάννη, «Το Αγρίνιο και η περιοχή του», εκδόσεις Πάραλος, 2011, σελ. 120.
9. Οι προηγούμενες εκλογές έγιναν το 1847 και τις είχε κερδίσει ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος πέθα-νε δυο μήνες μετά από τις εκλογές. Από τότε μέχρι τις εκλογές του 1850, την Ελλάδα διοίκησαν η Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847, η Κυβέρνηση Γε-ωργίου Κουντουριώτη 1848 και η Κυβέρνηση Κων/νου Κανάρη 1848 μέχρι που ανέλαβε η Κυβέρνηση Κριεζή το 1849.
Ο ναύαρχος Αντώνιος Κριεζής γεννημένος στην Τροιζηνία, με καταγωγή από την Ύδρα, ήταν σημαντικός αγωνιστής της επανάστασης του 1821, είχε πάρει μέρος σε ναυμαχίες, και είχε τη σημαντική θέση στον ελληνικό στόλο. Ο Κριεζής και η κυβέρνησή του χαρακτηρίζονται ως φιλοβασιλικοί. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Βασιλιάς έπαιρνε μέρος σε συσκέψεις της κυβέρνησης. Στους μήνες που προηγήθηκαν των εκλογών, η κυβέρνηση Κριεζή είχε αντιμετωπίσει τα «Παρκερικά» και την υπόθεση Πατσίφικο σημαντικά διπλωματικά επεισόδια. Σημαντικοί ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν λάβει θέσεις πρεσβευτών που τους είχε προσφέρει ο βασιλιάς Όθων (Ανδρέας Μεταξάς στην Κωνσταντινούπολη, Σπυρίδων Τρικούπης στο Λονδίνο και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στο Παρίσι) και έτσι δεν υπήρχε ισχυρή διοίκηση στην αντιπολίτευση.
Τον Αύγουστο 1850 ο Όθων φεύγει για ταξίδι στη Γερμανία και με διατάγματα που φέρουν την υπογραφή της βασίλισσας Αμαλίας η οποία τον αναπλήρωνε ασκώντας χρέη Αντιβασιλέα διαλύεται η Βουλή (9 Σεπτεμβρίου 1850) και προκηρύσσονται εκλογές .
Οι εκλογές έγιναν στις 20 Οκτωβρίου 1850 και οι βουλευτές που υποστήριζαν το ναύαρχο Κριεζή πήραν 100 από τις 131 θέσεις στο κοινοβούλιο.
Εκτός από τον Αθανάσιο Καστανά την Αιτωλοακαρνανία την περίοδο αυτή εκπροσωπούν οι: Δημήτριος Σκυλοδήμος, Βάλτου, Θεόδωρος Γρίβας, Βονίτσης και Ξηρομέρου, Σταύρος Γρίβας, Βονίτσης και Ξηρομέρου, Κωνσταντίνος Γριβογεώργης, Βονίτσης και Ξηρομέρου, Ιωάννης Φαρμάκης, Ναυπακτίας, Α. Παπαδημητριάδης, Ναυπακτίας, Νικόλαος Σισμάνης, Ναυπακτίας (εξελέγη πληρεξούσιος και στην Εθνοσυνέλευση του 1862-δολοφονήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1863.) και ο Γεώργιος Ιω. Στάϊκος, Τριχωνίας.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του Αρχείου Αγρινίου τον Ιανουάριο του 2018, σελ.: 3-6
Σχετικά Άρθρα
Αμφιλοχία: Νεκρός ο 27χρονος οδηγός
Αμφιλοχία: Η στιγμή της ανάσυρσης του Ι.Χ.
Ι.Χ. στη θάλασσα, αγωνία για τον οδηγό