Θανάσης Βαλαώρας: «Ο σεβασμός στο πρωτογενές υλικό, στη διαχρονικότητα του υλικού, σ’ ό,τι αιώνες αντέχει και η τεκμηρίωσή τους απ’ τη λαλιά του Γ. Τσαρούχη, που ‘χα τύχη αγαθή να αφουγκρασθώ από κοντά, ήταν τα «όπλα» στην εικαστική μου φαρέτρα».
- Αν θεωρήσουμε ότι ο μεγαλύτερος κριτής της Τέχνης είναι ο ίδιος ο χρόνος, τότε σίγουρα η Τέχνη του Θανάση Βαλαώρα (εικαστικού και σκηνογράφου) θα μπορούσε να εκληφθεί σαν ένα «πολιτιστικό δώρο» με διαχρονική αξία. Εξαιρετικός καλλιτέχνης, με ικανό χέρι και ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, από τους ανθρώπους που αποδεικνύουν πως η Ελληνική Τέχνη σε περιόδους κρίσης βρίσκει τρόπους να «ζει», να «θυμάται» και να εξελίσσεται.
- Κι αν θεωρήσουμε ότι γνωρίζουμε τον Θανάση Βαλαώρα ως εικαστικό και σκηνογράφο, μέσα από την αξιοσημείωτη πορεία του στα εικαστικά δρώμενα της πόλης μας, σίγουρα θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε νιώσει απολύτως τίποτα από το «βάθος» και το «συναίσθημα» της Τέχνης του, αν πρώτα δεν επισκεφθούμε το εργαστήρι στο οποίο εργάζεται και δημιουργεί.
- Στο πλαίσιο της «Συνέντευξης της Δευτέρας» για τις ιστοσελίδες του «Agrinio365» Media Group (Antenna-Star.gr και AgrinioTimes.gr), είχα την τιμή και την χαρά να ξεναγηθώ από τον Θανάση Βαλαώρα στο εργαστήρι και εκθεσιακό του χώρο «Αβραξάς», στην οδό Τσικνιά 50, στο κέντρο του Αγρινίου.
- Βρέθηκα ανάμεσα σε μια συλλογή από πρωτότυπα και αξιοθαύμαστα έργα, τα οποία δημιουργήθηκαν από απομεινάρια της «παλιάς» πόλης (κυρίως ξύλα, πέτρες και κεραμικά), αλλά και ανάμεσα σε ακόμη περισσότερα φθαρμένα και εγκαταλειμμένα αντικείμενα περασμένων χρόνων, προσεκτικά στοιβαγμένων σε κάθε γωνιά του χώρου, που περιμένουν να πάρουν νέα ζωή στα χέρια του. Μιλώντας μαζί του, ένιωσα να χάνω την αίσθηση του χρόνου, σε μια περιπλάνηση σε μιαν άλλη εποχή, που καθήλωσε τις αισθήσεις μου!
Συνέντευξη στη Νάντια Μπούτα
…Απ’ το νηπιαγωγείο η δασκάλα μου, η κυρά Ζωή με τις κοτσίδες, μου ‘δωσε βρασμένα ρεβίθια και οδοντογλυφίδες κι έκαμα σχήματα πολλά…
Το απολυτήριο έγραφε: «Παιδί ευγενικό, πρόθυμο, προικισμένο, με πλουσίας πνευματικάς ικανότητας (αντίληψιν, μνήμην, φαντασίαν), βοηθήστε το εις το να αποκτήσει περισσότερον θάρρος». Δεν άλλαξαν και πολλά…
- Έχεις διατηρήσει μια ιδιαίτερη σχέση με παλιά οικογενειακά κειμήλια κι αντικείμενα που έχεις διασώσει και διαφυλάξει επί σειρά ετών. Μίλησέ μου για εκείνα τα χρόνια, τις μνήμες, τις εικόνες και τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων.
Γεννήθηκα στο σπίτι (που και τώρα ζω) με τη βοήθεια της μαμής της Μπακολίτσας, στις 23 Μάη του ’59.
Έζησα με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου Νίκος (1906-1998) είχε κατάστημα στην Παπαστράτου 5 (Ηλεκτρικά και Χρυσοχοείο). Η μάνα μου Μάρθα Σάρρα (1917-2005) χήρεψε με 3 παιδιά (το ένα κοιλάρφανο). Είχε μαγαζί ο άντρας της απέναντι από το δικό μας. Μόνιασαν κι έζησαν μαζί στο υπόλοιπο της ζωής τους.
Στο σπίτι ζούσε και η γιαγιά μου Μαρίνα (1871-1973). Μέχρι τα 102 που έφυγε (14 χρονών εγώ τότε) μ’ έμαθε να μιλάω με το φεγγάρι, με νεράιδες, βαμπίρια, τη γλώσσα των Κραβάρων, τα ξόρκια…
Φλεβάρη του ’73, ο πατέρας μου έβαλε το «Χαρώνειο νόμισμα» στο στόμα της, υπηρετώντας το αρχέγονο κι έπραξα το ίδιο στους γονείς μου που είχα την ευλογία στην ύστερη ανάσα τους να ‘ναι στην αγκαλιά μου.
Μ’ αυτούς μεγάλωσα εκεί κοντά στη Βαγγελίστρα, σε δρόμο που έχει τη ρίζα μας (Βαλαωρίτου).
Έτσι οι αφετηρίες των εκθέσεών μου γίνονται πανσέληνο, όπως τα καταγώγια μού όριζαν το χρόνο.
- Μπορείς να θυμηθείς κάποιους ανθρώπους που συνάντησες και διαμόρφωσαν την φιλοσοφία σου και σε καθόρισαν ως άνθρωπο;
Το Λύκειο το τελείωσα στην Αθήνα (Ζωγράφου). Εκεί πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο φιλόλογος Νίκος Μπαζιάνας που ΄χεν εκπομπή στην τηλεόραση με Δημοτικά κάθε Κυριακή. Μ’ έμαθε να συλλογάμαι ελεύθερα.
Κοντά στο Νίκο Στέφο, στην Πατησίων, έμαθα να υπακούω στο χρώμα. Απ’ αρχής με πήρε κοντά του και μ’ έμαθε αγιογραφία. Όλα τα μυστικά απ’ την πρώτη μέρα.
Γυιός αντάρτη που δεν γύρισε απ’ το «βουνό».
Τον ρώτησα γιατί με παιδαγωγεί και μου απάντησε: «Για δύο λόγους: Πρώτον γιατί ο ήλιος φέγγει για όλους τους ανθρώπους και δεύτερον γιατί εγώ είμαι “καλύτερος” από σένα».
Έκαμα χρόνια να λυτρωθώ!
Με βοήθησε και μια φωτιά που έκαψε σημαντικά αρχεία στο σπίτι μου. Εδώ κάηκε η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, είπα και προχώρησα. Ό,τι σωθεί..!
Κι ό,τι χάνεται, πένθος είναι και χωρισμός, όμως καλό είναι να παλεύεις μ’ ό,τι έχεις κι όχι μ’ ό,τι θα ήθελες να έχεις.
Δεν πέτυχα στη Σχολή Καλών Τεχνών κι έφυγα για το Παρίσι, όπου έμεινα το ’78 φιλοξενούμενος σε καθολικό μοναστήρι των Μαριανών αδελφών. Πέρασα τη χρονιά στα Μουσεία. Μπολιάστηκα με τον Βαν-Γκογκ κι έκανα συχνά ταξίδια στην Ολλανδία.
Επέστρεψα, 22 μήνες θητεία στο Αργοστόλι – μόνος μου σε Στρατολογικό Γραφείο και μετά η Σχολή Σταυράκου, στην άνθισή της ακόμα με Ραφαηλίδη, Κουκουλομάτη, Καραγιάννη, Σκαλενάκη, Πάσχο, Παναγιωτούνη δασκάλους.
Και τ’ «αξέχαστά» μου σα βοηθός του Α. Χαλκιά στο Μπουλούκι του Τ. Ψαρά (13 επεισόδια για την ΕΡΤ) και σαν σκηνογράφος στην πρώτη μου πρεμιέρα εδώ με το «Φιόρο του Λεβάντε» και με την ταινία «Άη Βασίλης ο Θαλασσινός» του Β. Ντούρου, που πολυβραβεύτηκε.
- Πότε επέστρεψες στο Αγρίνιο;
Το 1986, επέστρεψα ν’ ανοίξω το χώρο μου «ΑΒΡΑΞΑΣ» (λέξη των γνωστικών).
Δεν έφυγα ποτέ, η τύχη και η αναγκαιότητα περιόρισαν τις αναζητήσεις μου.
Με τον καινούριο αιώνα άρχισα να πιάνω πάλι συστηματικά τα πινέλα μου αρχίζοντας τα ταξίδια μου από ένα εκπληκτικό χώρο της Πινακοθήκης Μάργαρη στην Αμφιλοχία. Ήταν πανσέληνος του Αυγούστου το 2006.
Δυο χρόνια αργότερα, σκηνογράφησα το «Βουνό μπροστά», που γυρίστηκε στο Ξηρόμερο και το 2009 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας.
Μετά, τα «Υδάτινα Όρια» (των λιμνών), «Η Ζωή εν Τάφω», το «Τάμα», το «1821».
- Μετά από μια μακρόχρονη και αξιοσημείωτη πορεία στα εικαστικά δρώμενα της πόλης μας -και όχι μόνο- θα μπορούσες να ξεχωρίσεις και να μου αναφέρεις κάποιους σημαντικούς σταθμούς αυτής της διαδρομής;
Η «Ζωή εν Τάφω», για τους 120 εκτελεσμένους, ήταν ό,τι πιο μεστό μοιράστηκα με την πόλη που με φιλοξένησε. Η αγρυπνία της Μ. Παρασκευής, οι άνθρωποι που επέλεγαν ν’ ανάψουν κερί στις ψυχές τους.
Δεν γνώριζα που έμπλεκα…
Μετά δεν ήμουν ο ίδιος.
Η παρουσία εκείνη «απογειώθηκε» με τις εικαστικές παρεμβάσεις της Βάγιας Κωνσταντή. Δεν ξεχάστηκε κανείς…
Το 2019, έκαμα το «Τάμα» που ήθελα όλους να μνημονεύσω, εγκαινιάζοντας τον χώρο μου.
Και μετά ο κορωνοϊός – ευλογημένος καιρός για μένα – αφού σ’ αυτή την προσυνταξιοδοτική περίοδο ησύχασα και απέμεινα με τις μπογιές μου.
Γίνηκαν οι ήρωες, ολοκληρώθηκαν και οι Άγιοί μου, που ταξίδεψαν στην Τήνο.
- Θέλω να αναφερθούμε λίγο πιο εκτεταμένα στην έκθεσή σου «…που με βία μετράει τη γη», η οποία παρουσιάστηκε αρχικά τον Μάιο στον χώρο Τέχνης «Αβραξάς» στο Αγρίνιο και μετέπειτα στην Δημοτική Πινακοθήκη Κορίνθου και στην αίθουσα «Athens school» στην Αθήνα. Έργα τα οποία φιλοτεχνήθηκαν με την δική σου εικαστική παρέμβαση και ματιά, πάνω σε απομεινάρια παλιών, ξύλινων κυρίως κατασκευών, αποτύπωσαν τα χαρακτηριστικά των ηρώων της Επανάστασης του 1821, δίνοντας στα φθαρμένα αντικείμενα μια νέα ευκαιρία στην ιστορία. Πως γεννήθηκε η ιδέα της έκθεσης και τι θέλησες να αναδείξεις μέσα απ’ αυτή;
Οι ήρωες γεννήθηκαν από την παραγγελία της συντρόφου μου να κάμω τον Καραϊσκάκη. Τον έβαλα στη βιτρίνα και μια μάνα μού τον ζήτησε για το δωμάτιο του 8χρονου γιού της.
Παραξενεύτηκα και από κείνη τη μέρα άπλωσε…
Τα κειμήλια και η γραφή στα απομνημονεύματα του παππού μου Γεωργούλα (1864-1951), που εξιστορούσε τη συμμετοχή της φαμίλιας στον αγώνα και τον απαγχονισμό των τελευταίων Βαλαωραίων στα πλατάνια της Ναυπάκτου το 1808, ήταν η σπίθα. Κοντά και ο αφανισμός των Εβραίων την 11η Ιουνίου 1821 απ’ τους Έλληνες. Την ιστορία που γράφουν οι νικητές και την αποσιώπηση σ’ ό,τι δεν συνάδει με το «ΕΘΝΙΚΟΝ».
Ο Αη Θανάσης ο Διάκος, οι ναυτικοί, οι πειρατές, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ, που φόρεσαν της Μιράντας τα στολίδια, ο Θόδωρος πίσω απ’ τα κάγκελα, ο Ρήγας και ο Θούριος που στο Δήμο ανήκουν, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Νικηταράς, η σημαία -από παραθυρόφυλλα σπιτιού από το καταγωγικό χωριό της Περίστας, που τέσσερεις ένοικοι γυιοί πήγαν στο βουνό και δε γύρισε κανείς. Έμεινε το μπλε των φύλλων …η σημαία, το χάραγμα της αναστάσιμης λαμπάδας. Έτσι για την υπογραφή της μάνας μου, που με σήκωνε αγκαλιά το Μεγάλο Σάββατο να κάμω το σταυρό στην εξώπορτα.
Το ταξίδι μου χορήγησαν ο Δήμος Αγρινίου που έκανε τα έντυπα που ακολούθησαν τους ήρωες, ο Δήμος Κορίνθου και η Τόνια Τζαναβάρα που με φιλοξένησε με αγάπη στον τόπο τους και το «Athens School» που μου έδωσε την ευκαιρία να δουν τη δουλειά μου, φίλοι παλιοί.
Ο σεβασμός στο πρωτογενές υλικό, στη διαχρονικότητα του υλικού, σ’ ότι αιώνες αντέχει και η τεκμηρίωσή τους απ’ τη λαλιά του Γ. Τσαρούχη, που ‘χα τύχη αγαθή να αφουγκρασθώ από κοντά, ήταν τα «όπλα» στην εικαστική μου φαρέτρα.
- Τον Σεπτέμβριο του 2021 στο πλαίσιο του Φωτογραφικού Φεστιβάλ «Photopolis» παρουσίασες μέρος της συλλογής παλιών φωτογραφιών από το προσωπικό σου αρχείο, η οποία αναδεικνύει την ιστορία της περιοχής, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους μεγαλύτερους και πηγή γνώσης για τους νεότερους. Πόσες φωτογραφίες έχουν διασωθεί και με ποιον τρόπο; Είχες βοήθεια σ’ αυτή σου την προσπάθεια;
Σ’ ότι συλλέγω απ’ τα αζήτητα της πόλης, αρωγός ήταν το Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμού του Πανεπιστημίου μας, που φοιτητές του σκάναραν και φακέλωσαν χιλιάδες φωτογραφίες. Βέβαια από τότε το υλικό που βρέθηκε πολλαπλασιάστηκε και περιμένει…
Φωτογραφίες, επιστολές, έγγραφα, συμβόλαια, έντυπα, αποδείξεις της εδώ παρουσίας μας.
Σαν Κραβαρίτης δεν πετάω τίποτα!
- Τι σημαίνει για σένα η διαφύλαξη της «συλλογικής μνήμης» μέσα από τους πολιτισμικούς κώδικες της εποχής μας;
Στην ανθρώπινη προσέγγιση όλα είναι ενεργειακά. Συμπληρώνουν το παζλ της συλλογικής μας μνήμης. Μου είναι εύκολο να αφουγκραστώ στα χαλάσματα, τα ίχνη ζώσης ύλης που αντέχουν.
Έχω μόνο αναφορές παρελθόντος και στη σιγουριά τους πατάω για να συνεχίσω.
Ό,τι κατέχω δεν μου ανήκει, μα δε βλέπω πως θα αξιοποιηθεί. (Τα κειμήλια του Λαογραφικού Μουσείου αναπαύονται σε αποθήκες).
Αλλά έτσι είναι η ζωή. Άλλος πετάει, άλλος μαζεύει. Και πάλι απ’ την αρχή!
Την ουτοπία υπηρετώ, τον μικρόκοσμό μου, τους φίλους που με σεργανάνε, τα ΕΥ της κάθε μέρας. Μαθαίνοντας έως θανάτου.
- Ποιοι είναι οι στόχοι σου και οι φιλοδοξίες σου για το μέλλον;
Φιλοδοξίες δεν έχω, μόνο χρέος.
Χρέος σ’ αυτούς που μ’ εμπιστεύτηκαν να σκηνογραφήσω τη «Δεξιά τσέπη του ράσου» (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου).
Χρέος να είμαι μαζί με «Αιτωλοακαρνάνες εικαστικούς» στη Λαχαναγορά.
Χρέος να διδάξω στον Πύργο Ηλείας, σε μαθητές, το ’21, στο πλαίσιο του «Νεανικού Φεστιβάλ» (το Νοέμβριο).
Παραθέτω φωτογραφικό υλικό από την επίσκεψή μου στο εργαστήρι και τον εκθεσιακό χώρο «Αβραξάς» του Θανάση Βαλαώρα, στην οδό Τσικνιά 50, στο Αγρίνιο.
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Θανάση Βαλαώρα για την ζεστή φιλοξενία και την εγκάρδια συζήτησή μας.
Συνέντευξη: Νάντια Μπούτα
«Agrinio365» Media Group | Antenna-Star.gr – AgrinioTimes.gr
Σχετικά Άρθρα
Κ. Πιστιόλας: «Ελπίδα, πίστη, αισιοδοξία»
30/12 η ψήφιση του Προϋπολογισμού
Γ. Παπαναστασίου: «Αγάπη και πληρότητα»