Για τους αφοσιωμένους φαν των Beatles (δηλαδή για πολύ κόσμο), το 2020, εκτός από όλα τα άλλα, ήταν και μια χρονιά κάπως φορτισμένη συναισθηματικά. Αρκεί κανείς να σκεφθεί τις επετείους της μπάντας: τον Μάιο συμπληρώθηκε μισός αιώνας από την κυκλοφορία του «Let it be», του τελευταίου της άλμπουμ, ενώ στις 9 Οκτωβρίου και στις 8 Δεκεμβρίου τιμήθηκαν αντιστοίχως τα 80 και τα 40 χρόνια από τη γέννηση και από τον θάνατο του Τζον Λένον.
- Τον Ιούνιο ανακοινώθηκε ότι το ντοκιμαντέρ «The Beatles: Get Back» του Πίτερ Τζάκσον με θέμα τις ηχογραφήσεις του «Let it be» θα βγει στις αίθουσες το καλοκαίρι του 2021, ενώ τον Σεπτέμβριο ο οίκος Sotheby’s πραγματοποίησε μια διαδικτυακή δημοπρασία με ένα σωρό αντικείμενα των «Σκαθαριών».
Μέσα σε όλα, τον Αύγουστο, ο δολοφόνος του Τζον Λένον, ο Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν, είδε άλλη μια αίτησή του για αποφυλάκιση να απορρίπτεται από τους αρμοδίους, ως «ασύμβατη με την ευημερία της κοινωνίας».
Θα περίμενε κανείς ότι οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα στο στρατόπεδο του πιο επιδραστικού και πιο ευπώλητου συγκροτήματος του σύγχρονου κόσμου, θα ήταν περιττή. Και αν μιλάμε για ένα από τα πιο «μετριοπαθή» εναπομείναντα μέλη του, κάπως έτσι έχει η κατάσταση: το επικείμενο EP του Ρίνγκο Σταρ με τίτλο «Zoom in», αναμένεται τον ερχόμενο Μάρτιο.
Αν όμως μιλάμε για τον Πολ Μακάρτνεϊ, τον έναν από τους δύο βασικούς δημιουργικούς πυλώνες των Beatles, το ένα από τα δύο μέρη του πιο επιτυχημένου συνθετικού διδύμου της ποπ μουσικής (τον «γλυκούλη» της υπόθεσης, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν τα media), τότε το πράγμα αλλάζει: ο 18ος προσωπικός του δίσκος, «McCartney III», κυκλοφόρησε στις 18 Δεκεμβρίου, έχοντας ηχογραφηθεί στη διάρκεια της καραντίνας, όχι ως άλλο ένα επιστέγασμα μακρόπνοων συνεργασιών, αλλά με τα περισσότερα όργανα και στάδια της παραγωγής να τα έχει αναλάβει ο ίδιος ο μουσικός.
Η συνέντευξη
«Σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα ότι ετοιμάζω ένα άλμπουμ και άρα πρέπει να είμαι σοβαρός», εξηγούσε ο Μακάρτνεϊ σε πρόσφατη συνέντευξή του στους New York Times και στον δημοσιογράφο Ντέιβιντ Μαρκέζι. «Η όλη ιστορία έμοιαζε περισσότερο ως εξής: βρίσκεσαι σε lockdown, μπορείς να κάνεις ό,τι διάολο θέλεις. Και αυτό που με εξέπληξε ήταν ότι δεν έχω μπουχτίσει με τη μουσική. Γιατί, αυστηρά μιλώντας, θα έπρεπε να την έχω βαρεθεί εδώ και χρόνια».
Το «McCartney III» δεν είναι η καλύτερη δουλειά του δημιουργού του (δεν χρειάζεται να είναι), ούτε και αντέχει σε κλισέ χαρακτηρισμούς όπως «ο πιο ώριμος δίσκος του». Με ένα τρόπο συνεχίζει την παράδοση του πρώτου σόλο άλμπουμ του Βρετανού, του «McCartney» που κυκλοφόρησε το 1970, αλλά και του «McCartney II» που βγήκε μία δεκαετία μετά. Οι δύο δίσκοι έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά: ηχογραφήθηκαν ο ένας μετά τη διάλυση των Beatles και ο άλλος μετά εκείνη των Wings (της μπάντας που ο Μακάρτνεϊ είχε δημιουργήσει με την πρώτη του σύζυγο, Λίντα Ιστμαν), ενώ αμφότεροι βρίσκουν τον Μακάρτνεϊ σε κάθε οργανοπαικτικό πόστο.
Αντίθετα, πάντως, με εκείνα τα μάλλον αδικημένα στην εποχή τους άλμπουμ, οι κριτικές του «McCartney III» είναι θετικές και δικαίως εστιάζουν σε αρετές συγκεκριμένων κομματιών, όπως η συνθετική ελευθερία του «Long Tailed Winter Bird», η μελωδική εκφραστικότητα του «Deep Deep Feeling» και η στιχουργική σοφία του «Women and Wives». Επιπλέον, επαινούν την ανεπιτήδευτη ερμηνεία του Μακάρτνεϊ, που σε τραγούδια σαν το «Pretty Boys» δεν προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια του χρόνου στη φωνή του.
Εστω κι έτσι, ο ίδιος δεν θεωρεί ότι το άλμπουμ αντανακλά τη σύνεση που του έχουν χαρίσει τα 78 του χρόνια. «Η ιδέα του να μεγαλώνεις και να προσθέτεις βέλη στη φαρέτρα σου είναι όμορφη, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι με ενδιαφέρει», έλεγε στους New York Times. «Το θέμα είναι ότι όταν κοιτάζω πίσω, σε κομμάτια σαν το “Yesterday”, που το έγραψα όταν ήμουν περίπου είκοσι ενός, ακούω τον εαυτό μου να μιλάει λες και είμαι ενενηντάχρονος: “Ξαφνικά δεν είμαι ούτε ο μισός άνδρας που ήμουν κάποτε” (σ.σ.: “Suddenly I’m not half the man I used to be” στο πρωτότυπο). Τέτοιοι στίχοι, όπως και του “Eleanor Rigby”, έχουν ένα είδος σοφίας. Κανονικά, θα σκεφτόταν κανείς ότι, εντάξει, καθώς μεγαλώνω θα φτάσω πιο βαθιά, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει. Είναι νομίζω ένα δεδομένο της ζωής ότι οι χαρακτήρες δεν αλλάζουν και πολύ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου, είσαι εκεί».
Ισως βέβαια δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η ζωή του Πολ Μακάρτνεϊ καθορίστηκε στον μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη τη δεκαετία με τους Beatles. Επειδή ωστόσο έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τη διάλυσή τους, μια εύλογη ερώτηση είναι αν τους θεωρεί ακόμα κεντρικό κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας.
«Πολύ κεντρικό. Ηταν ένα σπουδαίο γκρουπ κι αυτό είναι κάτι κοινώς αποδεκτό», αποκρινόταν στους New York Times με μια καλοπροαίρετη ειρωνεία ο Μακάρτνεϊ λίγο πριν συμπληρώσει: «Είναι σαν τις σχολικές αναμνήσεις σου, που για εμένα είναι οι αναμνήσεις από τους Beatles. Ο κίνδυνος είναι ο εξής: αν βρίσκομαι σε κάποιο δείπνο, είναι πιθανό να αρχίσω να λέω ιστορίες από τη ζωή μου, τις οποίες οι άνθρωποι ήδη γνωρίζουν. Και τους βλέπω να χασμουριούνται. Αλλά οι Beatles είναι αναπόδραστοι. Η κόρη μου, η Μέρι, θα μου στείλει μια φωτογραφία ή ένα μήνυμα μέσα στη βδομάδα που θα λέει “σε είδα σε μια διαφήμιση” ή “σε άκουσα στο ραδιόφωνο”. Αυτό που με εκπλήσσει πλέον, λόγω του σεβάσμιου της ηλικίας μου, είναι ότι μπορεί να βρίσκομαι λόγου χάριν με έναν από τους καλύτερους δερματολόγους της Νέας Υόρκης κι εκείνος να είναι σκληροπυρηνικός θαυμαστής των Beatles. Ολα αυτά με εκπλήσσουν. Προσπαθούσαμε να γίνουμε γνωστοί, προσπαθούσαμε να κάνουμε καλή δουλειά και τα καταφέραμε. Για μένα λοιπόν, είναι όλες χαρούμενες αναμνήσεις».
Η αγάπη και ο γάμος
Εχοντας συνθέσει μερικά από τα δημοφιλέστερα και μελωδικότερα ερωτικά τραγούδια (τα «All my loving», «Can’t buy me love» και «For no one» είναι μια μετριοπαθής επιλογή), αλλά και έχοντας παντρευτεί τρεις φορές (με τη Λίντα, τη Χίδερ Μιλς και πλέον με την Νάνσι Σέβελ), θα υπέθετε κανείς ότι ο Πολ Μακάρτνεϊ έχει μερικές κατασταλαγμένες απόψεις για τις διάφορες εκδοχές της αγάπης σε ένα γάμο.
Το σχετικό του σχόλιο στους New York Times υποδείκνυε το αντίθετο, χωρίς όμως να φανερώνει κάποια αθεράπευτη ανωριμότητα. «Δεν νομίζω ότι το πράγμα αλλάζει. Είναι πάντοτε ένας αξιοθαύμαστος γρίφος. Παρόλο που γράφω ερωτικά τραγούδια, δεν πιστεύω ότι έχω κατανοήσει τι συμβαίνει ακριβώς. Μακάρι να ήταν όλα στρωτά και υπέροχα κάθε στιγμή, όμως αυτές οι στιγμές έρχονται σε δόσεις και καμιά φορά μπορεί να γίνεις ενοχλητικός. Για τη Νάνσι είμαι αρκετά περίπλοκος, έπειτα από τόσα που έχω περάσει», έλεγε ο μουσικός.
«Τζον, άκουσέ με. Θα σε θυμούνται όσο δεν φαντάζεσαι»
Τι εννοούσε με τη λέξη «περίπλοκος»; «Είμαι ένα φτωχόπαιδο από το Λίβερπουλ», απαντούσε. «Γράφω και παίζω μουσική όλη μου τη ζωή. Εχω κάνει τεράστια επιτυχία και οι άνθρωποι προσπαθούν συχνά να κάνουν αυτό που θέλω, κάτι που σου δίνει μια ψευδή αίσθηση παντοδυναμίας. Ολοι είμαστε περίπλοκοι. Ισως όμως εγώ είμαι πιο περίπλοκος από τους άλλους, γιατί προέρχομαι από ένα περιβάλλον φτώχειας».
Οταν, πάντως, κανείς συνομιλεί με τον Πολ Μακάρτνεϊ για την αγάπη και για τις σχέσεις, στο κάδρο μπαίνουν και οι Beatles που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Αναπόφευκτα, ο Μακάρτνεϊ μνημονεύει συχνά τον Τζον Λένον και τον Τζορτζ Χάρισον στις πρόσφατες συνεντεύξεις του.
Σε εκείνη στους New York Times, θυμόταν ένα περιστατικό όπου ο Λένον του ζητούσε κάτι σαν επιβεβαίωση: «“Τι θα σκέφτονται για μένα όταν θα έχω πεθάνει; Θα με θυμούνται;”. Ενιωσα σαν ο μεγάλος του αδελφός, παρόλο που ήταν μεγαλύτερος από μένα. Του είπα: “Τζον, άκουσέ με. Θα σε θυμούνται όσο δεν φαντάζεσαι. Είσαι τόσο διαβολεμένα σπουδαίος, που δεν υπάρχει περίπτωση να χαθεί κάτι τέτοιο”», θυμόταν ο μουσικός.
Σε άλλη συνέντευξή του, στο περιοδικό NPR, παραδεχόταν ότι τον σκέφτεται συχνά. «Τον βλέπω στο όνειρό μου», έλεγε. «Είναι σαν οικογένεια. Είχαμε διαφωνίες, αλλά έτσι γίνεται με τις οικογένειες. Ηταν ένας καταπληκτικός τύπος και καμιά φορά σκέφτομαι “γουάου, όλα αυτά τα χρόνια έκατσα κι έγραψα τραγούδια με τον Τζον Λένον. Κι έπειτα ανεβαίναμε στη σκηνή και τα τραγουδούσαμε μπροστά σε όλο τον κόσμο μαζί”».
Το έλατο του Χάρισον
Τα συναισθήματά του για τον Τζορτζ Χάρισον δεν είναι λιγότερο θερμά. «Ο Τζορτζ ασχολιόταν πολύ με την κηπουρική», διηγιόταν επίσης στο NPR. «Κάποτε μου έκανε δώρο ένα δένδρο. Είναι ένα μεγάλο έλατο, που βρίσκεται στην είσοδο του σπιτιού μου. Και όπως έβγαινα σήμερα το πρωί, το κοίταξα και είπα “Γεια σου Τζορτζ”. Είναι εκεί και μεγαλώνει σταθερά. Και αυτό με γυρίζει στην εποχή που κάναμε μαζί οτοστόπ. Είναι μια διαρκής παρουσία, αν μπορώ να το πω έτσι».
Φυσικά, οι περισσότερες αναμνήσεις του ξυπνούν όταν επιστρέφει στο Λίβερπουλ, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα. «Στο Λίβερπουλ μου αρέσει να οδηγώ εγώ, όχι κάποιος άλλος», έλεγε σε άλλη συνέντευξή του, στο περιοδικό GQ. «Γνωρίζω όλους τους δρόμους. Συνήθως κατευθύνομαι στο Ινστιτούτο Παραστατικών Τεχνών (σ.σ.: το Liverpool Institute For Performing Arts που ο Μακάρτνεϊ συνίδρυσε) και στη διαδρομή περνάω από όλα τα παλιά στέκια. Μοιάζει σαν περιήγηση, με ξεναγό εμένα. Λέω ας πούμε “κι εδώ είναι όπου ζούσε η μητέρα του Τζον, η Τζούλια, την οποία επισκεπτόμασταν. Εδώ είναι ο δρόμος όπου τα έφτιαξα με το πρώτο μου κορίτσι. Εδώ συνέβη αυτό, εκεί βγήκα με εκείνη την άλλη κοπέλα”. Μπορώ να θυμηθώ πολλά. “Εδώ έγινε η πρώτη μας συναυλία, σε ένα μέρος που ονομαζόταν “Wilson Hall”. Σε εκείνο τον δρόμο βαδίζαμε εγώ και ο Τζον με τις κιθάρες μας. Κι έπειτα περπατούσα προς τα εκεί, διασχίζοντας το γήπεδο του γκολφ, για να φτάσω στο σπίτι του».
Σχετικά Άρθρα
Λιβανός: «Δέσμευση της Κυβέρνησης οι αυξήσεις μισθών και η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και παιδείας»
Επιστρεπτέα Προκαταβολή: Τέλος χρόνου για την έκπτωση 15% στην εφάπαξ καταβολή
Δ.Ε.Υ.Α.Μ.: Πρόταση για τη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας του πόσιμου νερού