Σίβερτ Χόγιεμ: «Τα καλύτερα τραγούδια είναι ανοιχτά σε ερμηνείες»

Ακούγεται παράξενο, όμως ο Σίβερτ Χόγιεμ, τη μέρα που παραχώρησε αυτήν εδώ τη συνέντευξη, είχε μόλις ολοκληρώσει μια μικρή περιοδεία στη Νορβηγία. Οχι τίποτε εξωφρενικό· μερικές ακουστικές εμφανίσεις ενώπιον περιορισμένου κοινού, οι οποίες πάντως μάλλον επιβεβαιώνουν τις υγειονομικές επιδόσεις της χώρας του. Φυσικά, όλα ήταν διαφορετικά. «Μου έλειπε η αίσθηση της ελευθερίας και της περιπέτειας που έχεις όταν περιοδεύεις», λέει στην «Κ» ο Χόγιεμ. «Τα πάντα ελέγχονταν και όλοι ένιωθαν επηρεασμένοι από την κατάσταση. Δεν γίνεται να ξεχάσεις την πανδημία. Ακόμα και αν βρίσκεσαι σε συναυλία, είναι συνεχώς εκεί».

  • Αγαπημένος του ελληνικού κοινού ήδη από τα χρόνια του με τους Madrugada (από την πρώτη τους συναυλία κιόλας, στο Ρόδον Club το 2000, όπου παρουσίασαν το αισθαντικό και «νυχτερινό» ροκ του ντεμπούτου τους «Industrial Silence»), ο Σίβερτ Χόγιεμ θα κυκλοφορήσει στις 12 Φεβρουαρίου το EP «Roses of Neurosis», που μοιάζει να έχει εξασφαλίσει το κοινό του για έναν ακόμα λόγο: μιλώντας για τους περιορισμούς της ζωής που φέρνουν δάκρυα στα μάτια και για την ανάγκη διαφυγής, οι στίχοι του πρώτου σινγκλ «Run away» μοιάζουν κατάλληλοι για την εποχή.

Και όμως, γράφτηκαν μερικά χρόνια νωρίτερα. Η ανάγνωσή τους υπό το φως (ή το σκοτάδι) της πανδημίας είναι αρετή για τον δημιουργό τους. «Δεν με ενδιαφέρει το τι ακριβώς λέει ένα τραγούδι», διευκρινίζει ο Χόγιεμ. «Τα καλύτερα τραγούδια είναι προσιτά και ανοιχτά σε ερμηνείες. Προέρχονται από ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ζωής του μουσικού, αλλά σημαίνουν πολλά, για διαφορετικούς ανθρώπους».

Την ίδια στιγμή, το δεύτερο σινγκλ από το EP «Roses of Neurosis», το «Devotional», που κυκλοφόρησε την προηγούμενη εβδομάδα, δεν αποκαλύπτει κάποια αναπάντεχη πλευρά του Νορβηγού. Ούτε και συντηρεί όμως την εικόνα ενός σίγουρου για τον εαυτό του τροβαδούρου του έρωτα, για την οποία ίσως αγαπήθηκε παλιότερα ο Χόγιεμ. Πώς αισθάνεται ο ίδιος ότι έχει εξελιχθεί η ερμηνευτική πλευρά του; «Δεν ξέρω αν είναι πιο ώριμη», αποκρίνεται. «Ξέρω ότι έχει αλλάξει. Σίγουρα στο φωνητικό κομμάτι ήμουν πιο θεατρικός και δραματικός παλιότερα. Οταν είσαι νεότερος, επιδιώκεις να ακούγεσαι με συγκεκριμένο τρόπο. Ελπίζω σήμερα να ακούγομαι πιο χαλαρός, πιο συνειδητοποιημένος, γιατί πλέον προσπαθώ να σκέφτομαι περισσότερο το πώς τραγουδώ».

Στο κάτω κάτω, τα χρόνια που τραγουδούσε με τους Madrugada κομμάτια όπως τα «Hands Up I Love You» και «The Kids Are on High Street» έδωσαν τη θέση τους όχι μόνο στην πιο προσωπική σόλο καριέρα του «Ladies and Gentlemen of the Opposition» και του «Lioness», αλλά και στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Οι οποίες, δεν είναι πάντα συμβατές με τη ζωή του καλλιτέχνη. «Καμιά φορά ο συνδυασμός τους αποτελεί πρόκληση», εξηγεί ο Χόγιεμ. «Η δημιουργικότητα απαιτεί ελευθερία, χρόνο, ησυχία, να κάτσεις με την κιθάρα σου χωρίς να κάνεις τίποτα, περιμένοντας την έμπνευση. Είναι δύσκολο όταν έχεις τρία παιδιά. Δεν παραπονιέμαι όμως. Προσαρμόζομαι».

Οπως εξάλλου προσαρμόζεται και στις συνθήκες της πανδημίας. Κατά τη γνώμη του, ο χώρος της μουσικής είχε ήδη αλλάξει τόσο, που είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με βεβαιότητα το πώς θα μοιάζει όταν όλα αυτά θα έχουν τελειώσει. «Με τους Madrugada υπογράψαμε σε μια μεγάλη δισκογραφική, τη Virgin, που έπειτα αγοράστηκε από την EMI, εκείνη με τη σειρά της από τη Warner, ενώ μετά ήρθε το Spotify», θυμάται ο Χόγιεμ. «Δεν ξέρω λοιπόν τι νέο θα φέρει η πανδημία. Σίγουρα είναι δύσκολο για ένα μουσικό να μην μπορεί να περιοδεύσει, που είναι και το μεγαλύτερο έσοδο. Τα πράγματα θα αγριέψουν και για τους τεχνικούς, τους ατζέντηδες κ.λπ., οι οποίοι είναι συχνά φίλοι μιας μπάντας. Ο επαγγελματισμός ίσως βοηθήσει στην ανοικοδόμηση του χώρου, όμως πολλοί θα χρειαστεί να αλλάξουν δουλειά».

Μια από τις πολλές σταθερές του, πάντως, είναι και το ελληνικό κοινό. Τον στηρίζει από εκείνη τη συναυλία στο «Ρόδον» μέχρι τις sold out εμφανίσεις του στο Ηρώδειο το 2016, που κυκλοφόρησαν ως «Live at Acropolis» ένα χρόνο αργότερα. «Δεν ξέρω γιατί», λέει μετριοπαθώς ο Χόγιεμ. «Υπάρχουν κι άλλοι από την ατμοσφαιρική πλευρά του ροκ, όπως ο Νικ Κέιβ, ο Λέοναρντ Κοέν, οι Depeche Mode, που επίσης αρέσουν στην Ελλάδα. Η σχέση μου με τη χώρα είναι ξεχωριστή. Απλώς λοιπόν θα συνεχίσω να έρχομαι».