Η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, αναφέρει στην έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση «Future Microbiology» ότι τα βρέφη και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ενδέχεται να είναι περισσότερο επιρρεπή σε πιο σοβαρή νόσο από τα μεγαλύτερα παιδιά
- Όλα τα τελευταία δεδομένα για τη μετάδοση του νέου κορωνοϊού καθώς και για τον ρόλο των παιδιών σ’ αυτήν συγκεντρώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και κατατοπιστικό άρθρο Ελλήνων επιστημόνων το οποίο πρόσφατα δημοσιεύθηκε στην έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση «Future Microbiology».
Το άρθρο υπογράφει ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και συγκεκριμένα οι αναπληρωτές καθηγητές Κλειώ Αναστασοπούλου και Νικόλαος Σπανάκης και ο διευθυντής του Εργαστηρίου, καθηγητής Μικροβιολογίας και Αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσακρής.
Μέσα από το άρθρο «φωτίζονται» κατ’ αρχάς λιγότερο γνωστές παράμετροι της μετάδοσης του SARS-CoV-2. Ο ιός μεταδίδεται κυρίως μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων σάλιου και άλλων εκκρίσεων που παράγονται όχι μόνο όταν κάποιος βήχει ή φτερνίζεται, αλλά και όταν μιλάει δυνατά, γελάει, τραγουδάει, ακόμα και όταν αναπνέει, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια έντονης σωματικής άσκησης. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω μολυσμένων επιφανειών και σε μικρότερο βαθμό μέσω του αέρα. «Η “επιτυχία” του κορωνοϊού είναι ότι μεταδίδεται πριν (περίπου 2-3 ημέρες) από την έναρξη των συμπτωμάτων, ακόμη και από ασυμπτωματικά άτομα. Επομένως, είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ποιος ενδέχεται να είναι φορέας ή όχι, γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η τήρηση των αποστάσεων και των κανόνων υγιεινής των χεριών. Ιδιαίτερα καθοριστική όμως για τον περιορισμό της διασποράς του ιού παραμένει η χρήση της μάσκας, που να καλύπτει τη μύτη και το στόμα, ειδικά σε κλειστούς χώρους», τονίζει ο καθηγητής Αθανάσιος Τσακρής. «Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς κι όμως, στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης, μέτρα “πανάρχαια”, όπως η καραντίνα, η μάσκα και η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι τα μόνα όπλα που ουσιαστικά διαθέτουμε…», συμπληρώνει.
Τα παιδιά συνήθως δε νοσούν σοβαρά
Ένα εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο από όσα καταγράφονται στο άρθρο είναι ότι τα παιδιά συνήθως δε νοσούν σοβαρά. Από τις πρώτες φάσεις της επιδημίας έγινε φανερό ότι η σοβαρότητα της COVID-19 στους ενήλικες διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και το φύλο. Άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας με συννοσηρότητες, όπως διαβήτη ή καρδιαγγειακές παθήσεις, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά. Στον αντίποδα, τα παιδιά συνήθως έχουν πολύ καλύτερη πρόγνωση, αν και ένα σύνδρομο φλεγμονής πολλαπλών συστημάτων (MIS-C) το οποίο μοιάζει με τη νόσο Kawasaki και παθήσεις όπως το σύνδρομο τοξικού σοκ έχουν παρατηρηθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς. Όμως, τα βρέφη και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ενδέχεται να είναι περισσότερο επιρρεπή σε πιο σοβαρή νόσο από τα μεγαλύτερα παιδιά.
«Οι εξηγήσεις που έχουν προταθεί για την τυπικά χαμηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα στα παιδιά περιλαμβάνουν τα λιγότερα υποκείμενα νοσήματα και τις υγιέστερες αναπνευστικές οδούς τους, αλλά και των ισχυρότερων ενδογενών ανοσολογικών αποκρίσεών τους», λέει ο κ. Τσακρής. «Μια επαρκέστερη ίσως εξήγηση για τη γενικά καλοήθη πορεία της νόσου στα παιδιά αφορά τους λιγότερο ανεπτυγμένους σ’ αυτά -και συνεπώς μειωμένης λειτουργικότητας- πρωτεϊνικούς υποδοχείς του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2) που χρησιμοποιεί ο ιός για την είσοδό του στα κύτταρα», συνεχίζει.
Τα μεγαλύτερα παιδιά μεταδίδουν περισσότερο τον ιό
Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά του δημοτικού (6-11 ετών) είναι λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό σε σύγκριση με τα παιδιά του γυμνασίου, τα οποία μπορούν να μεταδίδουν το ίδιο αποτελεσματικά με τους ενήλικες. Αυτό ίσως εξηγείται από το ότι ο όγκος του αέρα που εκπνέεται από τα παιδιά κάτω των 10 ετών -και των ιικών σωματιδίων που τυχόν αυτός περιέχει- είναι μικρότερος. Αλλά και το χαμηλότερο, συνήθως, ύψος των παιδιών του δημοτικού αποτρέπει τη μετάδοση του ιού στους ενήλικες.
«Τα επίπεδα ιικού φορτίου δε φαίνεται να διαφέρουν ανάμεσα στους ενήλικες και τα παιδιά. Ωστόσο, επειδή τα παιδιά συνήθως δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, είναι λίγες οι πιθανότητες να εξεταστούν στην αρχή της λοίμωξης, όταν τα επίπεδα του ιού στον ρινοφάρυγγα (από όπου τυπικά λαμβάνονται δείγματα προς εξέταση) είναι υψηλά. Όμως, ο ιός πολλαπλασιάζεται και στο γαστρεντερικό σύστημα και ανιχνεύεται στα κόπρανα για περισσότερο από 3 εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, γεγονός που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εξάπλωση της επιδημίας στην κοινότητα αν δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής σε βρεφονηπιακούς σταθμούς ή σχολεία», επισημαίνει ο καθηγητής Αθανάσιος Τσακρής.
Το στοίχημα των σχολείων
Τα σχολεία άνοιξαν πριν από λίγες μέρες. Οι μαθητές ενδέχεται να συμβάλουν στην μετάδοση του ιού στην κοινότητα, μέσω του μεγάλου αριθμού των καθημερινών κοινωνικών επαφών τους – ειδικά με ομάδες ηλικιωμένων (παππούδες, γιαγιάδες), στις οποίες ο κίνδυνος για σοβαρή εκδήλωση της νόσου είναι πολύ μεγαλύτερος. Επομένως, πρόσθετες στρατηγικές για τον περιορισμό της μετάδοσης της επιδημίας πρέπει να εφαρμόζονται συστηματικά: υγιεινή των χεριών, φυσική απόσταση, μάσκες, αλλά και συχνοί εργαστηριακοί έλεγχοι, που θα εντοπίζουν εγκαίρως, στο ξεκίνημά τους, νέες εστίες της επιδημίας στα σχολεία.
Ο κ. Αθανάσιος Τσακρής καταλήγει: «Οι γονείς θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση ώστε να διακρίνουν εγκαίρως ενδείξεις πιθανούς λοίμωξης στα παιδιά τους (π.χ. πυρετό, βήχα, καταβολή) και να τα κρατούν στο σπίτι, ώστε να εμποδίζεται η περαιτέρω διασπορά του ιού στα σχολεία, για την ασφάλεια των μαθητών, των εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους. Αυτή η πρακτική θα συμβάλει επίσης στον περιορισμό και άλλων αναπνευστικών λοιμώξεων στην κοινότητα».
protothema.gr
Σχετικά Άρθρα
«Άγιος Έρωτας»: Στην κορυφή τον Δεκέμβριο!
Χριστούγεννα στη Λίμνη Τριχωνίδα!
«MasterChef»: Κυκλοφόρησε το trailer