Νίκος Καραγέωργος: Δεν είχα κανένα λόγο να βάλω χαλινάρι

Ο Νίκος Καραγέωργος ήρθε στο νησί για να σκηνοθετήσει την «εθνική ομάδα Κύπρου», όπως λέει, σε μια ιστορική επανένωση δυνάμεων στο Σατιρικό Θέατρο.

  • Κάτι ήθελε από το θέατρο αλλά του πήρε μερικά χρόνια μέχρι να το διαπιστώσει. Ως ηθοποιός φοβόταν τον «σκοτεινό δράκο» που κάθεται στις καρέκλες.

Ως σκηνοθέτης απολαμβάνει τις συναντήσεις κι αυτή που του έλαχε με την κρεμ ντε λα κρεμ του κυπριακού θεάτρου οπωσδήποτε συγκαταλέγεται στις αξιομνημόνευτες. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για το κλίμα… νηπιαγωγείου που επικρατούσε στις πρόβες της παραγωγής «Φάλαινες τον Αύγουστο», το οποίο εναλλασσόταν με τον πιο δοτικό επαγγελματισμό.

– Πώς ξεκίνησε η γνωριμία με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη; Συναντηθήκαμε στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη το 1999, την τελευταία μου χρονιά ως ηθοποιός, όταν ήμουν έτοιμος να φύγω για Νέα Υόρκη να σπουδάσω σκηνοθεσία. Θα έπαιζα στη «Μάνα Κουράγιο» με πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη και με ρώτησε ο Μιχαηλίδης αν ήθελα να παίξω τον πρώτο ή τον δεύτερο γιο. Διάλεξα τον δεύτερο κι ας ήταν μικρότερος ο ρόλος. Φυσικά, απόρησε.

– Κι εγώ απορώ…  Ήθελα να είμαι ο δεύτερος για να είμαι ο πεθαμένος. Ήθελα να τη δω να παίζει από κοντά…

– Και πώς φτάσατε σ’ αυτή τη συνεργασία; Το 2015 όταν έγινα διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου της ζήτησα να κάνουμε μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Στράτου με βάση τους μονόλογους από τις δύο Εκάβες, την Εκάβη και τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Το 2019 κάναμε την «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Εκεί μου είπε ότι θα κάνουμε οπωσδήποτε τις «Φάλαινες». Οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας κατά κάποιο τρόπο μάς ευνόησαν, αφού πρόλαβα να τελειώσω το χειμωνιάτικο πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ και να βρω το κενό για να έρθω στην Κύπρο.

– Έχετε συνειδητοποιήσει το ιστορικό βάρος αυτής της σκηνικής συνεργασίας; Πριν έρθω με ρώτησαν «γιατί πάς Κύπρο;» κι απάντησα ότι δεν μπορώ να αρνηθώ να σκηνοθετήσω την εθνική ομάδα Κύπρου! Η ιδέα εξαρχής αφορούσε την επανένωση ιστορικών δυνάμεων. Στην πορεία άρχισα να μαθαίνω κιόλας τις λεπτομέρειες αυτής της πορείας, τη σημασία για το κυπριακό θέατρο και ολοκληρώθηκε το παζλ. Θέλαμε με κάποιον τρόπο να είναι σχεδόν όλοι. Επιφυλάσσουμε και μια έκπληξη, να έρθετε να τη δείτε.

– Δεν φοβάστε μήπως η σημασία, το εκτόπισμα αυτής της διανομής υποσκελίσει τους σκηνικούς σας στόχους; Αν έχεις τέτοιους ηθοποιούς, ας τους υποσκελίσει. Κανένα πρόβλημα. Εντούτοις, το έργο είναι ούτως ή άλλο «περσονάτο». Πέντε χαρακτήρες- πέντε εκδοχές για το πώς αντιμετωπίζεις το επερχόμενο τέλος, άρα και τη ζωή. Συνεπώς, αυτό που λέτε, το κάναμε να προκύπτει, να εντάσσεται μέσα στην πρότασή μας. Όλα αυτά βγήκαν στην πρόβα και δεν είχα κανένα λόγο να βάλω χαλινάρι. Είναι πολύ ωραία τυπάκια και οι πέντε. Κι ίσα- ίσα όταν μου έλεγαν σε μια πρόβα «αυτό το στοιχείο είναι δικό μου» τους απαντούσα «μα, επειδή είναι δικό σου το κρατάμε». Δεν χρειάζεται κάτι άλλο.

– Γνωρίζατε και τους υπόλοιπους ηθοποιούς; Εκτός από τη Δέσποινα και τον Στέλιο –τον δεύτερο σε κοινωνικό επίπεδο- όχι. Και την Αννίτα τώρα τη γνώρισα. Έχω πέντε ηθοποιούς που κάνουν απίστευτα πράγματα κι όσα μας βγήκαν στην πρόβα τα κράτησα.

– Πόσο του ηθοποιού πρέπει να είναι μια παράσταση και πόσο του σκηνοθέτη; Εντελώς του ηθοποιού. Πιστέψτε με. Έχω δουλέψει κι ως ηθοποιός και νομιμοποιούμαι να το πω. Αν αρχίζει η πρεμιέρα και ο σκηνοθέτης δεν έχει συντονιστεί στις πρόβες ώστε να προχωρούν όλοι στον προσυμφωνημένο δρόμο, πλέον αποφασίζει ο ηθοποιός. Αν δεν καταλαβαίνει τη σκηνοθεσία, δεν τη νιώθει, δεν την εγκρίνει, προκύπτει αυτό που βλέπουμε συχνά σε παραστάσεις όπου αλλού πατάει η σκηνοθεσία κι αλλού η υποκριτική. Ο ηθοποιός είναι το άλφα και το ωμέγα.

– Τότε ποιος είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη; Ο ίδιος με του προπονητή στον αθλητισμό. Δουλειά του είναι να οδηγήσει τον ηθοποιό σε ένα πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να αποδώσει.

– Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ο προπονητής παίρνει τη δόξα από τους αθλητές. Λέμε για τις «ομάδες του προπονητή». Στο θέατρο ποιο είναι το ιδανικό, να φαίνεται ή να μη φαίνεται ο σκηνοθέτης; Για μένα, να μη φαίνεται. Με τα χρόνια αυτό προτιμώ. Στην αρχή –όπως φαντάζομαι όλοι που θέλουν να δώσουν δείγματα γραφής- ίσως σκεφτόμουν αλλιώς. Πιστεύω πλέον ότι το ωραίο είναι η παράσταση να κυλάει με τέτοιο τρόπο που η σκηνοθεσία να προκύπτει χωρίς να επιβάλλεται.

– Πώς κυλάει μια πρόβα όπου οι ηθοποιοί έχουν περάσει τόσα κι έχουν συναντηθεί ξανά σε βάθος δεκαετιών; Έχουν ζήσει τα πάντα εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Ήταν μαζί στον ΘΟΚ, έχει κρατήσει ο ένας τα παιδιά του άλλου, είναι μ’ έναν τρόπο οικογένεια. Πρέπει να τους δεις μαζί για να καταλάβεις τη σχέση τους. Από τον τρόπο που αντιδρούν όταν κάποιος στραβοπατήσει ή όταν γίνει μια αναποδιά, θαρρείς και τρέχουν να τον σώσουν. Νοιάζονται πραγματικά. Είναι λες κι έπαιζαν μόλις χθες όλοι μαζί, ενώ στην πραγματικότητα κάποιοι έχουν δεκαετίες να συναντηθούν επί σκηνής.

– Αυτή η διανομή σας επιφορτίζει με επιπλέον ευθύνη; Νιώθετε νευρικότητα; Όχι στην πρόβα. Εδώ συζητάμε, προτείνουμε, πράττουμε. Δεν μπορώ να πω εγώ σ’ αυτούς τους ηθοποιούς πώς να παίζουν. Αυτός είναι ο τρόπος μου να διαχειρίζομαι ανθρώπους που έχουν μια ιστορία κι ένα όνομα. Δεν είναι από υπέρμετρο και στείρο σεβασμό, αλλά επί της ουσίας: θα σου στρώσω το δάπεδο, θα στήσω το παραμύθι, θα φτιάξω το γήπεδο κι εσύ θα βγεις και θα παίξεις.

– Πώς βιώνετε γενικότερα αυτή την κρίσιμη περίοδο που διάγει το θέατρο; Στην Ελλάδα είναι χειρότερα πράγματα. Φοβάμαι ότι θα επιστρέψω και θα τα βρω πιο άσχημα απ’ ότι τα άφησα. Ο φετινός είναι χειμώνας επιβίωσης. Όποιος ζήσει, έζησε. Λέγαμε παλιότερα ότι είναι δύσκολα, αλλά πλέον το ζήτημα είναι αν θα υπάρξεις ή όχι. Υπάρχουν πολύ μεγάλοι ηθοποιοί στην Αθήνα που αυτή τη στιγμή κάνουν ντελίβερι για να ζήσουν. Και καλά κάνουν, βέβαια, δεν το λέω υποτιμητικά.

– Αυτό δεν θα επηρεάσει και την πρόταση που τελικά διατυπώνει το θέατρο; Καλά, είμαστε μπροστά σε μεγάλες εξελίξεις. Ωστόσο, οι παραστατικές τέχνες έχουν ένα μεγάλο ατού: λαμβάνουν χώρα εκείνη την ώρα μπροστά στον θεατή. Δεν είναι ποτέ το ίδιο. Αυτό όση τεχνολογία κι αν επιστρατεύσεις δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Είναι μοναδικό. Αυτό δεν νομίζω ότι μπορεί να χαθεί. Έχει τεράστια δύναμη.

– Τελικά γιατί αποφασίσατε να γίνετε από ηθοποιός σκηνοθέτης; Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι που μια μέρα που ήμουν βοηθός του Βολανάκη μού λέει ο Μίνως «εσύ κάποια στιγμή θα σκηνοθετήσεις». Ήμουν ηθοποιός από το 1985 μέχρι το 1999. Με τον καιρό μάλιστα συνειδητοποίησα ότι δούλευα υπόγεια ή ασυναίσθητα το σκηνοθετηλίκι. Μόνο στον εαυτό μου δεν το είχα πει. Σκεφτόμουν πάντα έτσι. Ούτε κατάλαβα πώς έγινε το πέρασμα, ποιο ήταν το μεταίχμιο. Μπορεί να μοιάζει με στροφή, αλλά για μένα είναι η ίδια δουλειά αλλά από άλλο πόστο. Σιγά- σιγά πήγα προς τα εκεί. Με άγχωνε πολύ το παίξιμο. Δεν το απολάμβανα. Πάντα φοβόμουν το κοινό.

– Τότε γιατί γίνατε ηθοποιός; Ήθελα κάτι από το θέατρο, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό. Όμως άρχιζαν οι παραστάσεις κι ενώ όλοι ήταν μια χαρά με τον θεατή, εγώ τον φοβόμουν αυτόν τον σκοτεινό δράκο που κάθεται στις καρέκλες. Ακόμη και στην τελευταία παράσταση δεν χαλάρωνα, δεν πέρναγα καλά.

– Όταν γίνατε σκηνοθέτης σκοτώσατε αυτόν τον δράκο; Όχι, δεν τον σκότωσα. Απεναντίας, αυτός με σκότωσε, εφόσον αποχώρησα από τη σκηνή. Το καλό με τον σκηνοθέτη είναι ότι το φτιάχνει, το αφήνει και φεύγει.

– Δεν το αντιμετωπίζει έστω κι έμμεσα; Ναι, αλλά δεν βρίσκεται εκτεθειμένος στη σκηνή. Αν δεις κάποιους ηθοποιούς, όπως λ.χ. τη Δέσποινα, ή την Αννίτα, λατρεύουν να βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Νιώθουν όπως το ψάρι στο νερό. Μπορεί να έχουν ανασφάλειες, άγχος κ.λπ. αλλά τους αρέσει. Εγώ ήμουν συνέχεια στην τσίτα. Όταν καταπιάστηκα με τη διδασκαλία, άρχισα να βλέπω ότι μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ από άλλο πόστο.

– Πόσο σημαντικό είναι το κεφάλαιο της διδασκαλίας σ’ αυτή την εξίσωση; Για μένα είναι το πρώτο κεφάλαιο. Με τη διδασκαλία δεν έχεις το άγχος της απόδοσης. Κάθεσαι και συζητάς, κάνεις έρευνα, δεν υπάρχει η πίεση ότι πρέπει απαραίτητα να οδηγήσει κάπου.

– Ε, πώς; Δεν είναι αγχωτικό να διαπλάθεις έναν φέρελπι; Να ασκείς όλη αυτή την επιρροή πάνω του; Είχα τέτοιο θράσος στην αρχή, που δεν το καταλάβαινα. Το πιστεύεις ότι δίδασκα σε 3 σχολές 20 χρόνια, παράλληλα με τη σκηνοθεσία; Εκεί γύρω στον 10ο χρόνο άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό που λέω εγώ ο άλλος το παίρνει ως θέσφατο και δυνητικά μπορεί να του αλλάξει τη ζωή. Πράγματι είναι τεράστια η επίδραση και μαζί και ευθύνη. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα άγχη το άγχος να επηρεάζεις νέα μυαλά. Το ξεπερνώ με τη σκέψη ότι δεν διδάσκω ακριβώς αλλά συναντώ κάποια παιδιά, συμμετέχω μαζί τους σε μια έρευνα.

– Τι απολαμβάνει τελικά ένας θεατράνθρωπος μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία; Καταρχάς βγάλε το «θεατράνθρωπος», θα σου πω για μένα: τις συναντήσεις. Το άγχος είναι μόνιμο, η «κύηση» είναι μόνιμη, πάντα υπάρχει μια περίεργη τσίτα και βρισκόμαστε συνεχώς στο κόκκινο. Τελικά αυτό που σε γεμίζει με τα χρόνια είναι οι συναντήσεις. Για παράδειγμα, τώρα ήρθα στην Κύπρο. Συνάντησα τον Νεόφυτο και πήγαμε μια βόλτα στην εντός των τειχών Λευκωσία, έφαγα σουβλάκι με τη Λένια, γνώρισα αυτόν τον δαίμονα της σκηνής, την Αννίτα, διαπίστωσα την ηρεμία και κυριαρχία του Στέλιου. Με τους ανθρώπους αυτούς ήρθαμε για ενάμιση μήνα κοντά και φεύγοντας με κάποιον τρόπο θα τους πάρω μαζί μου, θα τους κουβαλώ μόνιμα. Διαλέξαμε ένα «τσιγγάνικο» επάγγελμα. Κάνουμε πολύ παρέα τώρα που κάνουμε πρόβες μαζί και μετά ποιος ξέρει πότε θα ξανασυναντηθούμε. Μου αρέσει αυτό το τυχοδιωκτικό στοιχείο, η δημιουργική συναναστροφή με ανθρώπους έξω από τον μικρόκοσμό μου. Με κάνει να νιώθω ελεύθερος.

– Είναι διαφορετικής πάστας άνθρωποι οι ηθοποιοί; Ε, βέβαια. Για παράδειγμα, δες αυτούς που είναι σε κάποια ηλικία. Μόνο αν τους δεις με συμμαθητές τους στο καμαρίνι θα συνειδητοποιήσεις την πραγματική τους ηλικία. Είναι χαμαιλέοντες. Το επάγγελμα σε κάνει να αλλάζεις συνεχώς παραστάσεις και αέρα, τόπους, συναναστροφές.

– Η παροιμιώδης εσωστρέφεια των καλλιτεχνών είναι έμφυτη ή είναι αποτέλεσμα της ευκαιρίας που τους δίνεται απλόχερα να εκφράζονται δημιουργικά; Πιστεύω ότι είναι εσωστρεφείς γιατί στέκονται πίσω από τον ρόλο. Πολλές φορές το έχω συζητήσει αυτό με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου ή με τη Δέσποινα που είναι άνθρωποι εσωστρεφείς. Μετά την παράσταση χάνονται. Κάτι διονυσιακό τους προκαλεί ο ρόλος και στη σκηνή μεταμορφώνονται.

– Οι «Φάλαινες τον Αύγουστο» του Ντέιβιντ Μπέρι εκκινούν από τη διαχείριση των γηρατειών. Τι προσπαθήσετε να αποφύγετε; Από την πρώτη πρόβα κιόλας είπα στους ηθοποιούς ότι επ’ ουδενί δεν πρέπει να κάνουμε ένα έργο για την απόσυρση. Κι επίσης να μην κάνουμε μια παράσταση του τύπου «τα ζόμπι επιστρέφουν», άλλωστε είναι ολοζώντανοι και ενεργητικοί. Μόνο να τους βλέπατε στην πρόβα! Γίνεται χαμός. Σαν νηπιαγωγείο. Θεωρώ ότι περισσότερο αυτό το έργο έχει να κάνει με τον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τη δύση του βίου τους κι όχι με τον θάνατο. Άλλωστε, τον φόβο του θανάτου μπορεί να τον έχει κι ένας πιτσιρικάς.

– Τον φόβο των γηρατειών, όμως; Τα γηρατειά τα αναλογίζεσαι επειδή είναι ο προτελευταίος σταθμός πριν τον θάνατο. Από εκεί και πέρα ο καθένας τα βιώνει με άλλον τρόπο. Αυτό είναι που ντιλάρουν διαφορετικά οι πέντε χαρακτήρες στο έργο. Έρχονται αντιμέτωποι με προβληματισμούς που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος σε οποιαδήποτε ηλικία. Το κύριο ζητούμενο είναι αυτό που λέει ο Μπέκετ: η ζωή είναι τέχνη. Επειδή πρέπει να μάθεις τον τρόπο να τη ζεις. Με αναφορές στον Τσέχωφ, που άρεσε και στον συγγραφέα, πρόθεσή μας ήταν να πηγαίνουμε από την πολύ δραματική σκηνή στην πολύ κωμική, σχεδόν χωρίς γέφυρα. Δηλαδή όπως συμβαίνει και στη ζωή, που τη μια στιγμή σε ταλανίζει ένα γκομενικό ζήτημα και την άλλη παραγγέλνεις μια πίτσα. Δεν αντέχεται αλλιώς.

– Λειτουργεί αυτό; Κάποια στιγμή γίνεται το σώσε εκεί πάνω. Κι όταν μου ζητούν οδηγίες εγώ τους απαντώ «γλεντήστε το κι αν το γλεντήσετε εσείς θα το γλεντήσουν κι οι θεατές». Εδώ που τα λέμε, ο θεατής θα το γλεντούσε ακόμη κι αν τους έβλεπε απλώς να στέκονται πάνω στη σκηνή. Η μισή δουλειά έχει γίνει… Προς τιμήν τους, όμως, νιώθουν την ίδια αγωνία που ένιωθαν στα 30 και τα 40 τους. Κανείς από τους πέντε δεν έχει τη νοοτροπία «το ‘χω». Είναι απίστευτο. Γι’ αυτό άλλωστε είναι αυτοί που είναι. Ίσως αυτό είναι το μυστικό τους. Αν έρθει η στιγμή που θα πεις ότι το θεωρείς εύκολο, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.

– Δεν αρκεί από μόνη της η εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει όλα αυτά τα μπαρουτοκαπνισμένα χρόνια; Η εμπειρία δεν παίζει μόνη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Δέσποινα. Είναι η μορφή του αγώνα. Την πρώτη μέρα στην πρόβα ήξερε ήδη όλο το κείμενο. Και τον τελευταίο χρόνο δούλευε ταυτόχρονα, παρακαλώ, σε δύο μονολόγους. Άρχισε να δουλεύει τον μονόλογο από το «Μια ζωή γερμανική» στα καμαρίνια της «Ρόουζ». Δέσποινα, της έλεγα, δύο μονολόγους την ίδια σεζόν; Ο σκληρός δίσκος θα καεί. Αντιθέτως, φαίνεται ότι έτσι διατηρείται ακμαία: με την επαγγελματική προσήλωση. Η Δέσποινα είναι θεατράνθρωπος, όχι εγώ. Respect, λοιπόν, κι εμείς μπροστά της είμαστε το λιγότερο τεμπέληδες. Έχει φτιάξει έναν κόσμο με επίκεντρο το θέατρο και η ζωή της είναι τριγύρω. Τις προάλλες συζητούσαμε για τα φώτα και της είπα να ακολουθήσει ένα φως. Και μου απαντά: πώς θα το ακολουθήσω, αφού είμαι τυφλή; Σκέφτεται τον ρόλο ως προέκταση του εαυτού της. Είναι ήδη μέσα. Πω, πω!

– Εσείς αναλογίζεστε τα γηρατειά; Εσχάτως, ναι. Είχα και κάποιες απώλειες σε προσωπικό επίπεδο κι άρχισα να τρέμω, όχι τόσο για μένα τόσο όσο για τους κοντινούς μου ανθρώπους. Ξεκίνησε ένα περίεργο ντιλ με το θέμα του θανάτου. Έχω περάσει 20 χρόνια στις σχολές δουλεύοντας για ώρες καθημερινά με παιδιά 18-20 ετών. Ξέρεις τι παθαίνεις; Γίνεσαι Πίτερ Παν. Περνούν τα χρόνια κι εσύ έχεις συνεχώς απέναντι έναν 20άρη. Κι έτσι δεν συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια περνούν κι από πάνω σου.

– Μεγαλώσατε στο Αγρίνιο. Πώς απαλλαγήκατε από την προφορά; Έχω δουλέψει γι’ αυτό. Όταν ήμουν στη δραματική σχολή στην Αθήνα, συμμαθητές μου όπως ο Λάμπης Λιβιεράτος κι η Εμμανουέλα Αλεξίου μ’ έβαζαν να πω «Λιλιπούπολη» κι εγώ έσωζα τα δύο πρώτα «λι» αλλά σκάλωνα στο τελευταίο (γέλια). Τα πρώτα Χριστούγεννα αγόρασα το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και το διάβασα όλο φωναχτά. Μετά, επέστρεψα στη σχολή και τους είπα «καλησπέρα» και «Λιλιπούπολη» κι έμειναν όλοι άναυδοι. Αυτό ήταν.

philenews.com