Ο Μοροζίνι στην Αιτωλοακαρνανία

Η οθωμανική κωμόπολη του Βραχωριού, είναι βέβαιο, ότι από την πρώτη στιγμή που επιλέχθηκε από τους τιμαριούχους σπάχηδες ως τόπος εγκατάστασης των οικογενειών τους, απέκτησε κυρίαρχη θέση στην περιοχή και μέσα σε πολύ λίγα χρόνια μεταμορφώθηκε στο σημαντικότερο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής. Και ο Τσελεμπί και ο Πουκεβίλ περιέγραψαν με ζωηρά χρώματα τον πλούτο και την προκοπή των ανθρώπων της. Αυτές οι ισχυρές οικογένειες των γαιοκτημόνων και των τιτλούχων μουσουλμάνων συγκρότησαν ένα κοινωνικό ιστό εξαιρετικά ιδιόμορφο και κλειστό. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιχαράκωσης ήταν η ενδογαμία και η προγονολατρεία. «[…] όλοι οι τα πρώτα φέροντες μεταξύ τους είναι συγγενείς, εις βαθμόν που να μην υπάρχει ξένος και εάν υπάρχει είναι πάλιν υπάλληλος των», γράφει ο Ελβιά Τσελεμπί. [1].

του Λευτέρη Τηλιγάδα

Όλος αυτό ο πλούτος και η ακμή όμως, βρέθηκε, στα τέλη του 17ου αιώνα, σε τεράστιο κίνδυνο όταν ξέσπασε ο έκτος κατά σειρά πόλεμος ανάμεσα στους Βενετούς και τους Οθωμανούς, ο οποίος ξεκίνησε το 1684 και κράτησε έως το 1699.

Ήταν ένας πόλεμος, τα πολεμικά γεγονότα του οποίου δεν ήταν κυρίως μεγάλες συγκρούσεις τακτικών στρατευμάτων, αλλά καταδρομικές επιχειρήσεις οι οποίες στο σύνολό τους είχαν ως στόχο το πλιάτσικο και τη λεηλασία. Αυτή τη μορφή του συγκεκριμένου πολέμου, η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας την πλήρωσε πολύ ακριβά, αφού αρκετοί ήταν εκείνοι από τους χριστιανούς της περιοχής, που θεώρησαν κατάλληλη τη στιγμή και τη συγκυρία, να αποτινάξουν από πάνω τους τους Οθωμανούς δυνάστες.

Ο Βενετικός στόλος έπλευσε το 1684 με αρχηγό το Μοροζίνι από την Αδριατική προς το Ιόνιο. Οι Ενετοί έστειλαν τους Ζακυνθινούς Παύλο Μακρή και Δοξαρά στη Μάνη, καλώντας σε επανάσταση. Ταυτόχρονα αποβίβασαν τους αρματωλούς Αγγέλη, Πάνο Μεϊντάνη και Χορμόπουλο στην περιοχή της Βόνιτσας.

Πρώτος στόχος ήταν η Λευκάδα την οποία ο Μοροζίνι κατέλαβε μετά από σύντομη πολιορκία. Στη συνέχεια οι Βενετοί εισέβαλαν στην ενδοχώρα της Ακαρνανίας και με τη βοήθεια Ελλήνων οπλαρχηγών κατέλαβαν τέλη Σεπτέμβρη του 1684 τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα.

Οι επιτυχημένες αυτές επιχειρήσεις ενθάρρυναν τους Έλληνες να συνεργαστούν μαζί τους εναντίον των Οθωμανών. Με τους Ενετούς συντάχθηκαν οι αρματωλοί Πάνος Μεϊντάνης από την Κατούνα το Ξηρομέρου, ο Αγγέλης Σουλίλας από τα Γιάννενα και ο Χαρμόπουλος από τα Άγραφα, οι οποίοι πήραν τα όπλα και έδιωξαν από τις περιοχές που είχαν στον έλεγχό τους  τους Οθωμανούς. «Οι κάτοικοι της Ακαρνανίας (Ξηρομέρου και Βάλτου), αναφέρει ο Σαθάς, «αναπτερωθέντες εκ των περί απελευθερώσεως κηρυγμάτων και διεγειρόμενοι εκ των αρματωλών Μεϊντάνη, Σουμίλα και Χαρμόπουλου έλαβον τα όπλα και αποδιώξαντες τους Τούρκους εζήτησαν δι’ αποσταλμένων την προστασίαν της Δημοκρατίας.»[2] Ο ίδιος ο Μοροζίνι μάλιστα, έδωσε εντολή από το νησάκι «Πεταλάς», στο οποίο αποβίβασε 500 άνδρες με επικεφαλής το στρατηγό Στρασόλδο και τον Κεφαλλονίτη Άγγελο Δελλάτσιμα «ίνα διατρέξωσι την Ακαρνανίαν και την Αιτωλίαν φθείροντες παν το Τούρκικον και εξεγείροντες τους Έλληνας εις επανάστασιν».

Οι Ενετοί, οι Επτανήσιοι και οι αρματωλοί του Ξηρομέρου, αφού πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου» κάθε τι το Οθωμανικό που συνάντησαν στην περιοχή του Ξηρομέρου, εισέβαλαν στην Αιτωλία και χωρίς καθόλου προσπάθεια κατέλαβαν το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και τη Γουριά, γεγονός που ανάγκασε τους μωαμεθανούς όλης της περιοχής να καταφύγουν στο Αγγελόκαστρο και στο Βραχώρι.[3]

Με την εγκατάσταση τους στην περιοχή οι «απελευθερωτές» μετά το ολοκληρωτικό πλιάτσικο που πραγματοποίησαν προχώρησαν στην επιβολή φορολογίας που σε τίποτα δεν διέφερε από τη δυσβάσταχτη φορολόγια του Οθωμανικού κράτους. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της είναι ότι τις δύο μικρές τότε πολίχνες του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, τις υποχρέωσαν να καταβάλουν το υπέρογκο για κείνα τα χρόνια ποσό των 4.000 αργυρών δουκάτων ως ετήσιο φόρο.

Οι Ενετοί και οι «σύμμαχοί» τους προχωρώντας στο εσωτερικό της Αιτωλίας λεηλάτησαν την περιοχή γύρω από το κάστρο του Αγγελοκάστρου, το οποίο όμως λόγω της πολύ καλής οχύρωσής του δεν κατάφεραν να εκπορθήσουν και έφτασαν ως το  Ζαπάντι, το οποίο και δήωσαν.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι στα σχέδια των εισβολέων, αν δεν ήταν ο κεντρικός στόχος, υπήρχε η κατάληψη και η λαφυραγώγηση του Βραχωριού, αφού εκεί είχε συγκεντρωθεί ο μεγαλύτερος αριθμός των πλούσιων μουσουλμάνων της περιοχής, με ό,τι μπορούσε ο καθένας από αυτούς να κουβαλήσει, για να διασώσει από την περιουσία του. Ό-πως αποδεικνύεται όμως, από τις πηγές, δεν πραγματοποιήθηκε καν απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το πλιάτσικο και η καταστροφή δεν θα άφηνε ασυγκίνητους τους χρονικογράφους της εποχής. «Η φρουριακή συγκρότηση του οικισμού, οι πύργοι, η συγκέντρωση σημαντικής τουρκικής δύναμης, αποτρέψαν την επίθεση», γράφει ο Παπατρέχας και συνεχίζει: «Χρειάζονταν πυροβολικό και συστηματική πολιορκία, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι μισθοφόροι μόνο σε αιφνιδιαστική έφοδο μπορούσαν να υπολογίζουν». (Παπατρέχας, 91)

Η Υψηλή Πύλη άρχισε να καταλαβαίνει ότι, κατά ένα μεγάλο μέρος, οι επιτυχίες των Βενετών βασίζονταν στην συνεισφορά των Ελλήνων επαναστατών, και αποφασίζει ότι πρέπει να τους διασπάσει. Αποφυλακίζει το 1689 το Λιμπεράκη Γερακάρη, και τον ορίζει μπέη της Μάνης, κατά το πρότυπο των Χριστιανών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας.

Ο Λιβέριος ή Λιμπεράκης Γερακάρης ή Γερακαράκος ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός και πολεμοχαρής Μανιάτης πειρατής που επιδιδόταν στην πειρατεία μέχρι που συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίσθηκε στις φυλακές του Μπάνιο (Ναύσταθμος) στην Κωνσταντινούπολη. Δυο χρόνια μετά, το 1691,ο Λιμπεράκης ενώνεται με τον σερασκέρη της Ελλάδας Μισιρλή-Ζαδέ και στέλνει προκηρύξεις προς τους υπόλοιπους Έλληνες να υποταγούν, προσφέροντας την εύνοιά του, σε όσους παραδίδονταν σε αυτόν [4].

Στις 15 Ιουλίου του 1690 οι κάτοικοι της Ναυπάκτου προσαρτούν μια αναφορά στην επιστολή του Ιάκωβου Κορνάρου (έφερε τον τίτλο του προνοητή της Θάλασσας) στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρουν:

«Εξοχότατε και δικαιότατε αυθέντα γκενεράλε, το μέγιστον κράτος της εξοχότητός σου δουλικώς προσκυνούμεν. Αι σύγχυσαι του ακαταστάτου και μιαρού Λιμπερίου και τα κακά και ο αιχμαλωτισμός των Χριστιανών, όπου είναι εις τούτο το μέρος, είναι ανυπόφορα, πολυ-χρονεμένε αφέντη, διότι έστοντας να έλθη εις το Βραχώρι εστάθη μερικαίς ημέραις, απεκείθεν εμίσευσεν και επέρασεν εις Άρταν και εβγήκεν ο Μεταξάς από την Κεφαλονίαν με χίλιους πεντακόσιους ανθρώπους και έσμιξεν με τον κολονέλον τον Πολυκαλά και εμετρήθησαν όλοι εις τέσσαρας χιλιάδες και πεντακόσιοι άνθρωποι και επήγαν καταπάνω του Λυμπέρη και εζύγωσαν κατά εκεί όπου ήταν ο Λυμπέρης και δεν ηθέλησαν να υπάν καταπάνω των εχθρών… οι δε δύο κολονέλοι έσμιξαν και υπάν εις την Αγίαν Μαύραν τρώγοντες και πίνοντες και διαγουμίζοντες τους φτωχούς και βλέποντας ο μιαρός Λυμπέρης το πως δεν είναι άξιοι να τον καταπονήσουν, εγύρισε πάλιν οπίσω εις τα χωρίου του Βραχωρίου και της Κατοχής και εσκλάβωσε τριακόσιους χριστιανούς χωρίς εκείνους οπού εφονεύθησαν και είναι τώρα εις το Βραχώρι καθήμενος χωρίς φόβον τινά και καυχάται να έλθη και εδώ εις τον Έπαχτον…»[5]

Τον Οκτώβριο του 1692, ο Χαλίλ πασάς των Ιωαννίνων προελαύνει εναντίον της Ναυπάκτου και αμέσως μετά τον ακολουθεί και ο Γερακάρης με 500 άνδρες. Η φρουρά της πόλης καταφέρνει να αποκρούσει την επίθεση. Έρχεται στο Βραχώρι, όπου οι Ενετοί προσπαθούν να τον πάρουν με το μέρος τους στέλνοντας το λοχαγό και φίλο του, Ιωάννη Λάμπρο, να τον πείσει. Η συνάντηση κανονίστηκε στο σπίτι του Γερακάρη στο Βραχώρι. Ο Γερακάρης παρά το γεγονός ότι δεν δέχεται να συνταχθεί με τους Ενετούς, πληροφορεί το Λάμπρο για τα μέχρι τότε σχέδια των Τούρκων.

Ο Γερακάρης με ορμητήριο το Βραχώρι και συνολική δύναμη 2.500 περίπου αντρών, οι οποίοι ήταν κυρίως «μισθοφορικά μαζώματα» και αρκετοί Μανιάτες συμπατριώτες του, προσπάθησε πολλές φορές να πε-ράσει τον Αχελώο, αλλά νικήθηκε από τους αρματολούς της Αιτωλοακαρνανίας Μεϊντάνη και Σπαθόγιαννο, καθώς και το συνταγματάρχη Λουδορέκα, που τον καταδίωξαν μέχρι το Καρπενήσι.


1. Εβλιά Τσελεμπί, Σεγιαχατναμέ, όγδοος τόμος, Ταξίδι στην Ελλάδα, μετάφρ. Ν. Χειλαδάκης, έκδ. Εκάτη, 1991, σελ.: 220-222

2. Κ. Σαθάς, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. | 3. Γεράσιμος Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, Δήμος Αγρινίου, 1991,  σελ.: 136 | 4. Κ. Σάθα, ό.π., Επιστολή προς Αθηναίους  «…προσέφερε μάλιστα την εύνοιά του σε όσους παραδίδονταν σε αυτόν». | 5. Γ. Αθανασιάδης Νόβας. Η κατάστασις της Αιτωλίας κατά τον 17ο αιώνα, Αρχεία Εταιρείας Αιτωλοακαρνανικών Σπουδών, τ. Ι, φ. 15.

Χάρτης των «ανδραγαθημάτων» στην περιοχή της δυτικής Ρούμελης. Στην πάνω δεξιά γωνία διακρίνεται το Βραχώρι περικυκλωμένο και στις φλόγες, γεγονός που ουδέποτε συνέβη.