Η αναζήτηση της σημερινής ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι μια περιττή θεωρητική άσκηση. Αντίθετα, αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για την εκφορά προγραμματικού λόγου, την πολιτική δράση και την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας.
Γράφει η Κατερίνα Αθαν. Κιτσάκη
Ταυτόχρονα συνιστά έναν κρίσιμο δεδομένο στη διαδικασία λογοδοσίας προς τους πολίτες, αλλά και προς τα ίδια τα μέλη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η ιστορική διαδρομή της σοσιαλδημοκρατίας, το ιδεολογικό της οπλοστάσιο και η διαφοροποίησή της από την φιλελεύθερη Δεξιά (με τις ακροδεξιές αγκυλώσεις) και την ριζοσπαστική Αριστερά (με τα «προοδευτικά» και «ανεξάρτητα» κακέκτυπα) είναι τα στοιχεία εκείνα που θα πρέπει να αναδειχθούν, ώστε να ενισχυθούν οι προοπτικές ανάκαμψης του πολιτικού χώρου που αυτοπροσδιορίζεται ως ενδιάμεσος του διπόλου Αριστερά – Δεξιά.
Είναι γεγονός ότι σε μία ιστορική διαδρομή της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και μετά, παρ’ όλη την ευρύτητα των επιτευγμάτων της, θα διαπιστώσουμε ότι υπήρξαν αρκετές οι φορές που απαρνήθηκε τις ιδρυτικές αρχές και τις αξίες της, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από τον κόσμο που την στήριξε, ο οποίος και αναζήτησε άλλες μορφές ιδεολογικής έκφρασης.
Όσοι πείστηκαν ότι η οικονομία θα επανακάμψει με την επικράτηση του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού προσέτρεξαν σε αυτούς που τον ξέρουν καλύτερα. Ενώ, αντίθετα, όσοι πίστεψαν στην αντίσταση και στην ανατροπή, υιοθέτησαν τις δυνάμεις της λεγόμενης Αριστεράς, η οποία στη συνέχεια, με έναν απροκάλυπτο λαϊκισμό, αφού μεθοδευμένα καλλιέργησε το μίσος και τον διχασμό, εντελώς ανερυθρίαστα εφάρμοσε πολιτικές αντιδιαμετρικά αντίθετες από τις εξαγγελίες της.
Η διάλυση της μεσαίας τάξης που επιδιώχθηκε με κάθε τρόπο από την διακυβέρνηση της Λαϊκίστικης Αριστεράς με τα ακροδεξιά μορφώματα συνετέλεσε αναπόφευκτα στην μείωση της παραγωγής και της ανάπτυξης, στην όξυνση των ανισοτήτων όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε πνευματικό επίπεδο με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί δυσλειτουργία των θεσμών, απαξίωση του κράτους με κίνδυνο την υπονόμευση της δημοκρατίας.
Από την άλλη, η δεξιά διακυβέρνηση επιβεβαιώνει καθημερινά την προσήλωσή της στο ανέλεγκτο κεφάλαιο, στην μεγιστοποίηση του κέρδους των λίγων εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, στη δημιουργία μονοπωλίων, στην εξυπηρέτηση των ημετέρων, στην παραβίαση των εργασιακών σχέσεων, στο πελατειακό κράτος, στην άνιση πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά και στην αποδυνάμωση των κρατικών δομών.
Προφανώς λοιπόν, η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει χάσει τη δυναμική της, αφού όχι μόνο διαφοροποιείται και από τις δύο παραπάνω ιδεολογίες και τοποθετείται πλέον ξεκάθαρα στο δικό της χώρο, καθώς διατυπώνει με σαφήνεια τις δικές της θέσεις και προτάσεις, αλλά είναι η μόνη δύναμη που και διαχρονικά, αλλά και ουσιαστικά μπορεί να εκφράσει το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινωνίας.
Άλλωστε, αποδείχθηκε περίτρανα μέσα στην πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση που ακόμη βιώνουμε ότι η «ναυαρχίδα» των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, το Ε.Σ.Υ., αποτέλεσε, μαζί και με άλλες μεταρρυθμίσεις που είχαν θεσμοθετηθεί από αυτές, όπως το ψηφιακό σχολείο, την μοναδική εγγυήτρια δύναμη για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς όχι μόνο θεωρήθηκε αυτονόητη η ακόμη μεγαλύτερη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και σε εξοπλισμό και σε προσωπικό, αλλά προκρίθηκε και η ανάγκη συντονισμού του συνόλου των υγειονομικών υποδομών μακριά από την λογική της ανταγωνιστικής λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα. Είναι λοιπόν ώρα να επανακάμψει η σοσιαλδημοκρατία και να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, όχι μόνο μέσα στο πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως μέσα στην κοινωνία.
Είναι ώρα να επιστρέψουμε στις αρχές και στις αξίες που σηματοδότησαν την πρόοδο και να σχεδιάσουμε το μέλλον με κύριο στόχο την ενίσχυση της κοινωνίας μέσα από την επένδυση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και των ανθρώπων της.
Είναι ώρα να αλλάξουμε τις λειτουργίες των θεσμών και του κοινωνικού κράτους ώστε να υπηρετούν την αλληλεγγύη, την ισονομία και να εξασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες. Και έχει γίνει επιτακτικό, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πατριωτισμού και να μην τον αφήσουμε ούτε στα χέρια εθνικιστικών και εθνικοφρόνων δυνάμεων, αλλά ούτε και στα χέρια επικίνδυνων ιδεοληπτικών. Αυτές είναι σοσιαλιστικές προτεραιότητες.
Αυτός όμως ο δρόμος θέλει αγώνα και ουσιαστική πολιτική δουλειά, θέλει λόγο σαφή και άνοιγμα σε όλες τις δυνάμεις που σήμερα αναζητούν τον χώρο έκφρασής τους, συστράτευση από τη βάση, χωρίς εσωστρέφεια και αγκυλώσεις σε πρακτικές και πρόσωπα του παρελθόντος και επιφανειακά επικοινωνιακά τεχνάσματα. Γιατί, ιδίως στις σημερινές συνθήκες, μια ισχυρή σοσιαλδημοκρατία είναι ο μοναδικός δρόμος για τον λαό και την Ελλάδα.
Η Κατερίνα Αθαν. Κιτσάκη είναι Δικηγόρος Αγρινίου και υποψήφια βουλευτής Αιτωλ/νίας με το ΚΙΝΑΛ στις εκλογές 2019
Σχετικά Άρθρα
«17 Κλωστές»: Στον Πειραιά, ο Καστελάνης κάνει έναν νέο φίλο
«Η Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα»: Ο Μιχαλιός Βροντάκης είναι στο Νοσοκομείο μεταξύ ζωής και θανάτου
«Famagusta»: Ο Αντρέας κι η Χριστίνα συμβουλεύουν τον Μάικλ